Την 2α του μηνός Ιανουαρίου,
μνήμην επιτελούμεν του Οσίου Πατρός ημών Σαραφείμ του Σάρωφ (1759-1833)
Ο Όσιος Σεραφείμ γεννήθηκε στο Κούρσκ της Ρωσίας στις 19 Ιουλίου 1759 μ.Χ. και ονομάσθηκε Πρόχορος. Οι γονείς του, Ισίδωρος και Αγάθη Μοσνίν, ήταν ευκατάστατοι έμποροι. Ο πατέρας του είχε εργοστάσια πλινθοποιίας και παράλληλα αναλάμβανε την ανέγερση πέτρινων οικοδομημάτων, ναών και σπιτιών. Κάποτε άρχισε να χτίζει στο Κούρσκ ένα ναό προς τιμήν του Οσίου Σεργίου του Ραντονέζ, του Θαυματουργού, αλλά ξαφνικά το 1762 μ.Χ., πεθαίνει, αφήνοντας στην σύζυγό του τη μέριμνα για την ολοκλήρωση του ναού. Ο Πρόχορος κληρονόμησε τις αρετές των γονέων του και ιδίως την ευσέβειά τους.Σε ηλικία δέκα ετών άρχισε να μαθαίνει με ζήλο τα ιερά γράμματα, αλλά αρρώστησε ξαφνικά βαριά χωρίς ελπίδα αναρρώσεως. Στην κρισιμότερη καμπή της ασθένειας είδε στον ύπνο του την Παναγία, η οποία υποσχέθηκε ότι θα τον επισκεφθεί και θα τον θεραπεύσει. Πράγματι, έτυχε μια μέρα να γίνεται λιτανεία και να περνά έξω από την οικία του μικρού άρρωστου παιδιού, η θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Τη στιγμή εκείνη έπιασε δυνατή βροχή. Η λιτανεία σταμάτησε και η εικόνα μεταφέρθηκε στην αυλή της οικίας του Προχόρου, μέχρι να περάσει η μπόρα. Τότε η μητέρα του Αγάθη, κατέβασε το άρρωστο παιδί της και το πέρασε κάτω από την εικόνα. Από την ημέρα εκείνη η υγεία του βελτιώθηκε μέχρι που αποκαταστάθηκε τελείως.Νέος εγκαταλείπει το πατρικό του σπίτι, στην πόλη Κούρσκ, και έρχεται να μονάσει στη μονή του Σάρωφ. Η δοκιμασία του προκειμένου να γίνει Μοναχός διαρκεί οκτώ χρόνια. Στις 13 Αυγούστου του 1786 μ.Χ. κείρεται Μοναχός με το όνομα Σεραφείμ. Σε δύο μήνες χειροτονείται Διάκονος.Περιφρουρούμενος με το ταπεινό φρόνημα ο Διάκονος Σεραφείμ, ανέρχεται στην Πνευματική ζωή «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν». Ως Διάκονος παραμένει όλη την ημέρα στο Μοναστήρι, διακονεί στις Ακολουθίες, τηρεί με ακρίβεια τους μοναστηριακούς κανονισμούς και εκτελεί τα διακονήματά του. Το βράδυ όμως απομακρύνεται στο δάσος, στο ερημικό του κελί, όπου διέρχεται τις νυκτερινές ώρες με προσευχή, και πολύ πρωί επιστρέφει πάλι στο μοναστήρι.Στις 2 Σεπτεμβρίου 1793 μ.Χ. χειροτονείται Ιερεύς και αποδύεται με μεγαλύτερο ζήλο και αγάπη στον Πνευματικό αγώνα. Ὅταν λειτουργοῦσε, πετοῦσε στά οὐράνια, καί πολλές φορές ἀξιωνόταν νά βλέπει θαυμαστά ὁράματα καί ν᾿ ἀκούει ἀγγελικές μελῳδίες. Τώρα πλέον δεν τον ικανοποιεί ο βαρύς για τους άλλους μόχθος της κοινοβιακής ζωής, δηλαδή η κοινή προσευχή, η νηστεία, η υπακοή, η ακτημοσύνη. Μέσα του φουντώνει η δίψα για πιο υψηλές Πνευματικές ασκήσεις. Εγκαταλείπει λοιπόν, με την ευλογία του Ηγουμένου, τη Μονή και αποσύρεται μέσα στο πυκνό δάσος του Σάρωφ. Περνά εκεί δεκαπέντε χρόνια σε τέλεια απομόνωση, με αυστηρή νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, μελέτη του Θείου Λόγου και σωματικούς κόπους. Για χίλιες ημέρες και χίλιες νύκτες μιμείται του παλιούς στυλίτες της Εκκλησίας. Ανεβασμένος σε μία πέτρα και με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, προσεύχεται: «Ὁ Θεός ἰλάσθητι μοί τῷ ἁμαρτωλῷ».Εὐλαβεῖτο ἀφάνταστα τήν Θεοτόκο. Στό πρόσωπό της ἔβρισκε ἀνέκφραστη πνευματική ἀγαλλίαση. Συχνά δε ἔλεγε: «Ἡ Παναγία εἶναι ἡ χαρά, ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες τίς χαρές».
Τελειώνοντας την αναχωρητική ζωή επανέρχεται στη Μονή του Σάρωφ και κλείνεται σαν σε μνήμα στην απομόνωση για άλλα δεκαπέντε χρόνια. Για τα πρώτα πέντε βάζει τον εαυτό του στον κανόνα της σιωπής. Με την αδιάλειπτη προσευχή φωτίζει ολόκληρος από την Θεία Χάρη και αξιώνεται να ζήσει Πνευματικές αναβάσεις και αν δει θεϊκά οράματα. Μετά τον εγκλεισμό, ώριμος πλέον στην Πνευματική ζωή και γέροντας στην ηλικία, αφιερώνεται στη διακονία του πλησίον, του ελάχιστου αδελφού. Με την αυστηρή ασκητική ζωή του και την φωτεινή μορφή του είχε προσελκύσει γύρω του πλήθος Χριστιανών, που τον αγαπούσαν και πίστευαν ακράδαντα στην θαυματουργική δύναμη των αγίων του προσευχών. Σέ ἡλικία 66 ἐτῶν, κατόπιν ὁράματος καί προσταγῆς τῆς Θεοτόκου, ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικά στή διακονία τοῦ πλησίον καί ἄρχισε στό ἑξῆς τό ἔργο τοῦ «στάρετς», τοῦ πνευματικοῦ καθοδηγητοῦ. Πλούσιοι και φτωχοί, διάσημοι και άσημοι συνέρρεαν καθημερινά στο κελί του, για να λάβουν την ευλογία του και την Πνευματική καθοδήγηση για τη ζωή τους. Τους δεχόταν όλους με αγάπη και όταν έβλεπε τα πρόσωπά τους αναφωνούσε: «Χαρά μου!».
Εξομολογούσε πολλούς, θεράπευε ασθενείς, ενώ σε άλλους έδιδε να ασπασθούν τον σταυρό που είχε κρεμασμένο στο στήθος του ή την εικόνα που είχε στο τραπέζι του κελιού του. Μιλοῦσε πολύ γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Χαιρετοῦσε τούς ἐπισκέπτες του μέ τά λόγια: «Χαρά μου, Χριστός ἀνέστη!». Καί κάθε φορά πού κοινωνοῦσε, ἀπήγγελλε τόν πασχαλινό κανόνα «Ἀναστάσεως ἡμέρα...». Σε πολλούς πρόσφερε ως ευλογία αντίδωρο, αγίασμα ή παξιμάδια, άλλους τους σταύρωνε στο μέτωπο με λάδι από το καντήλι, ενώ μερικούς τους αγκάλιαζε και τους ασπαζόταν λέγοντας: «Χριστός Ἀνέστη».
Την 1η Ιανουαρίου 1833 μ.Χ., ημέρα Κυριακή, ο Όσιος ήλθε για τελευταία φορά στο Ναό του νοσοκομείου των Αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου. Άναψε κερί σε όλες τις εικόνες και τις ασπάσθηκε. Μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ζήτησε συγχώρεση από όλους τους αδελφούς, τους ευλόγησε, τους ασπάσθηκε και παρηγορητικά τους είπε: «Σώζεσθε, μήν ἀκηδιᾶτε, ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε. Στέφανοι μᾶς ἑτοιμάζονται». Ο Μοναχός Παύλος πρόσεξε ότι ο Όσιος εκείνη την ημέρα πήγε τρεις φορές στον τόπο που είχε υποδείξει για τον ενταφιασμό του. Καθόταν εκεί και κοίταζε αρκετή ώρα στη γη. Το βράδυ τον άκουσε να ψάλλει στο κελί του Πασχαλινούς ύμνους: «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι....», «Φωτίζου, φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ....», «Ὤ, Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον, Χριστέ....».
Την 1η Ιανουαρίου 1833 μ.Χ., ημέρα Κυριακή, ο Όσιος ήλθε για τελευταία φορά στο Ναό του νοσοκομείου των Αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου. Άναψε κερί σε όλες τις εικόνες και τις ασπάσθηκε. Μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ζήτησε συγχώρεση από όλους τους αδελφούς, τους ευλόγησε, τους ασπάσθηκε και παρηγορητικά τους είπε: «Σώζεσθε, μήν ἀκηδιᾶτε, ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε. Στέφανοι μᾶς ἑτοιμάζονται». Ο Μοναχός Παύλος πρόσεξε ότι ο Όσιος εκείνη την ημέρα πήγε τρεις φορές στον τόπο που είχε υποδείξει για τον ενταφιασμό του. Καθόταν εκεί και κοίταζε αρκετή ώρα στη γη. Το βράδυ τον άκουσε να ψάλλει στο κελί του Πασχαλινούς ύμνους: «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι....», «Φωτίζου, φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ....», «Ὤ, Πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον, Χριστέ....».
Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 2 Ιανουαρίου 1833 μ.Χ. Οι μοναχοί τον είδαν με το λευκό ζωστικό, γονατιστό σε στάση προσευχής μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ασκεπή, με το χάλκινο σταυρό στο λαιμό και με τα χέρια στο στήθος σε σχήμα σταυρού. Νόμιζαν ότι τον είχε πάρει ο ύπνος.
Τα ιερά λείψανά του εξαφανίστηκαν κατά την περίοδο της Οκτωβριανής επαναστάσεως και ξαναβρέθηκαν το 1990 μ.Χ., στην Αγία Πετρούπολη. Το 1991 μ.Χ. επέστρεψαν στην μονή Ντιβέγιεβο. Αποτμήματα των Ιερών Λειψάνων του Αγίου βρίσκονται στη Μονή Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Πενταλόφου Κιλκίς και στο Ναό Αγίας Αἰκατερίνης Στρογγύλης Κορωπίου Αττικής.
Τα ιερά λείψανά του εξαφανίστηκαν κατά την περίοδο της Οκτωβριανής επαναστάσεως και ξαναβρέθηκαν το 1990 μ.Χ., στην Αγία Πετρούπολη. Το 1991 μ.Χ. επέστρεψαν στην μονή Ντιβέγιεβο. Αποτμήματα των Ιερών Λειψάνων του Αγίου βρίσκονται στη Μονή Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Πενταλόφου Κιλκίς και στο Ναό Αγίας Αἰκατερίνης Στρογγύλης Κορωπίου Αττικής.
Ἅγιος ἀνακηρύχθηκε ἐπίσημα τό 1903. Ἢ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 2 Ἰανουαρίου, ἀλλά καί στίς 19 Ἰουλίου, ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ ἁγίου λειψάνου του. Ἡ ἁγιότητά του γίνεται ὅλο καί περισσότερο γνωστή στόν ὀρθόδοξο χριστιανικό κόσμο.
στην Ευξεινούπολη της Νέας Ευκαρπίας, στην Δυτική Θεσσαλονίκη.
Στην γειτονιά μας, στην Νέα Ευκαρπία Θεσσαλονίκης, του Δήμου Παύλου Μελά, και στην Ιερά Μητρόπολη μας, Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, έχουμε την χαρά και την ευλογία στο όνομα αυτού του τόσο αγαπητού Ρώσου Αγίου, του Στάρετς Σεραφείμ του Σάρωφ, να έχει ανεγερθεί μεγαλόπρεπος Ιερός Ναός στην περιοχή Ευξεινούπολη, μοναδικός πανελλαδικά, και μάλιστα με τον παραδοσιακό επίχρυσο τρούλο των ρωσικών εκκλησιών, σε μια περιοχή όπου εκεί ζούνε και εργάζονται παλιννοστούντες Πόντιοι Έλληνες συμπατριώτες μας από την Ρωσία, που σιγά-σιγά τον αποπερατώνουν, και σύντομα θα τελέσουν Θυρανοίξια, με την βοήθεια του Θεού και του προστάτη Αγίου τους.
Μάλιστα στις αρχές κάθε νέας χρονιάς, οι κάτοικοι της Ευξεινούπολης Νέας Ευκαρπίας, μαζί με τον ιερέα τους, τον π. Λέοντα Εφραιμίδη, τον εορτάζουν τον Άγιο τους και τον πανηγυρίζουν, πάντα με το παλαιό ημερολόγιο, όπως έκαναν σύμφωνα με την παράδοση τους και στην Ρωσία, δέκα τρείς ημέρες μετά, με ευλάβεια όμως, αλλά και αγάπη και σύμπνοια...και χωρίς τις ακρότητες των ζηλωτών παλαιοημερολογητών που έθεσαν εαυτόν εκτός Εκκλησίας.
Ενορία και ιερείς, κλήρος και λαός, των Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, των Ανθοκήπων της Νέας Ευκαρπίας, ευχόμαστε από καρδιάς, Χρόνια Πολλά και Καλή Πανήγυρη στην γειτόνισσα Ενορία του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ και..."πρώτα και πάντα ο Θεός" θα είμαστε εκεί στην χαρά της γιορτής και της Πανήγυρης...και φέτος!!!
Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ,
και η αρκούδα.
Ο Άγιος Σεραφείμ στα δεκαεννέα του χρόνια πήγε στο δάσος του Σάρωφ, όπου ασκήτεψε μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκεί, έδωσε στα διάφορα μέρη του δάσους ονομασίες, όπως Ναζαρέτ, Βηθλεέμ, Ιερουσαλήμ, Όρος Θαβώρ, Γολγοθάς. Την δε καλύβα του την ονόμασε Άγιον Όρος. Έτσι, κάνοντας τις καθημερινές του εργασίες, μαζεύοντας βρύα, για να τα χρησιμοποιήσει ως λίπασμα στον κήπο του, ή κόβοντας ξύλα, επαναλάμβανε τις διάφορες φάσεις της ζωής του Χριστού.
Σ’ αυτή την γη, ο Άγιος είχε άμεση επαφή με τα πλάσματα του Θεού, κάτι που του έδινε ιδιαίτερη χαρά. Οι φιλίες του με τα ζώα του δάσους γέμιζαν έκπληξη τους αδελφούς του, στο Σάρωφ, ιδιαίτερα όταν έβλεπαν κουνέλια, αλεπούδες, σαύρες, αρκούδες, ακόμα και λύκους να μαζεύονται γύρω στα μεσάνυχτα στην είσοδο της καλύβας του, περιμένοντάς τον να τελειώσει τις προσευχές του και να φανεί με τα καρβελάκια το ψωμί, για να τα ταΐσει.
Κάποια μέρα έφθασε στο μακρινό ερημητήριο του Αγίου Σεραφείμ μία αδελφή από το Μοναστήρι του Ντιβέγιεβο. Περνούσε μία περίοδο αγωνίας και απογοητεύσεως και ήθελε να φύγει από το Μοναστήρι, γιατί το διακόνημα της μαγείρισσας της προκαλούσε απέχθεια. Ο Άγιος Σεραφείμ είχε δώσει ευλογία να τον επισκεφθεί.
Πλησιάζοντας στο ασκητήριό του, αντίκρυσε τον ερημίτη καθιστό έξω από το κελλί του, με μία πελώρια αρκούδα μπροστά στα πόδια του!
-Βοήθεια, Πάτερ! Φώναξε η φτωχή μοναχή. Ήρθε το τέλος μου!
Εκείνος έδιωξε την αρκούδα και της είπε γελώντας:
-Όχι, μητερούλα, δεν ήρθε ακόμα το τέλος σου. Το τέλος σου είναι μακριά. Η αρκούδα δεν θα σε πειράξει. Αντίθετα, θα σε διασκεδάσει!Και, αφού την καθησύχασε με τα λόγια αυτά, την κάλεσε να καθίσει πλάι του επάνω σ’ έναν κορμό δέντρου. Η αρκούδα όμως πήγε και πάλι να ξαπλώσει μπροστά στα πόδια του.
Η αδελφή έτρεμε σύγκορμη. Ο Γέροντας ωστόσο έβγαζε κομματάκια ψωμιού από το σακούλι του και τάιζε την αρκούδα, τόσο ήρεμα, σαν να τάιζε κάποιο κατοικίδιο. Η μοναχή πήρε ξανά κουράγιο και, όταν αισθάνθηκε τελείως ασφαλής, ο Άγιος Σεραφείμ της έδωσε το υπόλοιπο ψωμί και την προέτρεψε να το δώσει η ίδια στην αρκούδα.
-Όχι, Πάτερ, θα φάει και το χέρι μου μαζί, απάντησε εκείνη.
-Πίστεψέ με, μητερούλα, δεν θα φάει το χέρι σου, είπε ο Άγιος χαμογελώντας. Η μοναχή πήρε το ψωμί και το έδωσε στο ζώο. Ήταν μάλιστα τόση η ευχαρίστηση που αισθανόταν, ώστε στενοχωρήθηκε πολύ, όταν τελείωσε το ψωμί.
-Θυμάσαι, μητερούλα, πώς ένα λιοντάρι υπηρετούσε τον Άγιο Γεράσιμο στην έρημο; Έτσι μία αρκούδα υπηρετεί τον φτωχό Σεραφείμ. Βλέπεις, τα ζώα μας υπακούουν! Και συ, χάνεις εύκολα το θάρρος σου. Γιατί; Κάνε υπομονή! Θα έχετε χαρές στο Μοναστήρι. Επισκέπτες διάσημοι θα έρθουν, ζητώντας τα νέα του φτωχού Σεραφείμ. Κι εσύ, δίχως δισταγμό, θα τους πεις τότε πως μαζί δώσαμε φαΐ σε μία αρκούδα. Αν είχα ένα ψαλίδι, θα έκοβα λίγο από το τρίχωμά της για απόδειξη. Σε ικετεύω, μητερούλα, μη χάνεις ποτέ το κουράγιο σου. Για τίποτα!
Σ’ αυτή την γη, ο Άγιος είχε άμεση επαφή με τα πλάσματα του Θεού, κάτι που του έδινε ιδιαίτερη χαρά. Οι φιλίες του με τα ζώα του δάσους γέμιζαν έκπληξη τους αδελφούς του, στο Σάρωφ, ιδιαίτερα όταν έβλεπαν κουνέλια, αλεπούδες, σαύρες, αρκούδες, ακόμα και λύκους να μαζεύονται γύρω στα μεσάνυχτα στην είσοδο της καλύβας του, περιμένοντάς τον να τελειώσει τις προσευχές του και να φανεί με τα καρβελάκια το ψωμί, για να τα ταΐσει.
Κάποια μέρα έφθασε στο μακρινό ερημητήριο του Αγίου Σεραφείμ μία αδελφή από το Μοναστήρι του Ντιβέγιεβο. Περνούσε μία περίοδο αγωνίας και απογοητεύσεως και ήθελε να φύγει από το Μοναστήρι, γιατί το διακόνημα της μαγείρισσας της προκαλούσε απέχθεια. Ο Άγιος Σεραφείμ είχε δώσει ευλογία να τον επισκεφθεί.
Πλησιάζοντας στο ασκητήριό του, αντίκρυσε τον ερημίτη καθιστό έξω από το κελλί του, με μία πελώρια αρκούδα μπροστά στα πόδια του!
-Βοήθεια, Πάτερ! Φώναξε η φτωχή μοναχή. Ήρθε το τέλος μου!
Εκείνος έδιωξε την αρκούδα και της είπε γελώντας:
-Όχι, μητερούλα, δεν ήρθε ακόμα το τέλος σου. Το τέλος σου είναι μακριά. Η αρκούδα δεν θα σε πειράξει. Αντίθετα, θα σε διασκεδάσει!Και, αφού την καθησύχασε με τα λόγια αυτά, την κάλεσε να καθίσει πλάι του επάνω σ’ έναν κορμό δέντρου. Η αρκούδα όμως πήγε και πάλι να ξαπλώσει μπροστά στα πόδια του.
Η αδελφή έτρεμε σύγκορμη. Ο Γέροντας ωστόσο έβγαζε κομματάκια ψωμιού από το σακούλι του και τάιζε την αρκούδα, τόσο ήρεμα, σαν να τάιζε κάποιο κατοικίδιο. Η μοναχή πήρε ξανά κουράγιο και, όταν αισθάνθηκε τελείως ασφαλής, ο Άγιος Σεραφείμ της έδωσε το υπόλοιπο ψωμί και την προέτρεψε να το δώσει η ίδια στην αρκούδα.
-Όχι, Πάτερ, θα φάει και το χέρι μου μαζί, απάντησε εκείνη.
-Πίστεψέ με, μητερούλα, δεν θα φάει το χέρι σου, είπε ο Άγιος χαμογελώντας. Η μοναχή πήρε το ψωμί και το έδωσε στο ζώο. Ήταν μάλιστα τόση η ευχαρίστηση που αισθανόταν, ώστε στενοχωρήθηκε πολύ, όταν τελείωσε το ψωμί.
-Θυμάσαι, μητερούλα, πώς ένα λιοντάρι υπηρετούσε τον Άγιο Γεράσιμο στην έρημο; Έτσι μία αρκούδα υπηρετεί τον φτωχό Σεραφείμ. Βλέπεις, τα ζώα μας υπακούουν! Και συ, χάνεις εύκολα το θάρρος σου. Γιατί; Κάνε υπομονή! Θα έχετε χαρές στο Μοναστήρι. Επισκέπτες διάσημοι θα έρθουν, ζητώντας τα νέα του φτωχού Σεραφείμ. Κι εσύ, δίχως δισταγμό, θα τους πεις τότε πως μαζί δώσαμε φαΐ σε μία αρκούδα. Αν είχα ένα ψαλίδι, θα έκοβα λίγο από το τρίχωμά της για απόδειξη. Σε ικετεύω, μητερούλα, μη χάνεις ποτέ το κουράγιο σου. Για τίποτα!
-Αν οι αδελφές έβλεπαν την αρκούδα, θα πέθαιναν από τον φόβο τους, του είπε η μοναχή.
-Μα δεν πρόκειται ποτέ να την δουν, την βεβαίωσε ο Άγιος Σεραφείμ.
-Αν την σκότωνε κάποιος θα λυπόμουν πολύ, είπε πάλι η μοναχή.
-Μα δεν πρόκειται ποτέ να την δουν, την βεβαίωσε ο Άγιος Σεραφείμ.
-Αν την σκότωνε κάποιος θα λυπόμουν πολύ, είπε πάλι η μοναχή.
-Κανείς δεν πρόκειται να την σκοτώσει, απάντησε με σιγουριά ο Άγιος. Εκτός από σένα, κανείς άλλος δεν θα την δη.
«Πώς θα με πιστέψουν οι αδελφές, όταν θα τους διηγηθώ αυτό το θαύμα», σκέφθηκε η μοναχή. Και ο Γέροντας, διαβάζοντας την σκέψη της, είπε:
-Πριν περάσουν ένδεκα χρόνια από τον θάνατό μου, δεν θα πεις σε κανέναν τίποτα. Μετά τα ένδεκα χρόνια, μητερούλα, θα ξέρεις σε ποιον να το πεις.
Η αδελφή γύρισε στο Ντιβέγιεβο με ανανεωμένο τον ζήλο για το διακόνημά της. Ένδεκα χρόνια μετά την κοίμηση του Οσίου, παρακολουθώντας η μοναχή κάποιον ζωγράφο, που αγιογραφούσε τον Άγιο Σεραφείμ, θυμήθηκε το επεισόδιο με την αρκούδα και το διηγήθηκε για πρώτη φορά. Έτσι επαληθεύθηκε η προφητεία του Αγίου.
Η αρκούδα αυτή, εκτός από συντροφιά, προσέφερε μερικές φορές και βοήθεια στον Άγιο Σεραφείμ. -Άκου δω, Μίσα, της είπε μία ημέρα που είχε επισκέπτες και οι οποίοι, ως συνήθως, έδειχναν φοβισμένοι στην θέα του θηρίου. Αντί να τρομάζεις τους ανθρώπους, δεν πηγαίνεις καλύτερα να μου φέρεις κάτι, να προσφέρω στους επισκέπτες μου;
Η αδελφή γύρισε στο Ντιβέγιεβο με ανανεωμένο τον ζήλο για το διακόνημά της. Ένδεκα χρόνια μετά την κοίμηση του Οσίου, παρακολουθώντας η μοναχή κάποιον ζωγράφο, που αγιογραφούσε τον Άγιο Σεραφείμ, θυμήθηκε το επεισόδιο με την αρκούδα και το διηγήθηκε για πρώτη φορά. Έτσι επαληθεύθηκε η προφητεία του Αγίου.
Η αρκούδα αυτή, εκτός από συντροφιά, προσέφερε μερικές φορές και βοήθεια στον Άγιο Σεραφείμ. -Άκου δω, Μίσα, της είπε μία ημέρα που είχε επισκέπτες και οι οποίοι, ως συνήθως, έδειχναν φοβισμένοι στην θέα του θηρίου. Αντί να τρομάζεις τους ανθρώπους, δεν πηγαίνεις καλύτερα να μου φέρεις κάτι, να προσφέρω στους επισκέπτες μου;
Εκείνη υπάκουσε, χώθηκε στο δάσος και σε λίγο επέστρεψε, περπατώντας όρθια στα πόδια. Στα μπροστινά κρατούσε μία κηρύθρα με μέλι!
Ας έχουμε την ευχή
του στάρετς Σεραφείμ του Σάρωφ!!!
Ἦχος δ’. "Ταχύ προκατάλαβε..."
Χριστῷ ἐκ νεότητος ἀκολουθήσας θερμῶς, εὐχαῖς καί δεήσεσιν, ἐν τῇ ἐρήμῳ Σαρώφ, ὡς ἄσαρκος ἤσκησας· ὅθεν τοῦ Παρακλήτου, δεδεγμένος τήν χάριν, ὤφθης τῆς Θεοτόκου, θεοφόρος θεράπων· διό σε μακαρίζομεν, Σεραφείμ Πάτερ Ὅσιε.
***********
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. "Ἐπεφάνης σήμερον..."
Ἐν Σάρωφ ὡς ἄγγελος, βεβιωμένος, Σεραφείμ μακάριε, ὤφθης δοχεῖον ἐκλεκτόν, τῶν χαρισμάτων, τοῦ Πνεύματος, λόγῳ πλουσίῳ ἐκφαίνων τά κρείττονα.
**************
Μεγαλυνάριον
Ὅλος ἀνακείμενος τῷ Χριστῷ, χαρίτων τῶν θείων, ἀναδέδειξαι θησαυρός, θαύμασι καί λόγοις, καί θείαις ὑποθήκαις ὦ Σεραφείμ παμμάκαρ, φωτίζων ἅπαντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου