Ο Βίος του Αγίου Κυπριανού
και της Αγίας Ιουστίνης.
Τα δαιμόνια φρίσσουν μπροστά στο Θεό. Και τρέμουν το σύμβολο του ενσαρκωθέντος Υιού Του, τον Τίμιον Σταυρόν. Δεν έχουν καμία εξουσία στους ανθρώπους πού φέρουν το όνομα του Χρίστου, πού έχουν ενδυθεί τον Χριστό με το βάπτισμα. Αν είσαι πιστός Χριστιανός, αν ζεις κοντά στο Χριστό και παίρνεις ζωή από τα άχραντα μυστήριά Του, ο διάβολος δεν μπορεί να σε βλάψει. Αυτό μας διδάσκει η ιστορία των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, όπου φαίνεται πώς η δύναμη της μαγείας συντρίβεται με τη δύναμη του Χρίστου.και της Αγίας Ιουστίνης.
Κυπριανός ο μάγος της Αντιοχείας.
Στα βάθη της Μικράς Ασίας υπήρχε άλλοτε η πρωτεύουσα της Πισιδίας Αντιόχεια, πού λεγόταν και Αντιόχεια η Μικρά, για να ξεχωρίζει από την Αντιόχεια την Μεγάλη, την ξακουστή πρωτεύουσα της Συρίας. Σ’ αυτή την Αντιόχεια της Πισιδίας ζούσε στα χρόνια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, τον 3ον αιώνα μ.Χ. ο φοβερός μάγος Κυπριανός.
Είχε γεννηθεί στην Αντιόχεια και έχοντας άφθονα πλούτη γύρισε όλη την Ανατολή, την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία, τη Χαλδαία και την Αίγυπτο για να μάθη τα μυστική αρχαίων θρησκειών. Στα τριάντα του χρόνια ξαναήρθε στην πόλη του, έχοντας βαθιές γνώσεις φιλοσοφίας και μαγείας. Ήταν πια ονομαστός για τη δύναμη του και οι ειδωλολάτρες έτρεχαν σ’ αυτόν για να πετύχουν κάθε σκοτεινό τους σχέδιο. Και αυτός με τη μυστική της μαγείας τέχνη καλούσε τα δαιμόνια και τα έστελνε στα ταλαίπωρα θύματά του.
Ποιός μπορούσε να ξεφύγει απ’ τα τεχνάσματα του Μάγου Κυπριανού; Αφού οι δύστυχοι άνθρωποι βρίσκονταν μέσα στην ψεύτικη πίστη των ειδώλων, αφού οι ίδιοι λάτρευαν τα δαιμόνια, πώς να μη βρίσκονται κάτω από την εξουσία τους; Πώς να μη βρίσκονται κάτω από την εξουσία του αντιπροσώπου τους, του μάγου Κυπριανού;
Αλλ’ όμως στην Αντιόχεια δεν υπήρχαν μόνο ειδωλολάτρη Στην πόλη αυτή, όπως και σ’ όλες τις πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως σ’ όλη την οικουμένη το φώς της αληθινής πίστεως είχε λάμψει στις Καρδιές χιλιάδων ανθρώπων και το αίμα του Χριστού, πού χύθηκε πάνω στο Σταυρό, είχε γίνει λύτρο για να εξαγορασθούν οι άνθρωποι από την αιχμαλωσία του διαβόλου. Και σ’ αυτούς (τους Χριστιανούς) δεν είχαν εξουσία τα δαιμόνια του μάγου Κυπριανού.
Ο ίδιος όμως, βυθισμένος μέσα στα σκοτεινά βιβλία της μαγείας, στα επινοήματα αυτά του ψεύδους, δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι ο Θεός πού λάτρευαν οι Χριστιανοί, ο σταυρωμένος Χριστός, θα ήταν δυνατότερος απ’ τα δαιμόνια. Βρισκόταν ο δύστυχος μέσα στην πλάνη, χωρίς να το ξέρη. Γιατί ο διάβολος κρατεί και τους δικούς του υπηρέτες μέσα στην πλάνη. Γιατί αν γνώριζαν την αλήθεια θα τον παρατούσαν και θα γίνονταν δούλοι του αληθινού Θεού. Στην Αντιόχεια ζούσε και μία παρθένος, Ιούστα ήταν τ’ όνομά της, κόρη του Αιδεσίου και της Κληδονίας. Και αυτή και οι γονείς της βρίσκονταν μέσα στην πλάνη των ειδώλων, όπως οι περισσότεροι κάτοικοι της Αντιοχείας. Ο Αιδέσιος μάλιστα ήταν ιερέας των ειδώλων. Όσο όμως η Ιούστα μεγάλωνε, τόσο περισσότερο ένοιωθε ότι τα είδωλα πού λάτρευαν δεν είχαν θεϊκή δύναμη και ότι άλλος είναι ο αληθινός Θεός. Η ψυχή της προετοιμαζόταν έτσι να δεχτή το φωτισμό της αληθείας και της επιγνώσεως του μόνου εν Τριάδι Θεού.
Μια μέρα ο Θεός έφερε τα βήματά της στον τόπο όπου δίδασκε ένας σοφός διάκονος της Εκκλησίας της Αντιοχείας, ο Πραΰλιος. Άκουσε με θαυμασμό όσα έλεγε εκείνος για τα μεγάλα μυστήρια της αγάπης του Θεού. Η ψυχή της Ιούστας σαν «γη αγαθή» δεχόταν τον «σπόρον» της αληθείας. Θέλησε να μεταδώσει και στη μητέρα της Κληδονία την αληθινή πίστη. Εκείνη όμως, μόλις της μίλησε σχετικά, αντιστάθηκε και την συμβούλεψε να προσέξει μη μάθη τίποτε ο πατέρας της. Αλλ’ η Ιούστα ήθελε να οδηγηθεί και ο πατέρας της στην ορθή πίστη. Συνέχισε λοιπόν να ομιλεί στη μητέρα της και σιγά σιγά εκείνη υποχωρούσε. Άκουγε πια χωρίς να φέρνει αντιρρήσεις. Και μια νύχτα είπε στον άνδρα της όσα της δίδαξε η κόρη της. Ο Αιδέσιος, αν και ήταν όπως είπαμε ιερέας των ειδώλων, δεν θύμωσε αλλά έμεινε σκεπτικός. Το βράδυ όμως στριφογύριζε στο κρεβάτι του, έχοντας στην σκέψη αυτό το θέμα. Πολύ αργά μπόρεσε να τον πάρει ο ύπνος. Και τότε, ώ θαύμα μέγα, βλέπει τον Χριστό ένδοξο, περιτριγυρισμένο από χιλιάδες αγγέλους, να τον προσκαλεί:
"Ελάτε σε μένα και θα σας χαρίσω την βασιλεία των ουρανών."
Έτσι, μόλις ξημέρωσε, ο Αιδέσιος πήρε τη γυναίκα του Κληδονία και την κόρη του Ιούστα και πήγε στον επίσκοπο των Χριστιανών, τον Οπτάτο, του διηγήθηκε όσα έγιναν κι εκείνος με χαρά τους αξίωσε να βαπτισθούν. Κατόπιν μάλιστα ο Αιδέσιος έγινε πρεσβύτερος, κι έτσι ο πρώην ιερεύς των ειδώλων ήταν τώρα ιερεύς του Χριστού. Η δε Ιούστα είχε αφιερωθεί στον Χριστό, και επάνω στο θεμέλιο της πίστεως έχτιζε τις ανώτερες από χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια αρετές. Ο διάβολος έβλεπε τον εαυτό του να εξευτελίζεται μπρος στην άγια ζωή της παρθένου. Γι’ αυτό και θέλησε να τη μπλέξει στα δίχτυα του.
"Σύ μού έχεις απομείνει μόνη παρηγοριά στη συμφορά, και ελπίζοντας σε σένα δεν έθεσα τέρμα στη ζωή μου. Αν μου δώσεις αυτό πού θέλω, θα σε γεμίσω πλούτη και χρυσάφια, περισσότερα απ’ όσα μπορείς να ελπίσεις."
Ο μεγάλος μάγος τον άκουσε προσεκτικά και, βέβαιος για τη δύναμη του, του υποσχέθηκε ότι γρήγορα θα θεραπεύσει τον πόνο του.
Ο Κυπριανός άνοιξε τα μαγικά βιβλία, τα κείμενα του διαβόλου, και προσκάλεσε ένα απ’ τα πονηρά εκείνα πνεύματα, πού πρόθυμα τον υπηρετούσαν στα τερατώδη έργα του.
Το πονηρό πνεύμα παρουσιάστηκε και ο μάγος του είπε:
"Αν φέρεις γρήγορα αυτό το έργο εις πέρας, θα σού χαρίσω μεγάλα δώρα και θα σε τιμώ περισσότερο από τα άλλα δαιμόνια."Γέλασε αλαζονικά το πονηρό πνεύμα και απάντησε με πολύ κομπασμό:
"Τόσες φορές έσεισα ολόκληρες πόλεις, τόσες φορές σήκωσα οπλισμένο χέρι παιδιού για να σκοτώσει τον πατέρα του, έσπειρα μίσος άσπονδο ανάμεσα σ’ αδέρφια και ανδρόγυνα και μοναχούς πού ασκήτευαν στα όρη με νηστεία και εγκράτεια κατάφερα και τους έριξα στις σαρκικές ηδονές. Αλλά γιατί να πολυλογώ; Τώρα αμέσως θα δείξω τι είμαι. Κι αν δεν γίνει αυτό πού θέλεις, να μη εμφανιστώ ξανά μπροστά σου και για ανίκανο να μ’ έχεις πια."
Ο Κυπριανός έδωσε στο δαιμόνιο ένα βάζο γεμάτο μαγικό υγρό, και του είπε:
"Πάρε αυτό το βάζο και ράντισε το σπίτι της παρθένου. Αυτό θα βοηθήσει πολύ. Πήγαινε λοιπόν, και σε περιμένω."
Έφυγε το πνεύμα και ο μάγος κάθισε άγρυπνος για το αποτέλεσμα. Εκείνη τη νύχτα, όπως πάντοτε, η Ιούστα σηκώθηκε για να προσευχηθεί. Και τότε το πονηρό πνεύμα,με τη δύναμη του μαγικού υγρού, πού μ’ αυτό είχε ραντίσει το σπίτι, προσπάθησε να της ανάψει δυνατούς σαρκικούς πειρασμούς και έτσι να τη σύρει στις ηδονές. Η παρθένος ένιωθε τη φοβερή επίθεση των πειρασμών, αλλά όσο εκείνοι άναβαν, τόσο αυτή δυνάμωνε την προσευχή της. Το πονηρό πνεύμα εξακολουθούσε με λύσσα να επιμένει, ώσπου η Ιούστα έκανε το σημείο του Σταυρού. Και τότε, το αλαζονικό δαιμόνιο πού τόσο καυχιόταν για τη δύναμη του, τρομαγμένο και ντροπιασμένο έφυγε, μη αντέχοντας να βλέπει το σημείο της νίκης του Χριστού!
Δειλά παρουσιάστηκε στον Κυπριανό και προσπαθούσε με ψέματα να ξεφύγει την ομολογία της ήττας του. Όμως ο Κυπριανός επέμενε στις ερωτήσεις και έτσι το πνεύμα αναγκάστηκε να φανερώσει ότι νικήθηκε:
"Είδα κάποιο σημείο και έφριξα και δεν μπορούσα να αντέξω τη δύναμη του."
Ο Κυπριανός έδιωξε με περιφρόνηση το δαιμόνιο και κάλεσε άλλο πολύ ισχυρότερο. Πήγε κι εκείνο, αλλά νικημένο με τον ίδιο τρόπο γύρισε ντροπιασμένο στον Κυπριανό. Τότε πια ο μάγος κάλεσε τον πατέρα και άρχοντα των δαιμόνων. Ήρθε εκείνος με πολλή έπαρση και απείλησε ότι θα τιμωρήσει σκληρά τα δύο άλλα δαιμόνια για την ανικανότητα τους. Στον μάγο έδωσε θάρρος και του είπε να μη στεναχωριέται, γιατί αυτός θα πετύχει το ποθούμενο. Παίρνει ο δαίμονας μορφή κόρης και πηγαίνει στην Ιούστα. Η παρθένος δεν κατάλαβε τη νέα πανουργία και άρχισε συζήτηση με την άγνωστη κόρη, πού φαινόταν πολύ ευσεβής.
Ποιός μπορούσε να ξεφύγει απ’ τα τεχνάσματα του Μάγου Κυπριανού; Αφού οι δύστυχοι άνθρωποι βρίσκονταν μέσα στην ψεύτικη πίστη των ειδώλων, αφού οι ίδιοι λάτρευαν τα δαιμόνια, πώς να μη βρίσκονται κάτω από την εξουσία τους; Πώς να μη βρίσκονται κάτω από την εξουσία του αντιπροσώπου τους, του μάγου Κυπριανού;
Αλλ’ όμως στην Αντιόχεια δεν υπήρχαν μόνο ειδωλολάτρη Στην πόλη αυτή, όπως και σ’ όλες τις πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως σ’ όλη την οικουμένη το φώς της αληθινής πίστεως είχε λάμψει στις Καρδιές χιλιάδων ανθρώπων και το αίμα του Χριστού, πού χύθηκε πάνω στο Σταυρό, είχε γίνει λύτρο για να εξαγορασθούν οι άνθρωποι από την αιχμαλωσία του διαβόλου. Και σ’ αυτούς (τους Χριστιανούς) δεν είχαν εξουσία τα δαιμόνια του μάγου Κυπριανού.
Ο ίδιος όμως, βυθισμένος μέσα στα σκοτεινά βιβλία της μαγείας, στα επινοήματα αυτά του ψεύδους, δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι ο Θεός πού λάτρευαν οι Χριστιανοί, ο σταυρωμένος Χριστός, θα ήταν δυνατότερος απ’ τα δαιμόνια. Βρισκόταν ο δύστυχος μέσα στην πλάνη, χωρίς να το ξέρη. Γιατί ο διάβολος κρατεί και τους δικούς του υπηρέτες μέσα στην πλάνη. Γιατί αν γνώριζαν την αλήθεια θα τον παρατούσαν και θα γίνονταν δούλοι του αληθινού Θεού. Στην Αντιόχεια ζούσε και μία παρθένος, Ιούστα ήταν τ’ όνομά της, κόρη του Αιδεσίου και της Κληδονίας. Και αυτή και οι γονείς της βρίσκονταν μέσα στην πλάνη των ειδώλων, όπως οι περισσότεροι κάτοικοι της Αντιοχείας. Ο Αιδέσιος μάλιστα ήταν ιερέας των ειδώλων. Όσο όμως η Ιούστα μεγάλωνε, τόσο περισσότερο ένοιωθε ότι τα είδωλα πού λάτρευαν δεν είχαν θεϊκή δύναμη και ότι άλλος είναι ο αληθινός Θεός. Η ψυχή της προετοιμαζόταν έτσι να δεχτή το φωτισμό της αληθείας και της επιγνώσεως του μόνου εν Τριάδι Θεού.
Μια μέρα ο Θεός έφερε τα βήματά της στον τόπο όπου δίδασκε ένας σοφός διάκονος της Εκκλησίας της Αντιοχείας, ο Πραΰλιος. Άκουσε με θαυμασμό όσα έλεγε εκείνος για τα μεγάλα μυστήρια της αγάπης του Θεού. Η ψυχή της Ιούστας σαν «γη αγαθή» δεχόταν τον «σπόρον» της αληθείας. Θέλησε να μεταδώσει και στη μητέρα της Κληδονία την αληθινή πίστη. Εκείνη όμως, μόλις της μίλησε σχετικά, αντιστάθηκε και την συμβούλεψε να προσέξει μη μάθη τίποτε ο πατέρας της. Αλλ’ η Ιούστα ήθελε να οδηγηθεί και ο πατέρας της στην ορθή πίστη. Συνέχισε λοιπόν να ομιλεί στη μητέρα της και σιγά σιγά εκείνη υποχωρούσε. Άκουγε πια χωρίς να φέρνει αντιρρήσεις. Και μια νύχτα είπε στον άνδρα της όσα της δίδαξε η κόρη της. Ο Αιδέσιος, αν και ήταν όπως είπαμε ιερέας των ειδώλων, δεν θύμωσε αλλά έμεινε σκεπτικός. Το βράδυ όμως στριφογύριζε στο κρεβάτι του, έχοντας στην σκέψη αυτό το θέμα. Πολύ αργά μπόρεσε να τον πάρει ο ύπνος. Και τότε, ώ θαύμα μέγα, βλέπει τον Χριστό ένδοξο, περιτριγυρισμένο από χιλιάδες αγγέλους, να τον προσκαλεί:
"Ελάτε σε μένα και θα σας χαρίσω την βασιλεία των ουρανών."
Έτσι, μόλις ξημέρωσε, ο Αιδέσιος πήρε τη γυναίκα του Κληδονία και την κόρη του Ιούστα και πήγε στον επίσκοπο των Χριστιανών, τον Οπτάτο, του διηγήθηκε όσα έγιναν κι εκείνος με χαρά τους αξίωσε να βαπτισθούν. Κατόπιν μάλιστα ο Αιδέσιος έγινε πρεσβύτερος, κι έτσι ο πρώην ιερεύς των ειδώλων ήταν τώρα ιερεύς του Χριστού. Η δε Ιούστα είχε αφιερωθεί στον Χριστό, και επάνω στο θεμέλιο της πίστεως έχτιζε τις ανώτερες από χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια αρετές. Ο διάβολος έβλεπε τον εαυτό του να εξευτελίζεται μπρος στην άγια ζωή της παρθένου. Γι’ αυτό και θέλησε να τη μπλέξει στα δίχτυα του.
Ο νεαρός ειδωλολάτρης Αγλαΐδας.
Ήταν στην Αντιόχεια κάποιος νεαρός ειδωλολάτρης από αριστοκρατική οικογένεια, πλούσιος και όμορφος, ο Αγλαΐδας. Σ’ αυτό τον ακόλαστο νέο άναψε ο διάβολος αμαρτωλό πόθο για τη σεμνή Ιούστα. Την έβλεπε πού πήγαινε στην Εκκλησία και θαύμαζε την ωραιότητα της. Άρχισε να παραφυλάγει στους δρόμους απ’ όπου εκείνη περνούσεκαι να την ενοχλεί με άπρεπα λόγια. Έκπληκτος όμως έβλεπε ότι η Χριστιανή κόρη έμενε σοβαρή κι ακλόνητη και δεν παρασυρόταν στα δίχτυα του. Άκουγε ο Αγλαΐδας για τον μεγάλο Κυπριανό. Ήξερε ότι πετύχαινε θαυμαστά κατορθώματα με τη δύναμη των δαιμόνων. Σ’ αυτόν λοιπόν έπρεπε να καταφυγή και να ζητήσει τη βοήθειά του. Έτσι ο Αγλαΐδας έρχεται στον Κυπριανό και του διηγείται τα παθήματά του και ότι η παρθένος στάθηκε ισχυρότερη από τα τεχνάσματά του. Στο τέλος τον παρακάλεσε:"Σύ μού έχεις απομείνει μόνη παρηγοριά στη συμφορά, και ελπίζοντας σε σένα δεν έθεσα τέρμα στη ζωή μου. Αν μου δώσεις αυτό πού θέλω, θα σε γεμίσω πλούτη και χρυσάφια, περισσότερα απ’ όσα μπορείς να ελπίσεις."
Ο μεγάλος μάγος τον άκουσε προσεκτικά και, βέβαιος για τη δύναμη του, του υποσχέθηκε ότι γρήγορα θα θεραπεύσει τον πόνο του.
Ο Κυπριανός άνοιξε τα μαγικά βιβλία, τα κείμενα του διαβόλου, και προσκάλεσε ένα απ’ τα πονηρά εκείνα πνεύματα, πού πρόθυμα τον υπηρετούσαν στα τερατώδη έργα του.
Το πονηρό πνεύμα παρουσιάστηκε και ο μάγος του είπε:
"Αν φέρεις γρήγορα αυτό το έργο εις πέρας, θα σού χαρίσω μεγάλα δώρα και θα σε τιμώ περισσότερο από τα άλλα δαιμόνια."Γέλασε αλαζονικά το πονηρό πνεύμα και απάντησε με πολύ κομπασμό:
"Τόσες φορές έσεισα ολόκληρες πόλεις, τόσες φορές σήκωσα οπλισμένο χέρι παιδιού για να σκοτώσει τον πατέρα του, έσπειρα μίσος άσπονδο ανάμεσα σ’ αδέρφια και ανδρόγυνα και μοναχούς πού ασκήτευαν στα όρη με νηστεία και εγκράτεια κατάφερα και τους έριξα στις σαρκικές ηδονές. Αλλά γιατί να πολυλογώ; Τώρα αμέσως θα δείξω τι είμαι. Κι αν δεν γίνει αυτό πού θέλεις, να μη εμφανιστώ ξανά μπροστά σου και για ανίκανο να μ’ έχεις πια."
Ο Κυπριανός έδωσε στο δαιμόνιο ένα βάζο γεμάτο μαγικό υγρό, και του είπε:
"Πάρε αυτό το βάζο και ράντισε το σπίτι της παρθένου. Αυτό θα βοηθήσει πολύ. Πήγαινε λοιπόν, και σε περιμένω."
Έφυγε το πνεύμα και ο μάγος κάθισε άγρυπνος για το αποτέλεσμα. Εκείνη τη νύχτα, όπως πάντοτε, η Ιούστα σηκώθηκε για να προσευχηθεί. Και τότε το πονηρό πνεύμα,με τη δύναμη του μαγικού υγρού, πού μ’ αυτό είχε ραντίσει το σπίτι, προσπάθησε να της ανάψει δυνατούς σαρκικούς πειρασμούς και έτσι να τη σύρει στις ηδονές. Η παρθένος ένιωθε τη φοβερή επίθεση των πειρασμών, αλλά όσο εκείνοι άναβαν, τόσο αυτή δυνάμωνε την προσευχή της. Το πονηρό πνεύμα εξακολουθούσε με λύσσα να επιμένει, ώσπου η Ιούστα έκανε το σημείο του Σταυρού. Και τότε, το αλαζονικό δαιμόνιο πού τόσο καυχιόταν για τη δύναμη του, τρομαγμένο και ντροπιασμένο έφυγε, μη αντέχοντας να βλέπει το σημείο της νίκης του Χριστού!
Δειλά παρουσιάστηκε στον Κυπριανό και προσπαθούσε με ψέματα να ξεφύγει την ομολογία της ήττας του. Όμως ο Κυπριανός επέμενε στις ερωτήσεις και έτσι το πνεύμα αναγκάστηκε να φανερώσει ότι νικήθηκε:
"Είδα κάποιο σημείο και έφριξα και δεν μπορούσα να αντέξω τη δύναμη του."
Ο Κυπριανός έδιωξε με περιφρόνηση το δαιμόνιο και κάλεσε άλλο πολύ ισχυρότερο. Πήγε κι εκείνο, αλλά νικημένο με τον ίδιο τρόπο γύρισε ντροπιασμένο στον Κυπριανό. Τότε πια ο μάγος κάλεσε τον πατέρα και άρχοντα των δαιμόνων. Ήρθε εκείνος με πολλή έπαρση και απείλησε ότι θα τιμωρήσει σκληρά τα δύο άλλα δαιμόνια για την ανικανότητα τους. Στον μάγο έδωσε θάρρος και του είπε να μη στεναχωριέται, γιατί αυτός θα πετύχει το ποθούμενο. Παίρνει ο δαίμονας μορφή κόρης και πηγαίνει στην Ιούστα. Η παρθένος δεν κατάλαβε τη νέα πανουργία και άρχισε συζήτηση με την άγνωστη κόρη, πού φαινόταν πολύ ευσεβής.
Εκείνη λοιπόν της είπε ότι ήθελε να μείνει μαζί της και να ασκηθεί στην παρθενία:
"Έχω τον ίδιο πόθο για την παρθενία, πού έχεις και σύ, αλλά θέλω να μου πεις ποιά ανταμοιβή θα πάρω απ’ τον Θεό για τη ζωή της παρθενίας, πού χρειάζεται τόσους αγώνες."
Η Ιούστα της μίλησε για τους στεφάνους πού θα λάβουν απ’ το Χριστό, αν νικήσουν στον αγώνα. Κι ενώ της έλεγε αυτά, η κόρη εκείνη (δηλαδή ο δαίμονας) άρχισε να εγκωμιάζει στην παρθένο τη συζυγική ζωή. Κι αυτά πού της έλεγε ήταν λόγια πού φαίνονταν σωστά και σοφά και θα μπορούσαν να παραπλανήσουν ένα απρόσεκτο μοναχό. Αλλά η Ιούστα κατάλαβε ότι όλα αυτά ήταν συμβουλές του διαβόλου, υποψιάστηκε τί κρύβεται κάτω απ’ τη μορφή της κόρης εκείνης, και έκανε το σημείο του Σταυρού. Στη στιγμή η κόρη εξαφανίστηκε: Ο δαίμονας δεν μπόρεσε ν’ αντέξει!
Έτσι, αυτός πού είχε καυχηθεί περισσότερο απ’ όλους ήρθε καταντροπιασμένος στον Κυπριανό. Έκπληκτος εκείνος τον ρώτησε:
"Και σύ, πού είσαι τόσο μεγάλος, βρέθηκες μικρότερος απ’ αυτή την κόρη; Πού στηρίζεται και μπορεί να κάνη τόσο μεγάλα κατορθώματα ενάντια σε σας τους μεγάλους;"
Τότε ο δαίμονας αναγκάστηκε να ομολογήσει:
"Δεν υποφέρουμε το σημείο του Σταυρού. Πριν το δούμε να σχηματίζεται ολόκληρο φεύγουμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα."
Ο πατέρας του ψεύδους είπε την αλήθεια! Ο Σταυρός, «ό φύλαξ πάσης της οικουμένης», είναι εκείνος πού μπροστά του τρέμουν οι στρατιές των δαιμόνων! Έφυγε ντροπιασμένος ο δαίμονας απ’ το δωμάτιο του Κυπριανού. Κι έμεινε αυτός ταπεινωμένος και συντριμμένος. Ο μεγάλος μάγος, πού νόμιζε ότι όλα τα είχε στα χέρια του, διαπίστωνε τώρα ότι τα φοβερά δαιμόνια φοβούνται και τρέμουν το σύμβολο του σταυρωμένου αρχηγού των Χριστιανών. Πόση είναι η αγάπη του πανεύσπλαγχνου Θεού, βρήκε τρόπο να φωτίσει τη σκοτισμένη ψυχή του μάγου. Κι έτσι ο σατανάς, πού ήθελε να παρασύρει την Ιούστα στην αμαρτία, όχι μόνο απέτυχε, αλλά έχασε και τον δικό του υπηρέτη, τον Κυπριανό.
Η πρώτη απόφαση του μετανιωμένου μάγου ήταν να κάψει τα μαγικά βιβλία, τις πηγές αυτές των κακών. Αλλά ήθελε να τα κάψει μπροστά σε όλους, για να διακηρύξει έτσι την απάτη των δαιμόνων. Ο Κυπριανός με ταπείνωση ομολόγησε ότι η δύναμη του Χριστού είναι ανίκητη και ότι το διδάχτηκε αυτό από την Ιούστα, πού έτρεψε σε φυγή τους δαίμονες. Σαν απόδειξη των λόγων του, παρέδωσε στον επίσκοπο τα βιβλία να τα κάψει, ώστε να γνωρίσουν έτσι οι δαίμονες ότι δεν έχει πια τίποτε κοινό μαζί τους. Τότε ο επίσκοπος πίστεψε ότι ο Κυπριανός είχε μετανοήσει και τον ευλόγησε. Κατόπιν έβαλε φωτιά στα δαιμονικά βιβλία.
Δεύτερο δείγμα της μετανοίας του Κυπριανού υπήρξε η καταστροφή των ειδώλων πού είχε στο σπίτι του. Όλα εκείνα τα μαρμάρινα αγάλματα των δαιμονίων τα έκανε συντρίμμια και τα πέταξε μακριά, ώστε να μη μένη στο σπίτι του κανένα απομεινάρι της δαιμονικής λατρείας. Όμως η μετανιωμένη του καρδιά δεν μπορούσε να ξελαφρώσει μόνο μ’ αυτά. Γι’ αυτό έκλαιγε με πόνο για την προηγούμενη ζωή του, και απ’ τα βάθη της ψυχής του η προσευχή ολόθερμη ανέβαινε στο θρόνο του Θεού για να ζητήσει το έλεος Του. Η ταπείνωση του ήταν τέτοια, πού δεν ικέτευε με τα χείλη, αλλά με αλάλητους στεναγμούς. Αλλ’ όποιος ταπεινώνεται μόνος του, εκείνος εξυψώνεται. Γι’ αυτό και ο Κυπριανός, ελεημένος απ’ τη χάρη του Θεού, έγινε μέγας. Μέγας και ξακουστός ήταν όταν υπηρετούσε τον σατανά, πολύ μεγαλύτερος και ενδοξότερος έγινε υπηρετώντας τον Θεό.
Πλησίαζε η εορτή του Πάσχα. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου ο Κυπριανός πήγε στην εκκλησία και στεκόταν στο νάρθηκα μαζί με τους κατηχουμένους. Ο σοφός Άνθιμος βάφτισε εκείνη την ημέρα τον Κυπριανό. Τον καλεί λοιπόν, του διδάσκει όσα ακόμη έπρεπε να μάθη απ’ τις αλήθειες της πίστεως και τον αξιώνει να λάβει θείον βάπτισμα. Μετά απ’ αυτό, την όγδοη μέρα τον έκανε ιεροκήρυκα, την εικοστή τον χειροτόνησε υποδιάκονο και την τριακοστή τον χειροτόνησε διάκονο.
Η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό έγινε αίτια σε πολλούς ειδωλολάτρες ν’ αφήσουν τη λατρεία των ειδώλων και ν’ ακολουθήσουν τη μόνη αληθινή πίστη. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο νέος εκείνος πού είχε καταφύγει στη μαγική τέχνη του Κυπριανού για να παρασύρει την Ιούστα, ο Αγλαΐδας.
Έπειτα από ένα χρόνο ο επίσκοπος Άνθιμος χειροτόνησε τον Κυπριανό πρεσβύτερο.
Όταν κηρύχτηκε ο μεγάλος διωγμός των Χριστιανών από τον Διοκλητιανό, ειδωλολάτρες κατήγγειλαν τον Κυπριανό ότι με τα λόγια του μεταστρέφει όλους στη θρησκεία του Χριστού. Του είπαν και την ιστορία της Ιουστίνης. Τότε ο κόμης της ανατολής Ευτόλμιος διέταξε να τους συλλάβουν.Οδηγήθηκαν λοιπόν και οι δύο μπροστά του στην Δαμασκό και με οργή ρώτησε τον Κυπριανό:
"Σύ είσαι ο διδάσκαλος των Χριστιανών, πού συνταράζεις αυτούς πού σέβονται τούς θεούς μας; Σύ είσαι πού αλλάζεις ο ίδιος απ’ τη μια γνώμη στην άλλη; Σύ δεν ήσουν πού είχες οδηγήσει πρώτα πολλούς στη λατρεία των θεών; Γιατί κατόπιν άλλαξες και προτίμησες να απατάς τούς ανθρώπους κηρύττοντάς τους τον σταυρωμένο Ιησού;"
Ο Άγιος με πολλή ηρεμία του απάντησε:
"Εγώ, όπως είπες και σύ ο ίδιος, πιστεύοντας με θέρμη στους πολλούς θεούς και με ζήλο μελετώντας τα βιβλία της μαγείας δεν κατάφερα να κερδίσω καμιά ωφέλεια. Ενώ λοιπόν ξόδευα τον καιρό μου στους μάταιους εκείνους κόπους, με λυπήθηκε ο αληθινός Θεός και μου έστειλε την παρθένο αυτή σαν οδηγό στο δρόμο προς Αυτόν. Τί έπρεπε λοιπόν να κάνω; Πες μου σύ πού τώρα με δικάζεις: Να εξετάσω τί είναι αυτή η δύναμη του Χριστού, πού την τρέμουν οι δαίμονες, ή να συνεχίσω να ακολουθώ την προηγούμενη πίστη μου; Εγώ λοιπόν ζήτησα να μάθω, και τότε φώς γνώσεως έλαμψε στην καρδιά μου. Έμαθα ότι τα είδωλα είναι απάτη και ψευδός και ένας μόνον υπάρχει αληθινός Θεός, πού σώζει όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν."
"Έχω τον ίδιο πόθο για την παρθενία, πού έχεις και σύ, αλλά θέλω να μου πεις ποιά ανταμοιβή θα πάρω απ’ τον Θεό για τη ζωή της παρθενίας, πού χρειάζεται τόσους αγώνες."
Η Ιούστα της μίλησε για τους στεφάνους πού θα λάβουν απ’ το Χριστό, αν νικήσουν στον αγώνα. Κι ενώ της έλεγε αυτά, η κόρη εκείνη (δηλαδή ο δαίμονας) άρχισε να εγκωμιάζει στην παρθένο τη συζυγική ζωή. Κι αυτά πού της έλεγε ήταν λόγια πού φαίνονταν σωστά και σοφά και θα μπορούσαν να παραπλανήσουν ένα απρόσεκτο μοναχό. Αλλά η Ιούστα κατάλαβε ότι όλα αυτά ήταν συμβουλές του διαβόλου, υποψιάστηκε τί κρύβεται κάτω απ’ τη μορφή της κόρης εκείνης, και έκανε το σημείο του Σταυρού. Στη στιγμή η κόρη εξαφανίστηκε: Ο δαίμονας δεν μπόρεσε ν’ αντέξει!
Έτσι, αυτός πού είχε καυχηθεί περισσότερο απ’ όλους ήρθε καταντροπιασμένος στον Κυπριανό. Έκπληκτος εκείνος τον ρώτησε:
"Και σύ, πού είσαι τόσο μεγάλος, βρέθηκες μικρότερος απ’ αυτή την κόρη; Πού στηρίζεται και μπορεί να κάνη τόσο μεγάλα κατορθώματα ενάντια σε σας τους μεγάλους;"
Τότε ο δαίμονας αναγκάστηκε να ομολογήσει:
"Δεν υποφέρουμε το σημείο του Σταυρού. Πριν το δούμε να σχηματίζεται ολόκληρο φεύγουμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα."
Ο πατέρας του ψεύδους είπε την αλήθεια! Ο Σταυρός, «ό φύλαξ πάσης της οικουμένης», είναι εκείνος πού μπροστά του τρέμουν οι στρατιές των δαιμόνων! Έφυγε ντροπιασμένος ο δαίμονας απ’ το δωμάτιο του Κυπριανού. Κι έμεινε αυτός ταπεινωμένος και συντριμμένος. Ο μεγάλος μάγος, πού νόμιζε ότι όλα τα είχε στα χέρια του, διαπίστωνε τώρα ότι τα φοβερά δαιμόνια φοβούνται και τρέμουν το σύμβολο του σταυρωμένου αρχηγού των Χριστιανών. Πόση είναι η αγάπη του πανεύσπλαγχνου Θεού, βρήκε τρόπο να φωτίσει τη σκοτισμένη ψυχή του μάγου. Κι έτσι ο σατανάς, πού ήθελε να παρασύρει την Ιούστα στην αμαρτία, όχι μόνο απέτυχε, αλλά έχασε και τον δικό του υπηρέτη, τον Κυπριανό.
Η πρώτη απόφαση του μετανιωμένου μάγου ήταν να κάψει τα μαγικά βιβλία, τις πηγές αυτές των κακών. Αλλά ήθελε να τα κάψει μπροστά σε όλους, για να διακηρύξει έτσι την απάτη των δαιμόνων. Ο Κυπριανός με ταπείνωση ομολόγησε ότι η δύναμη του Χριστού είναι ανίκητη και ότι το διδάχτηκε αυτό από την Ιούστα, πού έτρεψε σε φυγή τους δαίμονες. Σαν απόδειξη των λόγων του, παρέδωσε στον επίσκοπο τα βιβλία να τα κάψει, ώστε να γνωρίσουν έτσι οι δαίμονες ότι δεν έχει πια τίποτε κοινό μαζί τους. Τότε ο επίσκοπος πίστεψε ότι ο Κυπριανός είχε μετανοήσει και τον ευλόγησε. Κατόπιν έβαλε φωτιά στα δαιμονικά βιβλία.
Δεύτερο δείγμα της μετανοίας του Κυπριανού υπήρξε η καταστροφή των ειδώλων πού είχε στο σπίτι του. Όλα εκείνα τα μαρμάρινα αγάλματα των δαιμονίων τα έκανε συντρίμμια και τα πέταξε μακριά, ώστε να μη μένη στο σπίτι του κανένα απομεινάρι της δαιμονικής λατρείας. Όμως η μετανιωμένη του καρδιά δεν μπορούσε να ξελαφρώσει μόνο μ’ αυτά. Γι’ αυτό έκλαιγε με πόνο για την προηγούμενη ζωή του, και απ’ τα βάθη της ψυχής του η προσευχή ολόθερμη ανέβαινε στο θρόνο του Θεού για να ζητήσει το έλεος Του. Η ταπείνωση του ήταν τέτοια, πού δεν ικέτευε με τα χείλη, αλλά με αλάλητους στεναγμούς. Αλλ’ όποιος ταπεινώνεται μόνος του, εκείνος εξυψώνεται. Γι’ αυτό και ο Κυπριανός, ελεημένος απ’ τη χάρη του Θεού, έγινε μέγας. Μέγας και ξακουστός ήταν όταν υπηρετούσε τον σατανά, πολύ μεγαλύτερος και ενδοξότερος έγινε υπηρετώντας τον Θεό.
Πλησίαζε η εορτή του Πάσχα. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου ο Κυπριανός πήγε στην εκκλησία και στεκόταν στο νάρθηκα μαζί με τους κατηχουμένους. Ο σοφός Άνθιμος βάφτισε εκείνη την ημέρα τον Κυπριανό. Τον καλεί λοιπόν, του διδάσκει όσα ακόμη έπρεπε να μάθη απ’ τις αλήθειες της πίστεως και τον αξιώνει να λάβει θείον βάπτισμα. Μετά απ’ αυτό, την όγδοη μέρα τον έκανε ιεροκήρυκα, την εικοστή τον χειροτόνησε υποδιάκονο και την τριακοστή τον χειροτόνησε διάκονο.
Η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό έγινε αίτια σε πολλούς ειδωλολάτρες ν’ αφήσουν τη λατρεία των ειδώλων και ν’ ακολουθήσουν τη μόνη αληθινή πίστη. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο νέος εκείνος πού είχε καταφύγει στη μαγική τέχνη του Κυπριανού για να παρασύρει την Ιούστα, ο Αγλαΐδας.
Έπειτα από ένα χρόνο ο επίσκοπος Άνθιμος χειροτόνησε τον Κυπριανό πρεσβύτερο.
Ο Χριστιανός πλέον Κυπριανός
γίνεται Επίσκοπος.
Τόσο θαύμαζαν την αγιότητα της ζωής του και τα θαύματα πού επιτελούσε, ώστε όταν μετά δέκα χρόνια ο αγαθός εκείνος επίσκοπος Άνθιμος παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, έγινε επίσκοπος της Αντιοχείας της Πισιδίας ο Κυπριανός. Από τις πρώτες πράξεις του Κυπριανού μόλις έγινε επίσκοπος ήταν να χειροτονήσει την Ιούστα διακόνισσα (τα παλιά τα χρόνια υπήρχε και τέτοιο εκκλησιαστικό αξίωμα). Της άλλαξε και το όνομα σε Ιουστίνα και την έβαλε ηγουμένη στο γυναικείο ασκητήριο της περιοχής εκείνης. Με την σοφία και την αγιότητα του προσείλκυσε πολλούς στον Χριστιανισμό.
Το μαρτύριο των αγίων,
Κυπριανού και Ιουστίνης.
"Σύ είσαι ο διδάσκαλος των Χριστιανών, πού συνταράζεις αυτούς πού σέβονται τούς θεούς μας; Σύ είσαι πού αλλάζεις ο ίδιος απ’ τη μια γνώμη στην άλλη; Σύ δεν ήσουν πού είχες οδηγήσει πρώτα πολλούς στη λατρεία των θεών; Γιατί κατόπιν άλλαξες και προτίμησες να απατάς τούς ανθρώπους κηρύττοντάς τους τον σταυρωμένο Ιησού;"
Ο Άγιος με πολλή ηρεμία του απάντησε:
"Εγώ, όπως είπες και σύ ο ίδιος, πιστεύοντας με θέρμη στους πολλούς θεούς και με ζήλο μελετώντας τα βιβλία της μαγείας δεν κατάφερα να κερδίσω καμιά ωφέλεια. Ενώ λοιπόν ξόδευα τον καιρό μου στους μάταιους εκείνους κόπους, με λυπήθηκε ο αληθινός Θεός και μου έστειλε την παρθένο αυτή σαν οδηγό στο δρόμο προς Αυτόν. Τί έπρεπε λοιπόν να κάνω; Πες μου σύ πού τώρα με δικάζεις: Να εξετάσω τί είναι αυτή η δύναμη του Χριστού, πού την τρέμουν οι δαίμονες, ή να συνεχίσω να ακολουθώ την προηγούμενη πίστη μου; Εγώ λοιπόν ζήτησα να μάθω, και τότε φώς γνώσεως έλαμψε στην καρδιά μου. Έμαθα ότι τα είδωλα είναι απάτη και ψευδός και ένας μόνον υπάρχει αληθινός Θεός, πού σώζει όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν."
Ο κόμης μόλις τ' άκουσε αυτά εξοργίστηκε και διέταξε να τον σηκώσουν ψηλά με σκοινιά και να τον γδέρνουν σιγά - σιγά. Για την Ιουστίνα διέταξε να την μαστιγώσουν στο πρόσωπο και στα μάτια.
Η Ιουστίνα καθώς την χτυπούσαν δόξαζε τον Θεό λέγοντας:
"Δόξα Σοι ο Θεός, πού με δέχτηκες την ανάξια και με αξίωσες να πάθω για το όνομά Σου.
Και ο Κυπριανός έλεγε στον κόμητα:
"Γιατί τόσο έχεις παραφρονήσει ώστε να γίνεις ανάξιος της βασιλείας των ουρανών, για την όποια εγώ, όπως βλέπεις, προτιμώ να πάθω οτιδήποτε; Δεν θα συνέλθεις; Δεν θα ανοίξεις τα μάτια σου; Δεν θα γνωρίσεις που είναι το αληθινό φώς, ώστε να βαδίσεις προς αυτό αφήνοντας το σκοτάδι"
Αλλά τα λόγια αυτά φούντωσαν το θυμό του κόμητος και λέγει στον Κυπριανό:
"Αν σου φαίνεται ότι γίνομαι αίτιος να κερδίσεις αθάνατη βασιλεία, τότε θα σου πολλαπλασιάσω την τιμωρία, και βέβαια θα μου οφείλεις χάρη για την ευεργεσία πού σου κάνω." Μετά από λίγες ημέρες δεύτερο βασανιστήριο περίμενε τους Αγίους. Ο κόμης έδωσε εντολή να βράζουν υλικά και να μπουν μέσα οι Άγιοι. Προχώρησε πρώτος ο Κυπριανός με θάρρος και τον ακολούθησε η Ιουστίνα. Την είδε όμως πού βάδιζε σιγά και κατάλαβε ότι είχε κάπως δειλιάσει βλέποντας τη φωτιά. Γι’ αυτό της υπενθύμισε τα παλιά της κατορθώματα, πού είχε κατατροπώσει τούς δαίμονες και αυτόν τον ίδιο τον έφερε στην αληθινή πίστη. Αφού έτσι της έδωσε θάρρος, κάνοντας και οι δύο το σημείο του Σταυρού πήδησαν στο πυρακτωμένο τηγάνι, όπου έβραζαν η πίσσα, το λίπος και το κερί. Ώ θαύμα μέγα! Έκθαμβοι οι ειδωλολάτρες τούς είδαν να κάθονται εκεί χωρίς να πάθουν τίποτε. Τούς είδαν να δοξάζουν τον Θεό με χαρούμενα πρόσωπα σαν να βρίσκονταν σε δροσερό τόπο. Αλλά ο κόμης Ευτόλμιος, αντί να πιστέψει στη δύναμη του Χριστού, λυσσασμένος έλεγε ότι αυτά είναι μαγεία.
Τότε έδωσε διαταγή να σταλούν οι δύο Άγιοι στη Νικομήδεια. Έγραψε κι ένα γράμμα στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, όπου του εξηγούσε ότι ο Κυπριανός με την Ιουστίνα δεν δέχτηκαν ν’ αλλάξουν, παρ’ όλα τα βάσανα πού υπέστησαν, γι’ αυτό τούς στέλνει σ’ αυτόν να τούς δικάσει ο ίδιος και η να τούς κάνη να φύγουν από τη μισητή θρησκεία τους ή να τούς επιβάλει τις τιμωρίες πού ικανοποιούν τον Δία και τούς άλλους θεούς.
Όταν ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός διάβασε το γράμμα, με την πείρα πού είχε κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε ο ίδιος να πετύχει περισσότερα από τον Ευτόλμιο. Έκρινε λοιπόν να μη τούς βασανίσει κι αυτός, αλλά να θέση τέλος στην υπόθεση. Έγραψε την καταδικαστική απόφαση:
«Ο Κυπριανός και η Ιουστίνα, επειδή ασέβησαν προς τούς θεούς και δεν πείσθηκαν να αλλάξουν γνώμη ούτε με τιμωρίες, ούτε με υποσχέσεις αγαθών, να υπομείνουν τον διά ξίφους θάνατον».
Καθώς οι στρατιώτες τούς οδηγούσαν για τη θανατική εκτέλεση στον ποταμό Γάλλο, κοντά στη Νικομήδεια, τα πρόσωπά τους έλαμπαν χαρούμενα. Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί εκεί για να παρακολουθήσει τις τελευταίες στιγμές τού τόσο ονομαστού Κυπριανού και της Ιουστίνης.
Όταν έφθασαν στις όχθες του ποταμού Γάλλου, οι Άγιοι προσευχήθηκαν και ζήτησαν απ’ τον Θεό να δωρίσει ειρήνη στην καταδιωκόμενη Εκκλησία Του. Κατόπιν ο Κυπριανός, επειδή σκεφτόταν μήπως δειλιάσει η Ιουστίνα βλέποντάς τον να αποκεφαλίζεται, ζήτησε να θανατώσουν πρώτα εκείνη. Όταν η παρθένος δέχτηκε το στέφανο τού μαρτυρίου από το ξίφος ενός στρατιώτου, χαρούμενος ο Κυπριανός θανατώθηκε κι αυτός διά ξίφους. Οι ψυχές και των δύο πέταξαν στη μακαριότητα τού ουρανού, στο θρόνο τού «Αρνίου του εσφαγμένου», μαζί με τούς άλλους άγιους τού Θεού. Κάποιος ξένος απ’ τη Ρώμη, πού βρισκόταν εκείνες τις μέρες στη Νικομήδεια, Θεόκτιστος ήταν τ’ όνομά του, βλέποντας την γαλήνια όψη του Κυπριανού την ώρα του μαρτυρίου είπε με θαυμασμό:
"Άδικα ο όσιος αυτός άνθρωπος παραδόθηκε σε άτιμο θάνατο."
Αλλά τα λόγια του άκουσε ο Φέλκιος, ο αρχηγός των στρατιωτών, και αμέσως τον κατεβάζει από το άλογό του και τον αποκεφαλίζει. Έτσι και νέος μάρτυρας προστέθηκε στους δύο και τούς συνόδεψε στον ουρανό.
Τα σώματα και των τριών έμειναν άταφα και τα φρουρούσαν στρατιώτες για να μη τα κλέψει κανείς, ώσπου να καταφαγωθούν από όρνια και σκυλιά. Όμως οι ναύτες του πλοίου που ταξίδευε ο Θεόκτιστος, θέλοντας να πάρουν το σώμα του, περίμεναν να βρουν ευκαιρία. Όταν λοιπόν κάποτε ο ύπνος νίκησε τούς φύλακες, κατάφεραν και πήραν τα σώματα των τριών μαρτύρων, τα έφεραν στο πλοίο και αναχώρησαν για τη Ρώμη. Παρέδωσαν εκεί τα μαρτυρικά σώματα, σαν πολύτιμους θησαυρούς, σε μια ευγενή Ρωμαία χριστιανή, την ευσεβέστατη ματρώνα Ρουφίνα, απ’ τη γενιά του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Εκείνη με πολύ σεβασμό τα τοποθέτησε σε πολυτελή θήκη και έχτισε ναό προς τιμή τους μέσα στη Ρώμη, κοντά στην «Αγορά του Κλαυδίου», πού έγινε προσκύνημα των ευλαβών Χριστιανών.
Η Ιουστίνα καθώς την χτυπούσαν δόξαζε τον Θεό λέγοντας:
"Δόξα Σοι ο Θεός, πού με δέχτηκες την ανάξια και με αξίωσες να πάθω για το όνομά Σου.
Και ο Κυπριανός έλεγε στον κόμητα:
"Γιατί τόσο έχεις παραφρονήσει ώστε να γίνεις ανάξιος της βασιλείας των ουρανών, για την όποια εγώ, όπως βλέπεις, προτιμώ να πάθω οτιδήποτε; Δεν θα συνέλθεις; Δεν θα ανοίξεις τα μάτια σου; Δεν θα γνωρίσεις που είναι το αληθινό φώς, ώστε να βαδίσεις προς αυτό αφήνοντας το σκοτάδι"
Αλλά τα λόγια αυτά φούντωσαν το θυμό του κόμητος και λέγει στον Κυπριανό:
"Αν σου φαίνεται ότι γίνομαι αίτιος να κερδίσεις αθάνατη βασιλεία, τότε θα σου πολλαπλασιάσω την τιμωρία, και βέβαια θα μου οφείλεις χάρη για την ευεργεσία πού σου κάνω." Μετά από λίγες ημέρες δεύτερο βασανιστήριο περίμενε τους Αγίους. Ο κόμης έδωσε εντολή να βράζουν υλικά και να μπουν μέσα οι Άγιοι. Προχώρησε πρώτος ο Κυπριανός με θάρρος και τον ακολούθησε η Ιουστίνα. Την είδε όμως πού βάδιζε σιγά και κατάλαβε ότι είχε κάπως δειλιάσει βλέποντας τη φωτιά. Γι’ αυτό της υπενθύμισε τα παλιά της κατορθώματα, πού είχε κατατροπώσει τούς δαίμονες και αυτόν τον ίδιο τον έφερε στην αληθινή πίστη. Αφού έτσι της έδωσε θάρρος, κάνοντας και οι δύο το σημείο του Σταυρού πήδησαν στο πυρακτωμένο τηγάνι, όπου έβραζαν η πίσσα, το λίπος και το κερί. Ώ θαύμα μέγα! Έκθαμβοι οι ειδωλολάτρες τούς είδαν να κάθονται εκεί χωρίς να πάθουν τίποτε. Τούς είδαν να δοξάζουν τον Θεό με χαρούμενα πρόσωπα σαν να βρίσκονταν σε δροσερό τόπο. Αλλά ο κόμης Ευτόλμιος, αντί να πιστέψει στη δύναμη του Χριστού, λυσσασμένος έλεγε ότι αυτά είναι μαγεία.
Τότε έδωσε διαταγή να σταλούν οι δύο Άγιοι στη Νικομήδεια. Έγραψε κι ένα γράμμα στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, όπου του εξηγούσε ότι ο Κυπριανός με την Ιουστίνα δεν δέχτηκαν ν’ αλλάξουν, παρ’ όλα τα βάσανα πού υπέστησαν, γι’ αυτό τούς στέλνει σ’ αυτόν να τούς δικάσει ο ίδιος και η να τούς κάνη να φύγουν από τη μισητή θρησκεία τους ή να τούς επιβάλει τις τιμωρίες πού ικανοποιούν τον Δία και τούς άλλους θεούς.
Όταν ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός διάβασε το γράμμα, με την πείρα πού είχε κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε ο ίδιος να πετύχει περισσότερα από τον Ευτόλμιο. Έκρινε λοιπόν να μη τούς βασανίσει κι αυτός, αλλά να θέση τέλος στην υπόθεση. Έγραψε την καταδικαστική απόφαση:
«Ο Κυπριανός και η Ιουστίνα, επειδή ασέβησαν προς τούς θεούς και δεν πείσθηκαν να αλλάξουν γνώμη ούτε με τιμωρίες, ούτε με υποσχέσεις αγαθών, να υπομείνουν τον διά ξίφους θάνατον».
Καθώς οι στρατιώτες τούς οδηγούσαν για τη θανατική εκτέλεση στον ποταμό Γάλλο, κοντά στη Νικομήδεια, τα πρόσωπά τους έλαμπαν χαρούμενα. Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί εκεί για να παρακολουθήσει τις τελευταίες στιγμές τού τόσο ονομαστού Κυπριανού και της Ιουστίνης.
Όταν έφθασαν στις όχθες του ποταμού Γάλλου, οι Άγιοι προσευχήθηκαν και ζήτησαν απ’ τον Θεό να δωρίσει ειρήνη στην καταδιωκόμενη Εκκλησία Του. Κατόπιν ο Κυπριανός, επειδή σκεφτόταν μήπως δειλιάσει η Ιουστίνα βλέποντάς τον να αποκεφαλίζεται, ζήτησε να θανατώσουν πρώτα εκείνη. Όταν η παρθένος δέχτηκε το στέφανο τού μαρτυρίου από το ξίφος ενός στρατιώτου, χαρούμενος ο Κυπριανός θανατώθηκε κι αυτός διά ξίφους. Οι ψυχές και των δύο πέταξαν στη μακαριότητα τού ουρανού, στο θρόνο τού «Αρνίου του εσφαγμένου», μαζί με τούς άλλους άγιους τού Θεού. Κάποιος ξένος απ’ τη Ρώμη, πού βρισκόταν εκείνες τις μέρες στη Νικομήδεια, Θεόκτιστος ήταν τ’ όνομά του, βλέποντας την γαλήνια όψη του Κυπριανού την ώρα του μαρτυρίου είπε με θαυμασμό:
"Άδικα ο όσιος αυτός άνθρωπος παραδόθηκε σε άτιμο θάνατο."
Αλλά τα λόγια του άκουσε ο Φέλκιος, ο αρχηγός των στρατιωτών, και αμέσως τον κατεβάζει από το άλογό του και τον αποκεφαλίζει. Έτσι και νέος μάρτυρας προστέθηκε στους δύο και τούς συνόδεψε στον ουρανό.
Τα σώματα και των τριών έμειναν άταφα και τα φρουρούσαν στρατιώτες για να μη τα κλέψει κανείς, ώσπου να καταφαγωθούν από όρνια και σκυλιά. Όμως οι ναύτες του πλοίου που ταξίδευε ο Θεόκτιστος, θέλοντας να πάρουν το σώμα του, περίμεναν να βρουν ευκαιρία. Όταν λοιπόν κάποτε ο ύπνος νίκησε τούς φύλακες, κατάφεραν και πήραν τα σώματα των τριών μαρτύρων, τα έφεραν στο πλοίο και αναχώρησαν για τη Ρώμη. Παρέδωσαν εκεί τα μαρτυρικά σώματα, σαν πολύτιμους θησαυρούς, σε μια ευγενή Ρωμαία χριστιανή, την ευσεβέστατη ματρώνα Ρουφίνα, απ’ τη γενιά του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Εκείνη με πολύ σεβασμό τα τοποθέτησε σε πολυτελή θήκη και έχτισε ναό προς τιμή τους μέσα στη Ρώμη, κοντά στην «Αγορά του Κλαυδίου», πού έγινε προσκύνημα των ευλαβών Χριστιανών.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου