"...Ὁ δέ ἔφη·
πιστεύω, Κύριε·
καί προσεκύνησεν αὐτῷ."
Την
Κυριακή της 2ας Ιουνίου 2019, την 6η Κυριακή από το Πάσχα, στις εκκλησιές της
Ορθοδοξίας σημαίνουν γλυκά οι καμπάνες το πρωΐ καλώντας τους πιστούς στην Θεία
Λειτουργία, όπου από το στόμα των ιερέων μας θα ακουστεί σύμφωνα με το
τυπικό που μας άφησαν οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, τὸ εὐαγγέλιο
τῆς
Κυριακῆς του
Τυφλοῦ, το
οποίο και ἀποτελεῖ μία ἀδιάψευστη
ἀπόδειξη
ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν
μόνο τέλειος ἄνθρωπος
ἀλλὰ ήταν
και τέλειος Θεός.
Ὅπως
λοιπόν θα ακούσουμε στὸ Κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιον
(κεφ.
θ, 1 – 38), ὁ
Χριστός, περνώντας μέσα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ,
συναντά ἕναν ἐκ γενετῆς
τυφλό. Ὁ
Κύριος, ἔκανε
πυλό, ἀφοῦ ἔφτυσε
στὸ χῶμα, τοῦ ἄλειψε τὰ μάτια
καὶ τὸν ἔστειλε
στὴν
κολυμβήθρα τοῦ
Σιλωάμ. Ὁ τρόπος
αὐτὸς
θεραπείας, μᾶς ὑπενθυμίζει
τὸν τρόπο
ποὺ ὁ Θεὸς
δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο,
πλάθοντάς τον. Ὁ Θεὸς στὴν Παλαιὰ
Διαθήκη, πλάθει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ χῶμα,
τώρα ὁ
Χριστός, πλάθει τὰ μάτια
τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ πάλι ἀπὸ χῶμα. Ὁ ἴδιος
Θεός! Δοκιμάζει τὴν πίστη
τοῦ τυφλοῦ καὶ τὸν
στέλνει στὴν
κολυμβήθρα τοῦ
Σιλωάμ. Σέβεται τὴν ἐλευθερία
τοῦ ἀνθρώπου,
καὶ ζητάει
τὴ δική
του ἑκούσια
καὶ ἐλεύθερη
συμμετοχή του στὸ θαῦμα. Ὁ τυφλὸς ὅμως μὲ πίστη,
ὑπακούει
στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ,
πηγαίνει καὶ
πλένεται καὶ ἐπιστρέφει
βλέποντας.
Ὅμως, ἡ ζωὴ τοῦ
θεραπευμένου τυφλοῦ, δὲν ἔγινε εὐκολότερη.
Γίνεται στόχος τῆς
κακίας καὶ τοῦ μίσους
τῶν
Φαρισαίων, τῶν ἀνθρώπων
ἐκείνων
ποὺ μὲ ζῆλο
πίστευαν στὸ Θεὸ καὶ στὴν
τήρηση τοῦ Νόμου
Του. Ἀνακρίνουν
τὸν τυφλὸ καὶ ἀντὶ νὰ
πιστέψουν καὶ ἐκεῖνοι
βλέποντας ζωντανὸ τὸ θαῦμα
μπροστά τους, κλείνουν τὰ μάτια
τῆς ψυχῆς τους.
Ὁ
θρησκευτικὸς
φανατισμός τους, ὄχι μόνο
τοὺς
κλείνει τὰ μάτια
τῆς ψυχῆς καὶ ἐξαφανίζει
ἀπὸ τὴν ψυχή
τους τὴ
διάκριση ἀλλὰ τοὺς ἀπομακρύνει
τελικὰ καὶ ἀπὸ τὸ Θεό.
Οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, φοβοῦνται νὰ ὁμολογήσουν
τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε στὸ παιδί
τους ποὺ
γεννήθηκε τυφλό, γιὰ νὰ μὴν
γίνουν ἀποσυνάγωγοι.
Τόση ἦταν ἡ πίστη
τους καὶ ἡ χαρά
τους ποὺ ἀπέκρυψαν
ἀποφεύγοντας
μὲ
μαεστρία νὰ ὁμολογήσουν
ἕνα ἀληθινὸ
γεγονός. «Ἔχει ἡλικία αὐτὸν νὰ
ρωτήσετε»! Ἴσως ὁ Χριστὸς νὰ τοὺς
χάλασε τὰ
σχέδια, ἀφοῦ ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς γιός
τους ζητιάνευε. Ἴσως τοὺς
χάλασε τὴν ἡσυχία
τους ἀφοῦ ἔπρεπε νὰ
παρουσιαστοῦν στὴ
συναγωγὴ καὶ νὰ ἀνακριθοῦν μὲ τὸν
κίνδυνο νὰ γίνουν
ἀποσυνάγωγοι.
Καὶ ἐμεῖς οἱ
χριστιανοὶ ποὺ εὐεργετούμαστε
καθημερινὰ ἀπὸ τὸ Θεό,
ντρεπόμαστε ἢ
φοβόμαστε νὰ ὁμολογήσουμε
τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν ὀλιγοπιστία
μας. Βάζουμε τὰ
συμφέροντά μας πάνω ἀπὸ τὸ Θεό,
πιστεύοντας ἐνδόμυχα
πὼς Ἐκεῖνος θὰ μᾶς
καταλάβει! Ἐκεῖνος θὰ μᾶς
καταλάβει ἀλλὰ θὰ δεῖ καὶ τὴν πίστη
μας καὶ τὶς
προτεραιότητες ποὺ ἔχουμε
βάλλει στὴ ζωή
μας. Θὰ δεῖ ποιοὺς θεοὺς ἔχουμε
βάλλει στὴ θέση
Του καὶ μὲ τὸ δικό
του τρόπο δὲ θὰ πάψει
νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει
πὼς Ἐκεῖνος εἶναι τὸ φῶς τοῦ
κόσμου.
Αλήθεια αδελφοί
μου, εμείς οι νεοχριστιανοί, οι σύγχρονοι άνθρωποι του 21ου αιώνα,
είμαστε σε θέση να δούμε το «Φώς του κόσμου» το Φώς που απλόχερα μας χαρίζει ο
Χριστός μέσω της Εκκλησίας Του. Την προηγούμενη Κυριακή της Σαμαρείτιδος, μας
πρότεινε να πιούμε το νερό που αν αποφασίσουμε να το κάνουμε δεν θα διψάσουμε
ποτέ ξανά, αυτήν την Κυριακή μας δίνει και το Φώς εκείνο που αν το δεχθούμε δεν
θα υπάρχει ξανά σκοτάδι στην ζωή μας, ενώ κάθε Κυριακή μας δίνει το Σώμα και το
Αίμα Του για να γίνουμε ένα μαζί Του.
Κάθε
Κυριακή θυσιάζεται, Σταυρώνεται και Ανασταίνεται μέσα στις εκκλησιές της
Ορθοδοξίας, ενώνοντας μας και δημιουργώντας έτσι τον «στρατό» Του, τον πιο ειρηνικό μα
και πιο δυνατό και νικηφόρο «στρατό» του κόσμου, αφού δεν έχασε ούτε μια μάχη
εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια, στις άνανδρες επιθέσεις που δέχθηκε, δέχεται και
θα δέχεται.
Τουναντίον μάλιστα ο «στρατός» αυτός μεγάλωσε, ανδρώθηκε και
δυνάμωσε έτι περισσότερο, γιατί ο "στρατός" της Εκκλησίας του Χριστού μας δεν
έχει μέλη και οπαδούς όπως τα τόσα ιδεολογήματα που πέρασαν ανά τους αιώνες
στον πλανήτη μας, αλλά έχει Αγίους και Οσίους, έχει αδέλφια, έχει Αλήθεια, έχει
Αγάπη. Αγάπη που, «…μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἀγάπη που οὐ ζηλοῖ, οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· αγάπη που πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει, άγάπη που οὐδέποτε ἐκπίπτει·» όπως τόσο
ποιητικά μας περιγράφει την αγάπη που πρέπει να εκδηλώνουμε εμείς οι χριστιανοί
ο ένας στον άλλο αδελδό του, ο Απόστολος των Εθνών Παύλος στην πρώτη προς
Κορινθίους επιστολή που έγραψε.
Ὁ τυφλός,
αγαπητοί αναγνώστε και φίλοι της ιστοσελίδας μας τελικά, δὲ
θεράπευσε μόνο τὰ μάτια
τοῦ
σώματός του βλέποντας ολοκάθαρα αυτήν την Αγάπη, ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς του
γιατί αυτήν την Αγάπη την έκανε και πράξη από την στιγμή εκείνη που την είδε. Ἀναγνωρίζει
πλέον καὶ
προσκυνεῖ τὴ
θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καὶ δὲ
διστάζει νὰ τὸ ὁμολογήσει
στοὺς
θρησκευτικοὺς ἄρχοντες
μὲ θάρρος
ποὺ θὰ τὸ
ζήλευαν πολλοὶ ἀπὸ εμᾶς.
Δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ πίστη,
χρειάζεται καὶ ἡ ὁμολογία
πίστεως αγαπητοί φίλοι, διαδικτυακοί και μή, γιὰ νὰ
γίνουμε γνήσια παιδιὰ τοῦ Ἰησοῦ,
γιατί μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Κύριος
πως..... "Πας όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των
ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς."
Ὅταν ὁμολογήσουμε
τὸν Χριστὸ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους,
θὰ μᾶς ὁμολογήσει
καὶ Ἐκεῖνος
μπροστὰ στὸν
Πατέρα Του.
Χριστός
Ανέστη!!!
*Παρακάτω με ένα κλικ στο "Διαβάστε περισσότερα..." ακολουθεί το Ευαγγέλιο της Κυριακής του Τυφλού, στο αρχαίο κείμενο και στην νεοελληνική του απόδοση...
ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ,
"Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ"
(Ιωάννου θ΄ 1-38)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ο Ιησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου.
Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.
Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί;
Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς.
Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω.
Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν.
Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει.
Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς ᾿Ιουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; Πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς;
Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;
Ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωυσέως ἐσμὲν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωυσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.
Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν.
Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
*Απόδοσις εις την νεοελληνικήν.
Τόν καιρό ἐκείνο, καθὼς ἐβάδιζε ὁ Ἰησοῦς, εἶδε ἄνθρωπον γεννημένον τυφλὸν καὶ τὸν ἐρώτησαν οἱ μαθηταί του, «Ραββί, ποιός ἁμάρτησε, αὐτὸς ἢ οἱ γονεῖς του διὰ νὰ γεννηθῇ τυφλός;».
Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, «Οὔτε αὐτὸς ἁμάρτησε οὔτε οἱ γονεῖς του, ἀλλὰ διὰ νὰ φανερωθοῦν ἐξ ἀφορμῆς του τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἐγὼ πρέπει νὰ κάνω τὰ ἔργα ἐκείνου ποὺ μὲ ἔστειλε ἐν ὅσω εἶναι ἡμέρα· θὰ ἔλθῃ νύχτα, ὅταν κανεὶς δὲν θὰ μπορῇ νὰ ἐργασθῇ. Ὅσον καιρὸν εἶμαι εἰς τὸν κόσμον, εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου».
Ὅταν εἶπε αὐτά, ἔφτυσε χάμω καὶ ἔκανε πηλὸν μὲ τὸ φτύσιμο καὶ ἄλειψε τὸν πηλὸν ἐπάνω εἰς τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ καὶ τοῦ εἶπε, «Πήγαινε, πλύσου εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ», τὸ ὁποῖον μεταφράζεται Ἀπεσταλμένος. Ἔφυγε λοιπὸν καὶ πλύθηκε καὶ ἐπέστρεψε βλέπων.
Οἱ γείτονες καὶ ἐκεῖνοι ποὺ προηγουμένως τὸν ἔβλεπαν ὅτι ἦτο τυφλός, ἔλεγαν, «Δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ καθότανε καὶ ζητιάνευε;». Μερικοὶ ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς εἶναι καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι κάποιος ποὺ τοῦ μοιάζει. Ἐκεῖνος ἔλεγε, «Ἐγὼ εἶμαι». Τοῦ εἶπαν τότε, «Πῶς ἄνοιξαν τὰ μάτια σου;». Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος, Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ὀνομάζεται Ἰησοῦς ἔκανε πηλὸν καὶ μοῦ ἄλειψε τὰ μάτια καὶ μου εἶπε, «Πήγαινε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ πλύσου». Ὅταν ἐπῆγα καὶ πλύθηκα, ἀπέκτησα τὸ φῶς μου». Τότε τὸν ἐρώτησαν, «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος;» καὶ αὐτὸς ἀπεκρίθη, «Δὲν ξέρω». Ὁδηγοῦν αὐτόν, τὸν ἄλλοτε τυφλόν, εἰς τοὺς Φαρισαίους. Ἦτο δὲ Σάββατον, ὅταν ἔκανε ὁ Ἰησοῦς τὸν πηλὸν καὶ ἄνοιξε τὰ μάτια του.
Τότε οἱ Φαρισαῖοι πάλιν τὸν ἐρώτησαν πῶς ἀπέκτησε τὸ φῶς του, αὐτὸς δὲ εἶπε, «Μοῦ ἔβαλε πηλὸν εἰς τὰ μάτια καὶ πλύθηκα καὶ βλέπω». Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους εἶπαν, «Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι δὲν τηρεῖ τὸ Σάββατον». Ἄλλοι ἔλεγαν, «Πῶς μπορεῖ ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς νὰ κάνῃ τέτοια θαύματα;». Καὶ ἔγινε διχασμὸς μεταξύ τους. Λέγουν πάλιν εἰς τὸν τυφλόν, «Σὺ τί λὲς γι’ αὐτὸν ἀφοῦ σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια;». Αὐτὸς εἶπε, «Εἶναι προφήτης».
Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν νὰ πιστέψουν ὅτι ἤτανε τυφλὸς καὶ ἀπέκτησε τὸ φῶς του, ἕως ὅτου φώναξαν τοὺς γονεῖς του καὶ τοὺς ἐρώτησαν, «Αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός σας, διὰ τὸν ὁποῖον λέτε ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς λοιπὸν τώρα βλέπει;». Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτοὺς οἱ γονεῖς του, «Ξέρομεν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μας καὶ ὅτι γεννήθηκε τυφλός. Πῶς ὅμως τώρα βλέπει, δὲν γνωρίζομεν, οὔτε ξέρομεν ποιός ἄνοιξε τὰ μάτια του. Αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, ἐρωτήσατέ τον· θὰ μιλήσῃ γιὰ τὸν ἑαυτόν του».
Αὐτὰ εἶπαν οἱ γονεῖς, του διότι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους, ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν ἤδη συμφωνήσει νὰ γίνῃ ἀποσυναγωγὸς ὅποιος ὁμολογήσῃ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ οἱ γονεῖς του εἶπαν, «Ἡλικίαν ἔχει, ἐρωτήσατέ τον». Ἐφώναξαν τότε διὰ δευτέραν φορὰν τὸν ἄνθρωπον ποὺ ἤτανε τυφλὸς καὶ τοῦ εἶπαν, «Δόξασε τὸν Θεόν. Ἔμεῖς ξέρομεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός».
Ἐκεῖνος ἀπεκρίθη, «Ἐὰν εἶναι ἁμαρτωλός, δὲν ξέρω. Ἕνα πρᾶγμα ξέρω, ὅτι ἐνῷ ἤμουν τυφλὸς, τώρα βλέπω». Τότε πάλιν τὸν ἐρώτησαν, «Τί σοῦ ἔκαμε; Πῶς σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια;». Αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθη, «Σᾶς εἶπα ἤδη καὶ δὲν ἐδώσατε προσοχήν· γιατὶ θέλετε πάλιν νὰ τὸ ἀκούσετε; Μήπως θέλετε καὶ σεῖς νὰ γίνετε μαθηταί του;».
Τότε τὸν ἔβρισαν καὶ τοῦ εἶπαν, «Σὺ εἶσαι μαθητὴς ἐκείνου, ἐμεῖς εἴμεθα μαθηταὶ τοῦ Μωϋσέως. Ἐμεῖς ξέρομεν ὅτι εἰς τὸν Μωϋσῆν ἐμίλησεν ὁ Θεός, ἀλλὰ γι’ αὐτὸν δὲν ξέρομεν, ἀπὸ ποῦ εἶναι».
Ὁ ἄνθρωπος τοὺς ἀπεκρίθη, «Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἐκπληκτικόν, ὅτι σεῖς δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ εἶναι, καὶ ὅμως μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Ξέρομεν δὲ ὅτι τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὁ Θεὸς δὲν τοὺς ἀκούει, ἀλλ’ ἐὰν κανεὶς εἶναι θεοσεβὴς καὶ κάνῃ τὸ θέλημά του, ἐκεῖνον ἀκούει. Ποτὲ πρὶν δὲν ἀκούσθηκε ὅτι ἄνοιξε κάποιος τὰ μάτια τυφλοῦ ἐκ γενετῆς. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἦτο ἀπὸ τὸν Θεόν, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ τίποτε».
Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Σὺ γεννήθηκες ὁλόκληρος μέσα στὴν ἁμαρτίαν καὶ μᾶς διδάσκεις;». Καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω. Ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς ὅτι τὸν ἔβγαλαν ἔξω καὶ ὅταν τὸν εὑρῆκε τοῦ εἶπε, «Πιστεύεις σὺ εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ;». Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος, «Καὶ ποιός εἶναι, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν;». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Τὸν ἔχεις ἰδῇ· εἶναι μάλιστα αὐτὸς ποὺ μιλεῖ μαζί σου». «Πιστεύω, Κύριε», εἶπε ἐκεῖνος καὶ τὸν προσκύνησε.
Χριστός Ανέστη!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου