Είμαστε ιδιοκτήτες, ή απλοί διαχειριστές
των αγαθών του Θεού;
Δύο διαφορετικοί τύποι ανθρώπων παρουσιάζονται μέσα από την σημερινή ευαγγελική περικοπή της Ε' Κυριακής του Λουκά. Ο ένας είναι πλούσιος του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται. Τρέφεται με πολλά και ακριβά φαγητά, ντύνεται καλά και γενικώς ζει μέσα στις ανέσεις. Έχει σκληρή καρδιά και αδιαφορεί για τους φτωχούς ,τις χήρες και τα ορφανά. Νομίζει ότι τα πλούτη είναι μόνο για τον εαυτό του και κλείνει τα μάτια του μπροστά στην ανθρώπινη δυστυχία. Δεν τον ενδιαφέρει ούτε η ύπαρξη του Θεού, αφού θεοποίησε τα υπάρχοντά του και πίστεψε ότι δεν του χρειάζεται κάτι άλλο στην ζωή του. Το άλλο πρόσωπο της περικοπής έχει όνομα. Λέγεται Λάζαρος και είναι πολύ φτωχός. Ζει κοντά στον πλούσιο και προσπαθεί να χορτάσει από τα αποφάγια του πλουσίου, παρέα με τους σκύλους που γλύφουν τις πληγές πού υπάρχουν στο άρρωστο κορμί του! Ενώ όμως βιώνει την έσχατη εξαθλίωση έχει την ελπίδα του στον Θεό. Δεν παραπονιέται για την δυστυχία του, δεν κακολογεί τον πλούσιο για την σκληρότητα που του δείχνει καθημερινά. Είναι ικανοποιημένος που μπορεί και κρατιέται στη ζωή έστω και με αυτά τα ελάχιστα.
Κάποτε όμως πέθαναν και οι δυο τους και τα πράγματα αντιστράφηκαν. Ο φτωχός Λάζαρος μεταφέρεται τιμητικά από τους Αγγέλους στον Παράδεισο, στην αγκαλιά του Αβραάμ. Ζει τώρα την αιώνια ευτυχία μαζί με τους εκλεκτούς του Θεού. Ο πλούσιος υποφέρει πάρα πολύ. Βλέπει διαρκώς την απέραντη ευτυχία αυτού που περιφρονούσε προκλητικά στην επίγεια ζωή του και ζητάει από τον Αβραάμ να τον στείλει στο μέρος του προκειμένου να δροσίσει λίγο την γλώσσα του με το δάκτυλό του. Αυτό όμως είναι αδύνατον γιατί στην άλλη μας ζωή, στην μεταθανάτιο ζωή μας, "...μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται", μεταξύ δικαίων και αμαρτωλών υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα. Ο Αβραάμ υπενθυμίζει στον πλούσιο τις επίγειες απολαύσεις του και τις στερήσεις του Λαζάρου.
Η κατάσταση πια άλλαξε οριστικά και δεν υπάρχει τώρα καμιά δυνατότητα για να γίνουν διορθωτικές κινήσεις. Ότι κάνουμε στη ζωή αυτή που ζούμε, έχει απόλυτο αντίκτυπο στην επόμενη, όταν όμως επέλθει ο θάνατος δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά να περιμένουμε για να κριθούμε για ότι κάναμε κατά την διάρκεια της επίγειας ζωής μας, και φυσικά να λάβουμε το δίκαιο αντίτιμο από τον Κριτή μας, που παρ' ότι φιλεύσπλαχνος και οικτίρμων, "μέλλει γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρός αὐτοῦ μετά τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καί τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατά τήν πρᾶξιν αὐτοῦ."
Ας μη βιαστούμε όμως να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι ο κεντρικός στόχος της διηγήσεως αυτής είναι η καταδίκη του πλούτου. Ο Θεός μας χαρίζει πλουσιοπάροχα τα αγαθά Του για τις καθημερινές μας ανάγκες. Τα υλικά αγαθά που δίνει ο Θεός δεν είναι ποτέ δυνατόν να είναι κακά και επιζήμια. Ο άνθρωπος καλείται να κάνει σωστή διαχείριση. Να μην είναι πλεονέκτης και να νομίζει ότι όλα είναι γι' αυτόν. Δεν είναι δυνατόν να υποδουλωθούμε στα πλούτη και να στηρίζουμε όλες μας τις ελπίδες σ 'αυτά. Τότε θα λησμονήσουμε Αυτόν που μας τα δίνει και τους διπλανούς μας που υποφέρουν. Θα πάθουμε ότι και ο πλούσιος της παραβολής μας.
Η σκληρότητα λοιπόν καταδικάζεται. Η θεοποίηση του πλούτου και η αδιαφορία για την αιώνια ζωή. Εφόσον υπάρχει θάνατος δεν είναι δυνατόν ποτέ να γίνουμε οριστικώς κάτοχοι οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου. Καλοί οικονόμοι και σωστοί διαχειριστές οφείλουμε να γίνουμε σ' όσα μας εμπιστεύθηκε η πρόνοια του Θεού.
Ο Θεός είναι γεμάτος από αγάπη και μακροθυμία απέναντί μας. Είναι ο πλάστης και ο σωτήρας μας. Μας σώζει το άπειρο έλεός Του εφόσον είμαστε και εμείς ελεήμονες και ευσπλαχνικοί σε όσους έχουν την ανάγκη μας. Μην περιμένουμε το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού την στιγμή που εμείς φανήκαμε σκληροί και απάνθρωποι στην επίγεια ζωή μας. Αυτό είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο και δεν αλλάζει με τίποτα. Εφόσον δεν ελεήσαμε τον αδελφό μας που τον βλέπουμε καθημερινά πως θα έχουμε την απαίτηση να μας ελεήσει ο Θεός που δεν τον βλέπουμε;
Ο Θεός είναι γεμάτος από αγάπη και μακροθυμία απέναντί μας. Είναι ο πλάστης και ο σωτήρας μας. Μας σώζει το άπειρο έλεός Του εφόσον είμαστε και εμείς ελεήμονες και ευσπλαχνικοί σε όσους έχουν την ανάγκη μας. Μην περιμένουμε το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού την στιγμή που εμείς φανήκαμε σκληροί και απάνθρωποι στην επίγεια ζωή μας. Αυτό είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο και δεν αλλάζει με τίποτα. Εφόσον δεν ελεήσαμε τον αδελφό μας που τον βλέπουμε καθημερινά πως θα έχουμε την απαίτηση να μας ελεήσει ο Θεός που δεν τον βλέπουμε;
Την καρδιά μας θα την δώσουμε εκεί που είναι ο αληθινός θησαυρός μας. Τα αγαθά που μας δίνει ο Θεός στον κόσμο αυτό είναι προσωρινά, έχουν ημερομηνία λήξης, και έχουν σκοπό να καλύψουν τις βιοτικές μας ανάγκες. Στόχος μας πάντα οι ουράνιοι θησαυροί, τα αιώνια και αναφαίρετα αγαθά της θείας Βασιλείας. Όποιος προσφέρει στον πάσχοντα συνάνθρωπο προσφέρει στην πραγματικότητα στον ίδιο τον Θεό. Είναι ο καλύτερος "έμπορος", αφού ανταλλάσσει τα φθαρτά με τα άφθαρτα. Αν το καταλαβαίναμε αυτό όλοι μας δεν θα υπήρχε στον κόσμο δυστυχία και όλοι μας θα μοιραζόμαστε δίκαια τα αγαθά του Θεού. Θα ήταν όπως τα πρώτα χριστιανικά χρόνια που οι πιστοί μοιράζονταν μεταξύ τους τα πάντα. Υπήρχε κοινοκτημοσύνη και κανένας δεν πεινούσε. Τώρα όμως έγιναν οι καρδιές μας σκληρές και δεν αισθάνονται τον πόνο του διπλανού μας.
Και αυτό ακριβώς που αναφέρετε στο άρθρο αυτό της ιστοσελίδας μας παραπάνω, μας το δείχνει ατράνταχτα και χωρίς καμιά, μα καμιά αμφιβολία, ο βίος και η πολιτεία, των Αγίων που εορτάσαμε την 1η του μηνός Νοεμβρίου, των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, των Μικρασιατών ιατρών, των Αναργύρων, όπως αναφέρονται στο Συναξάρι τους.
Δύο αδελφών από την Κιλικία της Μικράς Ασίας, που μετά από την σωστή καθοδήγηση των γονέων τους, Αγία εστεφανώθη και η μητέρα τους η Θεοδότη, έγιναν πρωταρχικά σωστοί χριστιανοί και εκ των υστέρων καλοί άνθρωποι, παράλληλα όμως μορφώθηκαν, έγιναν και γιατροί στο επάγγελμα και μάλιστα από τους καλύτερους της εποχής τους, και κατόπιν έγιναν και Άγιοι της Εκκλησίας μας, που τους εορτάζει και τους πανηγυρίζει την 1η Νοεμβρίου εκάστου έτους, στεφανωμένοι με το φωτοστέφανο της αγιοσύνης από τον ίδιο τον Χριστό μας, αφού υπηρετώντας τον με περισσή αγάπη και αλτρουϊσμό μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής τους, πρόσφεραν στον συνάνθρωπο τους, στον αναγκεμένο, στον άρρωστο, στον φτωχό, με την επιστήμη τους, ασκώντας την ιατρική, ένα χάρισμα τόσο ανθρώπινο όσο και θεϊκό, αναργύρως, δωρεάν δηλαδή για όλους τους νοσούντες, πολλές φορές δε, με θεϊκή παρέμβαση και με θαύματα που έκαναν, θαύματα που μέχρι και σήμερα βιώνουν βαριά άρρωστοι, πολλές φορές με ανίατες ασθένειες, όταν επικαλούνται τις πρεσβείες τους.
Θα μπορούσαν αυτά τα δυο αδέλφια, ένα ακόμη ζευγάρι Αναργύρων γιατρών, είκοσι τον αριθμό έχει εγγράψει, μέχρι τώρα, με χρυσά γράμματα στο Συναξάρι της η Ορθοδοξία μας (κάντε κλικ εδώ και δείτε από παλαιότερο άρθρο μας, όλους τους Αγίους Αναργύρους, που η Σύναξη τους εορτάζεται την 17η Οκτωβρίου εκάστου έτους) με την επιστήμη τους, που τόσα καλά ασκούσαν, έχουμε στοιχεία πως αυτοί είναι που έκαναν την πρώτη μεταμόσχευση ποδιού σε ασθενή με επιτυχία, να γίνουν σαν τον πλούσιο της παραβολής που σήμερα μας παραθέτει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο Του, με χρυσοποίκιλτα ενδύματα, με όμορφο σπίτι, με τα καλύτερα φαγητά, με όλες τις ανέσεις, όμως αυτοί επέλεξαν την ζωή του φτωχού και ταπεινού Λάζαρου, για να κερδίσουν έτσι μια θέση μέσα στην αγκαλιά Του.
Η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας και η κρίση των θεσμών και των αξιών που την συντρόφευσαν, πρόσφατα δε και η υγειονομική κρίση και οι επιπτώσεις της, που διέλυσε την κοινωνική, ακόμα και την λατρευτική ζωή μας, μια κρίση που βιώνουμε ακόμα και σήμερα μετά από δυο ολόκληρα χρόνια στην χώρα μας, πολύ τελευταία δε και η ενεργειακή κρίση που μας πλησιάζει απειλητικά, ίσως όλες αυτές οι "κρίσεις"...αλλά και αυτές που θα ακολουθήσουν, να είναι μία εξαιρετική ευκαιρία να δούμε τα πράγματα διαφορετικά και να ανοίξουμε τις καρδιές μας στους διπλανούς μας, να μην αφήσουμε τον άκρατο εγωϊσμό μας και μας καταπιεί σαν τον πλούσιο του Ευαγγελίου που θα ακούσουμε αυτήν την Κυριακή, αλλά να απλώσουμε ένα χέρι βοηθείας σε όσους το έχουν ανάγκη. Τότε η χαρά μας θα είναι μεγάλη και θα χαιρόμαστε περισσότερο να δίνουμε παρά να παίρνουμε. Θα μας φύγει το άγχος του πλουτισμού και θα νοιώθουμε σαν να ζούμε από τώρα στον Παράδεισο, έναν Παράδεισο που δημιουργήθηκε ειδικά για εμάς από τον Θεό, έναν Παράδεισο, που αν το θελήσουμε, μας χωρά όλους μας.
Καλή Κυριακή σε όλους!!!
*παρακάτω θα βρείτε την ευαγγελική περικοπή της Κυριακής 31ης Οκτωβρίου 2021 "Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου" (Λουκ. ιστ΄ 19-31) στο πρωτότυπο κείμενο και σε νεοελληνική απόδοση...
Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας
της Κυριακής 31ης Οκτωβρίου 2021
εκ του κατά Λουκάν Ευαγγέλιον,
Κεφάλαιο: ιστ΄ στοίχοι: 19 – 31
Κεφάλαιο: ιστ΄ στοίχοι: 19 – 31
Πρωτότυπο κείμενο:
Είπεν ο Κύριος: «άνθρωπος τις ήν πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον, ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς. Πτωχός δέ τις ήν ονόματι Λάζαρος, ός εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος, και επιθυμών χορτασθήναι απο των ψιχίων των πιπτόντων απο της τραπέζης του πλουσίου, αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού. Εγένετο δέ αποθανείν τον πτωχόν, και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ. Απέθανε δέ και ο πλούσιος και ετάφη. Και εν τω άδη, επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ απο μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. Και αυτός φωνήσας είπε, πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος, και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. Είπε δέ Αβραάμ: τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά.
Νύν δέ ώδε παρακαλείται, σύ δέ οδυνάσαι. Και επι πάσι τούτοις, μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μή δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. Είπε δέ: ερωτώ ούν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου’ έχω γάρ πέντε αδελφούς, όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μή και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. Λέγει αυτώ Αβραάμ: έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών. Ο δέ είπεν: ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις απο νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. Είπε δέ αυτώ: ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.»
Νύν δέ ώδε παρακαλείται, σύ δέ οδυνάσαι. Και επι πάσι τούτοις, μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μή δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. Είπε δέ: ερωτώ ούν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου’ έχω γάρ πέντε αδελφούς, όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μή και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. Λέγει αυτώ Αβραάμ: έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών. Ο δέ είπεν: ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις απο νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. Είπε δέ αυτώ: ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.»
Νεοελληνική απόδοση:
το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές, και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: ‘‘πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά’’. Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: ‘‘παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία.
Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ’δω σ’ εσάς να μην μπορούν• ούτε οι από ’κει μπορούν να περάσουν σ’ εμάς’’. Είπε πάλι ο πλούσιος: ‘‘τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων’’. Ο Αβραάμ του λέει: ‘‘έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών• ας υπακούσουν σ’ αυτά’’. ‘‘Όχι, πατέρα μου Αβραάμ’’, του λέει εκείνος, ‘‘δεν αρκεί• αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν’’. Του λέει τότε ο Αβραάμ: ‘‘αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν’’».
Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ’δω σ’ εσάς να μην μπορούν• ούτε οι από ’κει μπορούν να περάσουν σ’ εμάς’’. Είπε πάλι ο πλούσιος: ‘‘τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων’’. Ο Αβραάμ του λέει: ‘‘έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών• ας υπακούσουν σ’ αυτά’’. ‘‘Όχι, πατέρα μου Αβραάμ’’, του λέει εκείνος, ‘‘δεν αρκεί• αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν’’. Του λέει τότε ο Αβραάμ: ‘‘αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν’’».
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου