"...καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν
ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν."
Μετά από μια δύσκολη και πολύ περίεργη για τα ελληνικά δεδομένα εβδομάδα, ήρθε και πάλι η χαρμόσυνη, ή αναστάσιμη ημέρα της Κυριακής και όπως όλοι οι Ορθόδοξοι χριστιανοί ανά την οικουμένη, έτσι και οι ενορίτες, οι επισκέπτες και οι προσκυνητές της υπόγειας προς το παρόν, μα όμορφης και φιλόξενης εκκλησιάς μας, που τώρα χτίζουμε για να στεγάσουμε αξιοπρεπώς την πίστη μας, οι συνάνθρωποι μας του όχι και του ναι, της μιας ή της άλλης άποψης για το δημοψήφισμα που επίκειται αυτήν την Κυριακή και θα κρίνει πιθανότατα το μέλλον της Ελλάδας, μαζευτήκαμε εδώ για να προσευχηθούμε από κοινού με το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, να μας δώσει ο Θεός φώτιση για να ψηφίσουμε το σωστό και στους κυβερνώντες αυτήν την δύσμοιρη πατρίδα μας, να τους δώσει το κουράγιο να χρησιμοποιήσουν αυτήν την ετυμηγορία του λαού μας για το καλύτερο δυνατό.
Όμως η ιστοσελίδα της Ενορίας μας, με το κυριακάτικο άρθρο της σήμερα, δεν θα χρησιμεύσει για προπαγάνδα καμιάς από τις δύο απόψεις, αλλά, με αφορμή το ευαγγέλιο της Κυριακής 5ης Ιουλίου 2015, που θα ακουστεί από τα χείλη των ιερέων όλης της χριστιανοσύνης, θα αναλύσουμε όσο μπορούμε τα λόγια του Χριστού μας, όπως μας τα μεταφέρει ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος, για να αναδείξουμε τα νοήματα από την ιστορία που κρύβεται σε αυτά και ίσως να επαναλαμβάνονται ακόμα και στις μέρες μας.
Και πράγματι, η ιστορία αυτή του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου επαναλήφθηκε αναρίθμητες φορές μέσα στην πορεία της. Την στάση αυτή την υιοθέτησαν και συνεχίζουν να υιοθετούν ένα πλήθος ανθρώπων. Για τι ακριβώς πρόκειται; Για την απαίτηση του ανθρώπου να φύγει ο Θεός από την ζωή του. Για την προσπάθεια που πολλοί καταβάλλουν, μερικοί με τρόπο μάλιστα μανιασμένο, να κόψουν κάθε γέφυρα επικοινωνίας με τον ουρανό.
Οι Γεργεσηνοί πληροφορήθηκαν το μέγα θαύμα που έκανε ο Χριστός. Είδαν την θαυμαστή μεταβολή των δύο δαιμονιζομένων. Όμως, όντας άπιστοι και αναίσθητοι, δεν συγκινήθηκαν, δεν πίστεψαν. Αντίθετα ήρθαν και όλοι μαζί ζήτησαν από τον Χριστό να φύγει από τα σύνορά τους.
Όταν οι άνθρωποι ζουν άτακτη ζωή, που προσκρούει στο θέλημα και το νόμο του Θεού, αισθάνονται απέχθεια για τη ζωή της αγιότητας. Δεν την θέλουν για τον εαυτό τους, αλλά προσπαθούν απεγνωσμένα να την διώξουν και από τους οικείους τους, γιατί η ύπαρξη της κατά Θεώ ζωής έρχεται αντιμέτωπη με την συνείδηση τους. Αλλά εκτός από αυτό αρνούνται ακόμη και τον ίδιο τον Θεό, την παρουσία Του, την αγάπη, την ευλογία Του στη ζωή τους.
Και η ιστορία αυτή επαναλαμβάνεται. Και χθες και σήμερα. Πολλοί ζητούμε να φύγει ο Χριστός από κοντά μας. Δεν τον θέλουμε. Δεν ανεχόμαστε την Θεία παρουσία Του. Δεν αποδεχόμαστε το Ευαγγέλιό Του. Δεν τον δεχόμαστε ως κύριο του κόσμου και της ιστορίας. Αφαιρούμε κάθε ίχνος Του, από τα σχολειά των παιδιών μας και από τα δημόσια κτίρια κατεβάζουμε τις εικόνες Του, απαγορεύουμε ή δαιμονοποιούμε την διδασκαλία των θρησκευτικών στην εκπαίδευση, από την σημαία του Έθνους μας αφαιρούμε τον Σταυρό του μαρτυρίου Του, ζούμε με σύμφωνα
συμβίωσης και πολιτικούς γάμους μεταξύ μας, αποφεύγουμε να βαπτίσουμε τα μωρά μας
και όταν το κάνουμε είναι για εμάς μια κοινωνική εκδήλωση και όχι ένα Μυστήριο της Εκκλησίας
μας, φιμώνουμε ή υβρίζουμε τους Λειτουργούς στις εκκλησιές Του, χλευάζουμε τους πιστούς σε Αυτόν. Ας δούμε και τι άλλο κάνουμε:
Πολλοί, κατ’ αρχάς, διώχνουμε τον Χριστό από την καρδιά μας, αν και ο Κύριος συνιστά: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου…» (Μάρκ. 12,30). Κι εμείς; Εμείς προσφέρουμε αλλού την καρδιά μας. Αντί να την φυλάξουμε καθαρή την αφήνουμε να υποδουλώνεται σε ποικίλα πάθη, πάθη σκοτεινά και ανομολόγητα πολλές φορές. Γινόμαστε φιλόχρυσοι παρά φιλόχριστοι. Φιλόσαρκοι παρά φιλόθεοι. Φιλόδοξοι παρά ταπεινοί. Έτσι ο Χριστός φεύγει από την καρδιά μας. Δεν τον θέλουμε. Τον αγνοούμε ή και τον διώχνουμε.
Μετά διώχνουμε τον Χριστό από την οικογένειά μας. Ας είμαστε Χριστιανοί και μάλιστα Ορθόδοξοι. Συχνά ο Χριστός είναι ο μεγάλος απών από την οικογένειά μας. Δεν τον καλέσαμε ποτέ να έρθει ανάμεσά μας. Στα σπίτια δεν υπάρχει εικονοστάσι, δεν καίει κανδήλι, δεν ανάβει θυμιατό, δεν ακούγεται προσευχή, καθόμαστε στο τραπέζι χωρίς να ζητήσουμε την ευλογία Του, κοιμόμαστε το βράδυ και ξυπνάμε το πρωΐ χωρίς Σταυρό. Πού χρόνος για όλα αυτά; Μας τον απορρόφησε η βιοτή και η καθημερινότητα μας, η τηλεόραση και η ξέφρενη διασκέδαση.
Εξόριστος και εξωστρακισμένος όμως από την οικογένειά μας ο Χριστός και την Κυριακή. Θα κοιμηθούμε μέχρι το μεσημέρι, γιατί γυρίσαμε χαράματα από την διασκέδαση, θα πάμε εκδρομή, θα φύγουμε για το εξοχικό, θα πιάσουμε τις παραλίες. Και ακόμα χειρότερα, θα στεναχωρηθούμε όταν χτυπήσει η καμπάνα της εκκλησιάς μας για να μας καλέσει στην Θεία Λειτουργία, γιατί ο ήχος της θα μας χαλάσει τον ύπνο, ενώ οι εκκλησιαστικοί ύμνοι από την δοξολογία μας στον Θεό που γλυκά θα ακουστούν από τα μεγάφωνα του ναού, θα έρχονται αντιμέτωποι με την συνείδηση μας και το χρέος που βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε πως έχουμε απέναντι στον Θεό.
Ακόμη, διώχνουμε τον Χριστό και από την εργασία μας. Πώς; Με τον τρόπο που εργαζόμαστε. Όταν αδικούμε και εκμεταλλευόμαστε τον εργαζόμενο, όταν υποκρύπτουμε τα οικονομικά μας μεγέθη από την πολιτεία, όταν εξαπατούμε και εμπαίζουμε τον εργοδότη, όταν κλέβουμε και ξεγελούμε τον πελάτη, όταν…, όταν… Όταν συμβαίνουν όλα αυτά, Τον αρνούμαστε στην πράξη. Τον ανασταυρώνουμε και πάλι, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος.(Εβρ. 6,6).
Έστω και αν σε κάποια γωνιά του τοίχου βρίσκεται κρεμασμένη η εικόνα Του. Έστω και αν σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης ή βαθιά σε κάποιο συρτάρι βρίσκεται καταχωνιασμένο το Ευαγγέλιο. Στην ουσία ο Χριστός είναι απών. Και είναι απών διότι τον διώξαμε εμείς οι ίδιοι, αφού δεν τον γνωρίσαμε, δεν τον διδάξαμε στα παιδιά μας, αφού δεν τα οδηγήσαμε ποτέ στο κατηχητικό το Σάββατο για να μάθουν πως να τον αγαπούν και την Κυριακή δεν τα πήραμε από το χέρι για να τα πάμε στην εκκλησία να κοινωνήσουν το Σώμα και το Αίμα Του, αφού δεν αφήνουμε την γιαγιά και τον παππού να τους μιλήσει για τον Χριστό.
Αγαπητοί αναγνώστες της ιστοσελίδας του ναού μας, διαδικτυακοί και προσωπικοί φίλοι της Ενορίας μας, των Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης , στους Ανθόκηπους της Νέας Ευκαρπίας, ο Χριστός παρ’ όλα αυτά που του κάνουμε, παρ’ όλα τα προσβλητικά λόγια για την Εκκλησία Του, τις απίστευτες πράξεις μας, την σκληροκαρδία μας, τον υπέρμετρο εγωϊσμό και τα αχαλίνωτα πάθη μας, δεν φεύγει από κοντά μας, ο Χριστός έρχεται πάλι και μας χτυπά την πόρτα ζητώντας να του ανοίξουμε, ζητώντας να τον δεχθούμε για να μαλακώσει τις καρδιές μας και να οδηγήσει τις ψυχές μας στον ουρανό που μας ανήκει.
Ας ακούσουμε λοιπόν την φωνή του Χριστού μας και ας του ανοίξουμε διάπλατα την πόρτα μας, ας τον κάνουμε ένοικο της καρδιάς μας και κυβερνήτη της ζωής μας, ας τρέξουμε στην εκκλησία της Ενορίας μας και ας τον παρακαλέσουμε, όχι να φύγει από την πόλη μας, όπως έκαναν οι άκαρδοι Γεργεσηνοί του Ευαγελίου, αλλά να μείνει και να ριζώσει στον τόπο μας, προστασία και ευλογία σε εμάς και στα παιδιά μας.
Καλώς να ορίσει
και να μείνει για πάντα!!!
(Ματθ. η' 28-34, θ' 1)
Πρωτότυπο κείμενο:
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; ῏Ην δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. Οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ῾Υπάγετε. Οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. Καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.
Ἀπόδοση στην νεοελληνική:
Τον καιρώ εκείνο, όταν έφτασε στην απέναντι όχθη, στην περιοχή των Γεργεσηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι που έρχονταν από τα μνήματα, τόσο φοβεροί, που κανένας δεν τολμούσε να περάσει από εκείνον το δρόμο. Και με κραυγές του έλεγαν: «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμάς, Υιέ του Θεού; Ήρθες εδώ να μας βασανίσεις πριν την ώρα μας;» Μακριά απ’ αυτούς έβοσκε ένα μεγάλο κοπάδι χοίρων. Και οι δαίμονες τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Αν είναι να μας διώξεις, άφησέ μας να πάμε στο κοπάδι των χοίρων». Κι εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε». Αυτοί βγήκαν και πήγαν στο κοπάδι των χοίρων. Και όλο το κοπάδι όρμησε και γκρεμίστηκε στη λίμνη και πνίγηκαν μέσα στα νερά. Οι βοσκοί έφυγαν, πήγαν στην πόλη και ανήγγειλαν όλα τα συμβάντα και ό,τι έγινε με τους δαιμονισμένους. Βγήκε τότε όλη η πόλη να συναντήσει τον Ιησού, κι όταν τον είδαν, τον παρακάλεσαν να φύγει από την περιοχή τους. ο Ιησούς επιβιβάστηκε στο πλοίο, διέσχισε τη λίμνη και ήρθε στην πόλη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου