Ο φετινός εορτασμός της ημέρας των Τριών Ιεραρχών, πέφτει την Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022, έτσι...και υπό την διαρκή απειλή του κορωνοϊού και στην Εκπαίδευση, ο επίσημος εκκλησιασμός των Σχολείων μας, κατόπιν εγκυκλίου που έφθασε σε αυτά από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, θα γίνει την Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022 το πρωΐ από τις 9.00 π.μ. στον Ιερό Ναό μας, των Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, στους Ανθόκηπους της Νέας Ευκαρπίας, μόνο όμως από αντιπροσωπεία μαθητών του 3ου Δημοτικού Σχολείου, η οποία θα προσέλθει στον ναό μας με την Σημαία και τους παραστάτες της, αλλά θα συνοδεύεται και από τους δασκάλους του.
Αντί κηρύγματος θα εκφωνηθεί από εντεταλμένο εκπαιδευτικό, ο πανηγυρικός της ημέρας, ενώ στο τέλος της Θείας Λειτουργίας θα τελεστεί και η Ακολουθία της Αρτοκλασίας, προσφορά από τους δασκάλους και την διευθύντρια του 3ου Δημοτικού Σχολείου της γειτονιάς μας.
Κατά την επιστροφή στα σχολεία των μαθητών μας, μαθαίνουμε πως πιθανότατα δεν θα γίνει συνολικά σχολική εορτή για τους Τρείς Ιεράρχες, αλλά κατά τμήματα θα υπάρξει κάποια ειδική αναφορά κατά το δοκούν από τους δασκάλους.
Χρόνια Πολλά
στους μαθητές των Σχολείων μας!!!
*ο καθορισμός της σχολικής εορτής τους από την Πολιτεία, ως "Προστάτες των Γραμμάτων και της Παιδείας"
Αλλά και αργότερα, σιγά-σιγά, από το 1826 μέχρι 1841 και μετά, η ίδια αυτή ημέρα μας υποδεικνύει χαρακτηριστικά πως η ένωση αυτών των Τριών Μεγάλων Ιεραρχών, υποδηλώνει και την ενότητα Κράτους και Εκκλησίας, της Ελλάδος μας και της Ορθοδοξίας μας, της Ακαδημαϊκής Κοινότητας με το Ιερατείο,
με όλα τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν κατά καιρούς από αυτήν την όμορφη και δυναμική ένωση, κατά την οποία οι μεγάλες και Άγιες αυτές προσωπικότητες, καθιερώθηκαν από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το 1911 για 1η φορά επίσημα, με θεσμοθέτηση της Ακαδημαϊκής Κοινότητας του νοεϊδρυθέντος,
τότε, Ελληνικού Κράτους, που προσπαθούσε να βρει τον βηματισμό του, και της Εκκλησίας, όχι πάντα χωρίς προστριβές και επιφυλάξεις, ενότητα που εδραιώθηκε κυρίως από την 3η δεκαετία του 19ου αιώνος και μετά, οπότε και...
"...αδιάκοπη είναι η διασταύρωση της επίσημης Θρησκευτικής ζωής με την κοσμική ζωή",
όπως επισημαίνει η Έφη Γαζή, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, και συνεχίζοντας μας λέει πως...
"...αυτό αποτυπώνει μεταξύ άλλων και την καθιέρωση της συγκεκριμένης εορτής",
και τους Αγίους, Βασίλειο, Γρηγόριο και Ιωάννη, ως τους προστάτες των Γραμμάτων, των Επιστημών και της Παιδείας.
Αλλά και στις μέρες μας, βλέπουμε πως οι εκάστοτε κυβερνήσεις, με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις, αναγνωρίζοντας το έργο και την προσφορά των Αγίων αυτών της Τρισηλίου θεότητος, όπως αναφέρονται και πάλι στο Απολυτίκιο τους, να καθιερώνουν με νόμους και προεδρικά διατάγματα, όπως το υπ' αριθμό 201 του 1998 άρθρο 4, σχετικό με τους εκκλησιασμούς των μαθητών της και στις τρεις βαθμίδες της Εκπαίδευσης, αλλά και υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους, τον επίσημο εκκλησιασμό των Σχολείων την 30η Ιανουαρίου, πανηγυρικούς λόγους στους Ιερούς Ναούς από τους εκπαιδευτικούς, αλλά και πραγματοποίηση εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων στα Σχολεία και στα Πανεπιστήμια της Χώρας μας, σχετικών με την προσφορά των Τριών Ιεραρχών στα Γράμματα, κατά την ημέρα αυτή της σχολικής εορτής...και όχι "αργίας" με κλειστά τα Σχολεία, όπως είναι η συνήθης πρακτική τα τελευταία χρόνια με τις εγκυκλίους από τον εκάστοτε Υπουργό Παιδείας, και τις πρωτοφανείς αποφάσεις του για τα Ελληνικά δεδομένα, που μάλλον θα αφήσουν ιστορία.
Μ’ αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζουμε την σημαντική προσφορά τους στην εκπαίδευση και τους προβάλλουμε σαν διαχρονικά πρότυπα όχι μόνο δασκάλων, αλλά και μαθητών. Άλλωστε, οι συγκεκριμένοι Ιεράρχες εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να θεωρούνται ως οι κατ' εξοχήν εκπρόσωποι και προστάτες των γραμμάτων και της Ελληνορθόδοξης Παιδείας μας, ως οι καινοτόμοι παιδαγωγοί και δάσκαλοι του Γένους μας.
Ο εορτασμός από κοινού της μνήμης τους κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου, παρόλο που για τον καθένα τους η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ορίσει χωριστή εορτήν και πανήγυριν, καθιερώθηκε χίλια χρόνια πριν, περί τον 11ο αιώνα, την εποχή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλεξίου του Κομνηνού και προήλθε, όσο και αν σας φαίνεται περίεργο, από την διαμάχη εναρέτων και λογίων ανδρών στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι υποστήριζαν ως πρώτον τη τάξει, τον έναν Άγιο περισσότερο από τον άλλο, και εν τέλει όλοι φαίνονταν να έχουν δίκαιο, μιας και οι Άγιοι Τρεις Ιεράρχες είχαν ο καθένας να επιδείξει και κάτι ξεχωριστό στον χαρακτήρα του, με κατακτήσεις μεγάλες στο χώρο του πνεύματος και της παιδείας.
Την λύση έδωσε ο τότε ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων Ιωάννης ο Μαυρόπους, με τον συνεορτασμό των Τριών Μεγάλων αυτών Ιεραρχών (παρακάτω θα βρείτε ένα ολόκληρο αναλυτικό κεφάλαιο για το θέμα αυτό) Από τότε η Αγία του Θεού Εκκλησία μας, μνημονεύει στο Συναξάρι της και τιμά με ιδιαίτερη Ακολουθία, που μάλιστα έγραψε ο ίδιος ο Άγιος Ευχαΐτων, και με τον πιο επίσημο τρόπο, το καλύτερο δείγμα του πνευματικού θησαυρού που διαθέτει ο Ορθόδοξος Ελληνισμός, όπως αυτό έχει κατοχυρωθεί στη συνείδηση της Εκκλησίας και της Πολιτείας.
γεννήθηκε το 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν και αυτός Βασίλειος και ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου. Η χριστιανή μητέρα του ονομαζόταν Εμμέλεια κι έδωσε πολύ επιμελημένη αγωγή στο γιο της. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε από τον πατέρα του και μετά φοίτησε σε διάφορα σχολεία της πατρίδας του και της Κωνσταντινούπολης.
Πιο συγκεκριμένα, με τις δυνατότητες που του έδινε ο πλούτος της οικογενείας του, η μόρφωση και οι γνώσεις του, η ποιμαντική ικανότητα του, η Χάρις του Θεού που τον συνόδευε σε κάθε βήμα του και η αγάπη για τον συνάνθρωπο, ίδρυσε μια σειρά από φιλανθρωπικά ιδρύματα, την γνωστή Βασιλειάδα, μια πρότυπη πόλη οργανωμένης φιλανθρωπίας, με σχολεία, θεωρητικής και τεχνικής κατεύθυνσης, εργαστήρια όπου έδινε δουλειά στους νέους, ορφανοτροφεία, γηροκομεία, νοσοκομεία, μια ολάκερη Πολιτεία, όπου μπορούσε να εισαχθεί ο οποιοσδήποτε φτωχός νέος, να καταρτιστεί και να βγει στην κοινωνία ως χρήσιμο και ισότιμο μέλος της, κάτι που παρόμοιο του, όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν υπάρχει ούτε στις μέρες μας, στον 21ο αιώνα της τεχνολογίας, της πληροφορίας και της ταχύτητας, έναν "σκληρό" αιώνα όπου κοιτάμε, χωρίς να βλέπουμε, την φτώχεια που υπάρχει δίπλα μας χωρίς να κάνουμε τίποτε...ή να κάνουμε πολύ λίγα για αυτήν και μάλιστα έχοντας απώτερο σκοπό. Αλλά αυτό που κάνει ακόμα σημαντικότερο το φιλανθρωπικό έργο του είναι πως μοίρασε τα χρήματά και τα υπάρχοντα του σ’ όσους είχαν ανάγκη, απομένοντας έτσι και ο ίδιος φτωχός. Κι όλα αυτά τα έκανε, γιατί πίστευε ότι, επειδή όλα ανήκουν στο Θεό, όφειλε να χρησιμοποιεί τα πλούτη του για να βοηθούνται όσοι υπέφεραν.
Και όχι μόνο, αλλά και τον πλουτισμό και τα κέρδη των επιχειρήσεων, μια φιγούρα που ήρθε και στην Ελλάδα λίγο αργότερα, για να χρησιμοποιηθεί μέχρι τις μέρες μας διαφημίζοντας ότι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου, και εν τέλει, να αντικαταστήσει με πονηριά και δόλο παίρνοντας το όνομα ενός πραγματικού και μεγαλοπρεπούς Αγίου της Ορθοδοξίας μας, τον μαυρογένη και αδύνατο Άγιο Βασίλειο τον Μεγάλο, Αρχιεπίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας στην Μικρά Ασία.
Τέλος χαρακτηριστικό είναι και ένα θαύμα
που έκανε ο Άγιος Βασίλειος όσο ζούσε, στο οποίο και οφείλουμε εμείς οι νεοέλληνες και νεοχριστιανοί το παραδοσιακό έθιμο της κοπής της Βασιλόπιτας με το χρυσό φλουρί, κατά την ημέρα της εορτής του , ή και λίγο αργότερα, στα σπιτικά μας, στις εκκλησιές, στις επιχειρήσεις, στα Σχολεία, στους Συλλόγους, στους φορείς και στις δομές της Πολιτείας και του Κράτους μας...παντού,
γεννήθηκε το 329 στην Αριανζό, ένα χωριό κοντά στην Ναζιανζό της Καππαδοκίας. Πατέρας του ήταν ο επίσκοπος Ναζιανζού Γρηγόριος, αφού εκείνη την εποχή μπορούσαν να χειροτονηθούν και έγγαμοι επίσκοποι. Η χριστιανή μητέρα του, η Νόννα έδωσε τον καλύτερο εαυτό της για την ανατροφή του γιου της. Αφού έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην Ναζιανζό, οι γονείς του έστειλαν τον Γρηγόριο για να σπουδάσει στην ρητορική Σχολή της Καισαρείας της Καππαδοκίας.
Η δίψα για μάθηση ώθησε τον Γρηγόριο να συνεχίσει σε ανώτερο πια επίπεδο τις σπουδές του στις φιλοσοφικές σχολές της Καισαρείας της Παλαιστίνης, της Αλεξάνδρειας και της Αθήνας.
γεννήθηκε το 354 στην Αντιόχεια, την μεγάλη ελληνιστική πρωτεύουσα της Συρίας, την Αθήνα της Ασίας, όπως την έλεγαν τότε. Ο πατέρας του Σεκούνδος ήταν ανώτερος αξιωματικός του συριακού στρατού. Η μητέρα του Ανθούσα έμεινε χήρα σε ηλικία 20 χρονών. Κύριο έργο της από τότε και στο εξής είχε την ανατροφή και την μόρφωση του γιου της. Ο Ιωάννης είχε δάσκαλο στη ρητορική τον ειδωλολάτρη Λιβάνιο και στην φιλοσοφία τον Ανδραγάθιο. Εξάσκησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα με μεγάλη επιτυχία το επάγγελμα του δικηγόρου ή του ρητοροδιδασκάλου.
Βλέποντας όμως τις αδικίες του δικαστικού συστήματος μέσα στα δικαστήρια, αποφάσισε να ακολουθήσει θεολογικές σπουδές στην ακμάζουσα τότε Θεολογική σχολή της Αντιόχειας και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μια άλλη σπουδαία ελληνιστική πρωτεύουσα της εποχής εκείνης.
Έτσι, δεν μιλούσε για να εντυπωσιάσει, αλλά για να ερμηνεύσει τους θησαυρούς της χριστιανικής πίστεως και μ’ αυτόν τον τρόπο να στηρίξει και να καθοδηγήσει τον λαό του Θεού στις δυσκολίες που βίωνε λόγω της φτώχειας που την γεννούσε η κοινωνική αδικία. Μάλιστα, δεν έμεινε μόνο στα λόγια. Σ’ όλη του τη ζωή δραστηριοποιήθηκε έντονα για να ανακουφίσει τους πάσχοντες αδερφούς του, αλλά και για να επέλθει η κοινωνική δικαιοσύνη στην γη, η αρμονική κοινωνική συμβίωση μεταξύ πλουσίων και φτωχών.
Μόλις τελείωσε τις σπουδές του, θέλησαν να τον ανακηρύξουν καθηγητή τους. Στην ίδια απαίτηση υπέκυψε ο Γρηγόριος, ο οποίος και έγινε καθηγητής στην Αθήνα για έναν μόλις χρόνο. Τέλος, τον Ιωάννη, ο ειδωλολάτρης καθηγητής του, ο περίφημος ρήτορας Λιβάνιος, λυπήθηκε που τον κέρδισαν οι Χριστιανοί και δεν κατάφερε να τον αφήσει διάδοχό του στη ρητορική έδρα.
Γι’ αυτούς η παιδεία δεν ήταν μόνο φιλοσοφία ή ρητορική ή αστρονομία ή θεολογία ή ψυχολογία, αλλά ήταν όλα αυτά μαζί, δηλαδή μόρφωση σώματος και ψυχής.
Σήμερα, όμως, όλοι εμείς, η νέα γενιά του Ελληνισμού και τα παιδιά μας, οι λεγόμενοι "νεοέλληνες", αντιλαμβανόμαστε πως το μέλλον μας δεν είναι δα και στρωμένο με ροδοπέταλα, μάλιστα νοιώθουμε αυτό να είναι αβέβαιο και πιθανόν πολύ δυσκολότερο από αυτό των παλαιοτέρων, αφού η χώρα μας, η Ελλάδα μας και οι εκάστοτε κυβερνώντες αυτήν, απεμπόλησαν για δεκαετίες ολόκληρες, όλες αυτές τις αξίες που μας δίδαξαν οι Ιεράρχες που σήμερα εορτάζουμε πανηγυρικά.
Αλλά ακόμα και η επίσημη Εκκλησία, επαναπαυμένη στις δάφνες ενός ένδοξου βυζαντινού παρελθόντος
Όμως όλα αυτά τα μικρά και τα μεγάλα προβλήματα που προέκυψαν δεν εμπόδισαν εμάς, τους Έλληνες Ορθοδόξους Χριστιανούς του 21ου αιώνος, να προχωρήσουμε δυναμικά μπροστά, έχοντας ως πρότυπα προς μίμηση αξιόλογες προσωπικότητες από το τρισχιλιετές εθνικό μας παρελθόν, συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων των Τριών Ιεραρχών.
Οφείλουμε να αντλήσουμε και να αξιοποιήσουμε δημιουργικά στο παρόν σημαντικά και χρήσιμα στοιχεία τόσο από τη ζωή και τη δράση τους, όσο και από το χαρακτήρα και το έργο τους. Θα είναι λυπηρό, αν όχι εγκληματικό, τέτοιες προσωπικότητες μεγάλου και παγκοσμίου βεληνεκούς, των οποίων τα συγγράμματα, επίκαιρα και άμεσα τότε όπως και τώρα, διδάσκονται στα καλύτερα Πανεπιστήμια του κόσμου...εκτός από τα δικά μας, να τις βάλουμε στο περιθώριο. Δεν νομίζετε;
Η φιλονικία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να διαιρεθούν τα πλήθη των Χριστιανών και άλλοι ονομάζονταν «Ιωαννίτες», άλλοι «Βασιλείτες» και άλλοι «Γρηγορίτες». Στην έριδα αυτή έθεσε τέλος ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων, Ιωάννης ο Μαυρόπους. Αυτός, κατά την διήγηση του Συναξαριστή, είδε σε οπτασία τους μέγιστους αυτούς Ιεράρχες, πρώτα καθένα χωριστά και στη συνέχεια και τους τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν:
«Εμείς, όπως βλέπεις, είμαστε ένα κοντά στον Θεό και τίποτε δεν υπάρχει που να μας χωρίζει ή να μας κάνει να αντιδικούμε. Όμως, κάτω από τις ιδιαίτερες χρονικές συγκυρίες και περιστάσεις που βρέθηκε ο καθένας μας, κινούμενοι και καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, γράψαμε σε συγγράμματα και με τον τρόπο του ο καθένας, διδασκαλίες που βοηθούν τους ανθρώπους να βρουν τον δρόμο της σωτηρίας. Επίσης, τις βαθύτερες θείες αλήθειες, στις οποίες μπορέσαμε να διεισδύσουμε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τις συμπεριλάβαμε σε συγγράμματα που εκδώσαμε. Και ανάμεσά μας δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, αλλά, αν πεις τον ένα, συμπορεύονται δίπλα του και οι δύο άλλοι. Σήκω, λοιπόν, και δώσε εντολή στους φιλονικούντες να σταματήσουν τις έριδες και να πάψουν να χωρίζονται για εμάς. Γιατί εμείς, και στην επίγεια ζωή που ήμασταν και στην ουράνια που μεταβήκαμε, φροντίζαμε και φροντίζουμε να ειρηνεύουμε και να οδηγούμε σε ομόνοια τον κόσμο. Και όρισε μία ημέρα να εορτάζεται από κοινού η μνήμη μας και καθώς είναι χρέος σου, να ενεργήσεις να εισαχθεί η εορτή στην Εκκλησία και να συνταχθεί η ιερή ακολουθία.
Έτσι ο Επίσκοπος Ευχαΐτων Ιωάννης ανέλαβε την συμφιλίωση των διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε την εορτή της 30ης Ιανουαρίου και συνέγραψε και κοινή Ακολουθία, αντάξια των τριών Μεγάλων Πατέρων. Η εορτή αυτής της Συνάξεως του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αποτελεί το ορατό σύμβολο της ισότητας και της ενότητας των Μεγάλων Διδασκάλων, οι οποίοι δίδαξαν με τον άγιο βίο τους το Ευαγγέλιο του Χριστού. Είναι εκείνοι, οι οποίοι εξ’ αιτίας της ταπεινώσεώς τους μπροστά στην αλήθεια, έχουν λάβει το χάρισμα να εκφράζουν την καθολική συνείδηση της Εκκλησίας και ότι διδάσκουν δεν είναι απλώς δική τους σκέψη ή προσωπική τους πεποίθηση, αλλά είναι επιπλέον η ίδια η μαρτυρία της Εκκλησίας, γιατί μιλούν από το βάθος της καθολικής της πληρότητας.
Περί τις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ. ανεγέρθη Ιερός Ναός των Τριών Ιεραρχών κοντά στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, δίπλα σχεδόν στη μονή της Παναχράντου.
των Τριών Ιεραρχών
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου