Είμαστε άραγε ιδιοκτήτες
ή απλοί διαχειριστές των αγαθών του Θεού;
Το άλλο πρόσωπο της περικοπής έχει όνομα. Λέγεται Λάζαρος και είναι πολύ φτωχός. Ζει κοντά στον πλούσιο και προσπαθεί να χορτάσει από τα αποφάγια του πλουσίου, παρέα με τους σκύλους που γλύφουν τις πληγές πού υπάρχουν στο άρρωστο κορμί του! Ενώ όμως βιώνει την έσχατη εξαθλίωση έχει την ελπίδα του στον Θεό. Δεν παραπονιέται για την δυστυχία του, δεν κακολογεί τον πλούσιο για την σκληρότητα που του δείχνει καθημερινά. Είναι ικανοποιημένος που μπορεί και κρατιέται στη ζωή έστω και με αυτά τα ελάχιστα.
Η κατάσταση πια άλλαξε οριστικά και δεν υπάρχει τώρα καμιά δυνατότητα για να γίνουν διορθωτικές κινήσεις. Ότι κάνουμε στη ζωή αυτή που ζούμε, έχει απόλυτο αντίκτυπο στην επόμενη, όταν όμως επέλθει ο θάνατος θα κριθούμε για ότι κάναμε και θα λάβουμε το δίκαιο αντίτιμο από τον Κριτή μας.
Τότε θα λησμονήσουμε Αυτόν που μας τα δίνει και τους διπλανούς μας που υποφέρουν. Θα πάθουμε ότι και ο πλούσιος της παραβολής μας.
Η σκληρότητα λοιπόν καταδικάζεται. Η θεοποίηση του πλούτου και η αδιαφορία για την αιώνια ζωή. Εφόσον υπάρχει θάνατος δεν είναι δυνατόν ποτέ να γίνουμε οριστικώς κάτοχοι οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου. Καλοί οικονόμοι και σωστοί διαχειριστές οφείλουμε να γίνουμε σ' όσα μας εμπιστεύθηκε η πρόνοια του Θεού.
Ο Θεός είναι γεμάτος από αγάπη και μακροθυμία απέναντί μας. Είναι ο πλάστης και ο σωτήρας μας. Μας σώζει το άπειρο έλεός Του εφόσον είμαστε και εμείς ελεήμονες κα ευσπλαχνικοί σε όσους έχουν την ανάγκη μας. Μην περιμένουμε το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού την στιγμή που εμείς φανήκαμε σκληροί και απάνθρωποι στην επίγεια ζωή μας. Αυτό είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο και δεν αλλάζει με τίποτα.
Εφόσον δεν ελεήσαμε τον αναγκεμένο αδελφό μας που τον βλέπουμε καθημερινά να ζητά από εμάς την αγάπη και την συμπόνια μας, πως θα έχουμε την απαίτηση να μας ελεήσει ο Θεός και να μας βοηθήσει στην δική μας ανάγκη;
Την καρδιά μας θα την δώσουμε εκεί που είναι ο αληθινός θησαυρός μας. Τα αγαθά που μας δίνει ο Θεός στον κόσμο αυτό είναι προσωρινά και έχουν σκοπό να καλύψουν τις βιοτικές μας ανάγκες. Στόχος μας πάντα οι ουράνιοι θησαυροί, τα αιώνια και αναφαίρετα αγαθά της θείας Βασιλείας. Όποιος προσφέρει στον πάσχοντα συνάνθρωπο προσφέρει στην πραγματικότητα στον ίδιο τον Θεό. Είναι ο καλύτερος έμπορος αφού ανταλλάσσει τα φθαρτά με τα άφθαρτα. Αν το καταλαβαίναμε αυτό όλοι μας δεν θα υπήρχε στον κόσμο δυστυχία και όλοι μας θα μοιραζόμαστε δίκαια τα αγαθά του Θεού. Θα ήταν όπως τα πρώτα χριστιανικά χρόνια που οι πιστοί μοιράζονταν μεταξύ τους τα πάντα.
Τότε μέσα στον κύκλο των πρώτων χριστιανών, υπήρχε σε μεγάλο βαθμό το συναίσθημα της κοινοκτημοσύνης και δύσκολα κάποιος θα πεινούσε γιατί οι άνθρωποι εκείνοι ήξεραν και μοιράζονταν εκτός από τα πλούτη τους, μοιράζονταν και την φτώχεια τους. Τώρα έγιναν οι καρδιές μας σκληρές και δεν αισθάνονται τον πόνο του διπλανού μας.
Η οικονομική κρίση και η κρίση των θεσμών και των αξιών που περνάμε αυτήν την στιγμή στην χώρα μας, είναι μία εξαιρετική ευκαιρία να δούμε τα πράγματα διαφορετικά και να ανοίξουμε τις καρδιές μας στους διπλανούς μας. Τότε η χαρά μας θα είναι μεγάλη και θα χαιρόμαστε περισσότερο να δίνουμε παρά να παίρνουμε. Θα μας φύγει το άγχος του πλουτισμού και θα νοιώθουμε σαν να ζούμε από τώρα στον Παράδεισο
Καλή Κυριακή σε όλους!!!
*παρακάτω με ένα κλικ στο "Διαβάστε περισσότερα", θα βρείτε την ευαγγελική περικοπή της Κυριακής 5ης Νοεμβρίου 2017 "Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου" (Λουκ. ιστ΄ 19-31) στο πρωτότυπο κείμενο και σε νεοελληνική απόδοση...
Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας
της Κυριακής 5ης Νοεμβρίου 2017
(εκ του κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Κεφάλαιο: ιστ΄ στοίχοι: 19 – 31)
Πρωτότυπο κείμενο:
Είπεν ο Κύριος: «άνθρωπος τις ήν πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον, ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς. Πτωχός δέ τις ήν ονόματι Λάζαρος, ός εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος, και επιθυμών χορτασθήναι απο των ψιχίων των πιπτόντων απο της τραπέζης του πλουσίου, αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού. Εγένετο δέ αποθανείν τον πτωχόν, και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ. Απέθανε δέ και ο πλούσιος και ετάφη. Και εν τω άδη, επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ απο μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. Και αυτός φωνήσας είπε, πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος, και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. Είπε δέ Αβραάμ: τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά. Νύν δέ ώδε παρακαλείται, σύ δέ οδυνάσαι. Και επι πάσι τούτοις, μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μή δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. Είπε δέ: ερωτώ ούν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου’ έχω γάρ πέντε αδελφούς, όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μή και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. Λέγει αυτώ Αβραάμ: έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών. Ο δέ είπεν: ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις απο νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. Είπε δέ αυτώ: ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.»
*********************
Νεοελληνική απόδοση:
Είπε ο Κύριος, «Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές, και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: ‘‘πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά’’. Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: ‘‘παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ’δω σ’ εσάς να μην μπορούν• ούτε οι από ’κει μπορούν να περάσουν σ’ εμάς’’. Είπε πάλι ο πλούσιος: ‘‘τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων’’. Ο Αβραάμ του λέει: ‘‘έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών• ας υπακούσουν σ’ αυτά’’. ‘‘Όχι, πατέρα μου Αβραάμ’’, του λέει εκείνος, ‘‘δεν αρκεί• αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν’’. Του λέει τότε ο Αβραάμ: ‘‘αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν’’».
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου