Ο Άγιος Στέφανος ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, πρώτος στη σειρά, που εξέλεξε η Εκκλησία της Ιερουσαλήμ για να διακονεί στα γεύματα και να μεριμνά για τις χήρες και τους φτωχούς, μετά από υπόδειξη των δώδεκα Αποστόλων (Πράξ. 6,1-6).
Ήταν επίσης και ο πρώτος Χριστιανός μάρτυρας (πρωτομάρτυρας) που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη (Πράξ. 22,20). Το πότε και που γεννήθηκε ο Στέφανος, δε γίνεται γνωστό μέσα από τις Πράξεις των Αποστόλων.
Στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων υπήρχαν δύο ομάδες πιστών: την μια αποτελούσαν Ιουδαίοι, που μιλούσαν εβραϊκά, και την άλλη ελληνιστές Ιουδαίοι, που είχαν ζήσει σε ελληνιστικό περιβάλλον, είχαν γνωρίσει τα αγαθά του ελληνικού πολιτισμού και είχαν υποστεί επίδραση στη νοοτροπία και στη γλώσσα.
Από μέρους των Ελληνιστών υπήρξαν παράπονα ότι κατά την καθημερινή διανομή των τροφίμων παραμελούνταν οι χήρες τους. Οι Απόστολοι, αφού συγκέντρωσαν όλη την Εκκλησία, τους παρότρυναν να εκλέξουν επτά άντρες με καλή φήμη και γεμάτους σοφία, για να ασχοληθούν με τη διακονία των τραπεζών της αγάπης, ώστε εκείνοι να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στο κήρυγμα. Πράγματι η Εκκλησία εξέλεξε επτά άντρες και οι Απόστολοι τους χορήγησαν το Άγιο Πνεύμα. Αυτοί οι επτά ονομάστηκαν Διάκονοι, γιατί το έργο τους ήταν η ανιδιοτελής προσφορά υπηρεσιών στην Εκκλησία. Όλοι είχαν ελληνικά ονόματα Στέφανος, Φίλιππος, Πρόχορος, Νικάνορας, Τίμωνας, Παρμενίωνας, Νικόλαος (Πράξ. 6,1-6).
Οι εφτά διάκονοι, επομένως, είχαν ιδιαίτερη θέση στη ζωή της πρώτης Εκκλησίας, και το γεγονός ότι τα ονόματα τους ήταν ελληνικά, διευκόλυνε το άνοιγμα της Εκκλησίας στον ειδωλολατρικό κόσμο. Οι Πράξεις των Αποστόλων αναφέρουν ιδιαίτερες πληροφορίες για την δράση δύο εκ των επτά διακόνων, του Στεφάνου και του Φιλίππου.
Ο Στέφανος ήταν άνθρωπος γεμάτος πίστη και πνευματικά χαρίσματα. Ήταν άνθρωπος "πλήρης πίστεως και Αγίου Πνεύματος" και είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για την προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας.
Πέρα από τη διακονία που είχε στην εκκλησία ο Στέφανος έβρισκε καιρό και δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού (Πραξ. 6,8-15. 7,1-60). Ταυτόχρονα ο Στέφανος έκανε μεγάλα και καταπληκτικά θαύματα ανάμεσα στο λαό, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος. Ακόμη, σε συζητήσεις που είχε με ανθρώπους της συναγωγής, η δύναμη και η σοφία του Αγίου Πνεύματος που πλήρωνε τον Στέφανο, τους έκανε να μην μπορούν να τον αντιμετωπίσουν (Πράξ. 6,9-11).
Το κρίσιμο θέμα, γύρω από το οποίο περιστρέφονταν οι συζητήσεις, ήταν η σχέση του χριστιανικού μηνύματος με τον Ιουδαϊσμό. Ο Στέφανος απευθύνονταν στους αδελφούς και πατέρες του, όπως τους ονόμαζε, και τους έλεγε ότι ο Ναός και η ιδιαιτερότητα του ιουδαϊκού λαού ήταν πράγματα σεβαστά, αλλά σε μεγάλο βαθμό ξεπερασμένα. Είναι σκαλοπάτια στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου, που ξεπεράστηκαν με το έργο του Χριστού. Αντίθετα, κατά τη γνώμη των Ιουδαίων, με επικεφαλής το ιερατείο, τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, ο Θεός ήταν αποκλειστικά δικός τους, έπρεπε να λατρεύεται στο Ναό και ο Μωσαϊκός Νόμος ήταν αιώνιος.
Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των Ιουδαίων για το έργο του Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους. Οι Ιουδαίοι επειδή δεν μπορούσαν να αντικρίσουν τα επιχειρήματά του κατέφυγαν στο δόλο και στη βία. Ξεσήκωσαν το λαό και τους προεστούς με ψευδομάρτυρες που έλεγαν ότι τον άκουσαν να διδάσκει βλάσφημα για το Μωυσή, τον Ναό και τον Θεό, τον άρπαξαν με μίσος και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί.
Η απολογία του Στεφάνου αποτελεί πρότυπο πίστης, τόλμης και θάρρους. Ο Στέφανος στην απολογία του, χωρίς να φοβηθεί καθόλου, έκανε μια εκτενή αναδρομή στην ιστορική πορεία του εβραϊκού λαού. Τους επισήμανε τις ευεργεσίες του Θεού προς τον λαό, αλλά και τις παραλείψεις που πολλές φορές έδειξε ο λαός απέναντί στην συμφωνία με το Θεό. Τόνισε ιδιαίτερα την εχθρική στάση τους απέναντι στους Προφήτες, τους οποίους οι ίδιοι θανάτωσαν. Στην συνέχεια είπε ότι ο Θεός δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς και ολοκλήρωσε την απολογία του με οξύτατη κριτική στους θρησκευτικούς άρχοντες των Ιουδαίων (Πράξεις κεφ. 7).
Στο τέλος της απολογίας του και καθώς οι αρχιερείς εξαγριωμένοι έτριζαν τα δόντια τους, σηκώνοντας το βλέμμα του στον ουρανό και βλέποντας την δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού είπε: "Βλέπω τον ουρανό ανοιχτό και τον Υιό του Ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού" (Πράξ. 7,55-56).
Στο άκουσμα των λόγων αυτών, τα μέλη του Συνεδρίου όρμησαν με μανία πάνω στο Στέφανο και τον έβγαλαν έξω από την πόλη για να τον θανατώσουν με λιθοβολισμό (Πράξ. 8,1). Ένας νεαρός, που τον έλεγαν Σαούλ, ανέλαβε να φυλάει τα ρούχα αυτών που λιθοβολούσαν. Αυτός ο νεαρός είναι ο μετέπειτα Απόστολος Παύλος.
Κατά το μαρτύριό του ο διάκονος Στέφανος προσευχόμενος είπε: "Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου". Κατόπιν πέφτοντας στα γόνατα ακολούθησε πιστά το παράδειγμα του Διδασκάλου του, ζητώντας από τον Θεό να συγχωρήσει τους εκτελεστές του. Φώναξε δυνατά "Κύριε μην τους λογαριάσεις αυτήν την αμαρτία" και ξεψύχησε, δίνοντας με τον τρόπο αυτό την ομολογία της πίστεως του.
Ήταν ο πρώτος Χριστιανός που μαρτύρησε για την πίστη του, γι' αυτό και ονομάστηκε Πρωτομάρτυρας. Η μορφή του είναι η αρχή της γενιάς των μαρτύρων, μιας λαμπρής γενιάς στην ιστορία της χριστιανικής Εκκλησίας. Τον νεκρό πλέον Στέφανο τον έθαψαν και τον θρήνησαν (Πράξ. 8, 2), ενώ μετά το θάνατό του ακολούθησε διωγμός κατά των Χριστιανών.
Κατά την παράδοση το λείψανό του μεταφέρθηκε από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη. Τον Άγιο, Αρχιδιάκονο και Πρωτομάρτυρα Στέφανο, τον βλέπουμε κατά την μέση βυζαντινή περίοδο να αγιογραφείται ως νεαρός διάκονος, φορώντας ωμοφόριο και ιερατικό χιτώνα. Σε παλαιότερες αναπαραστάσεις όμως φορά απλά ένα ιερατικό χιτώνα για διάκονο της ύστερης αρχαιότητας. Σε μία από τις αρχαιότερες αναπαραστάσεις στο Σαν Λορέντζο της Ρώμης με το βιβλίο του Ευαγγελίου, αργότερα εμφανίζεται σε αναπαραστάσεις με βράχο στο κεφάλι του, σαν σύμβολο της κατάληξής του. Στη Δύση πολλές φορές απεικονίζεται μαζί με ένα ακόμα διάκονο και μάρτυρα, τον Άγιο Λαυρέντιο της Ρώμης (+258).
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία με ιδιαίτερη λαμπρότητα στις 27 Δεκεμβρίου, ενώ η ανακομιδή των λειψάνων του στις 2 Απριλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου