Την 16η του μηνός Νοεμβρίου, μνήμην επιτελούμεν
του Αγίου ενδόδου και πανεφήμου Αποστόλου
και Ευαγγελιστού Ματθαίου.
Παράγων ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον, καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ. Καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἀνακειμένου ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἰδοὺ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ ᾿Ιησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ. καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαῖοι εἶπον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες. πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν. οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν.
Απόδοση σε απλή γλώσσα
Προχωρῶντας πιὸ πέρα ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶδε νὰ κάθεται στὸ τελωνεῖο ἕνας ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν Ματθαῖο, καὶ τοῦ λέει· «᾿Ακολούθησέ με». Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ τὸν ἀκολούθησε. ᾿Ενῶ ἔτρωγε στὸ σπίτι, ἦρθαν πολλοὶ τελῶνες κι ἁμαρτωλοὶ καὶ κάθισαν μαζὶ μὲ τὸν ᾿Ιησοῦ καὶ τοὺς μαθητές του στὸ τραπέζι. ῞Οταν τὸ εἶδαν αὐτὸ οἱ Φαρισαῖοι, εἶπαν στοὺς μαθητές του· «Γιατί ὁ δάσκαλός σας τρώει μὲ τοὺς τελῶνες καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς;» ῾Ο ᾿Ιησοῦς, ποὺ τὸ ἄκουσε, τοὺς εἶπε· «Δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ γιατρὸ οἱ ὑγιεῖς ἀλὰ οἱ ἄρρωστοι. Καὶ πηγαίνετε νὰ μάθετε τί σημαίνει, ἀγάπη θέλω καὶ ὄχι θυσία. Γιατὶ δὲν ἦρθα νὰ καλέσω σὲ μετάνοια τοὺς δικαίους ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλούς».
Απόδοση σε απλή γλώσσα
Προχωρῶντας πιὸ πέρα ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶδε νὰ κάθεται στὸ τελωνεῖο ἕνας ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν Ματθαῖο, καὶ τοῦ λέει· «᾿Ακολούθησέ με». Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ τὸν ἀκολούθησε. ᾿Ενῶ ἔτρωγε στὸ σπίτι, ἦρθαν πολλοὶ τελῶνες κι ἁμαρτωλοὶ καὶ κάθισαν μαζὶ μὲ τὸν ᾿Ιησοῦ καὶ τοὺς μαθητές του στὸ τραπέζι. ῞Οταν τὸ εἶδαν αὐτὸ οἱ Φαρισαῖοι, εἶπαν στοὺς μαθητές του· «Γιατί ὁ δάσκαλός σας τρώει μὲ τοὺς τελῶνες καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς;» ῾Ο ᾿Ιησοῦς, ποὺ τὸ ἄκουσε, τοὺς εἶπε· «Δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ γιατρὸ οἱ ὑγιεῖς ἀλὰ οἱ ἄρρωστοι. Καὶ πηγαίνετε νὰ μάθετε τί σημαίνει, ἀγάπη θέλω καὶ ὄχι θυσία. Γιατὶ δὲν ἦρθα νὰ καλέσω σὲ μετάνοια τοὺς δικαίους ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλούς».
Ήταν τελώνης το επάγγελμα δηλαδή ενοικίαζε από το κράτος τα τέλη, τους φόρους και τους εισέπραττε αυτός. Το επάγγελμα αυτό οι Εβραίοι το θεωρούσαν άδικο και μισητό, διότι πλούτιζε τους τελώνες, από τις αδικίες που έκαναν με την υπερβολική είσπραξη των φόρων, οπότε και οι τελώνες δεν έχαιραν καμιάς εκτιμήσεως από τους συμπατριώτες τους. Οι Ρωμαίοι πάλι βολεύονταν από αυτήν την κάστα των Εβραίων, που έκαναν για αυτούς το επάγγελμα του φοροεισπράκτορα και έτσι τους έδιναν και ιδιαίτερα προνόμια.
Προηγουμένως ονομαζόταν Λευίς. Όταν ακολούθησε τον Χριστό, ονομάσθηκε Ματθαίος. Το Ματθαίος είναι σύντμηση του ονόματος Ματθανίας, που σημαίνει δώρο Θεού. Ο ίδιος αναφέρεται από όλους τους ευαγγελιστές στο μαθητικό κύκλο είτε ως 8ος στην κατάταξη (Μάρκ. 3,18. Λουκ. 6,15), είτε ως 7ος (Ματθ. 10, 3. Πράξ. 1,13.
Για την γνωριμία του με τον Χριστό, ο ίδιος γράφει στο ευαγγέλιο του, το οποίο και θα ακούσουμε από τους ιερείς μας την 16η του Νοεμβρίου του 2014, ημέρα κατά την οποία η Αγία μας Ορθόδοξος Εκκλησία εορτάζει την μνήμη του, η οποία φέτος συμπίπτει με την Αναστάσιμη ημέρα της Κυριακής, πως ενώ καθόταν στο τελωνείο του ο Ματθαίος, βλέπει να περνά από εκεί ο Κύριος, που του είπε «Ακολούθει μοι». Αμέσως άφησε και το τελωνείο και το σπίτι, και την οικογένεια και τον ακολούθησε πιστεύοντας στην θεότητα Του. Από τότε έγινε μαθητής του Ιησού και δεν έφυγε καθόλου από κοντά Του.
Μάλιστα μας διηγείται πως σε αυτήν την πρώτη επαφή του με τον Χριστό, τον φιλοξένησε πλούσια στο σπίτι του. Κάλεσε δε και τους συγγενείς του και τους φίλους του για να παρακινηθούν και να πιστέψουν στον Χριστό. Εκείνη την εποχή υπήρχε και μια άλλη κάστα Εβραίων, οι Φαρισαίοι, που δεν έβλεπαν με καλό μάτι την επιρροή του Ιησού στον λαό, αλλά έχαιραν της εκτιμήσεως ή του φόβου μεγάλου μέρους των Εβραίων και οι οποίοι βρίσκοντας αφορμή για να σπείρουν διχόνοιες ανάμεσα στους ακολούθους Του, βλέποντας Τον να συγχνωτίζεται με τελώνες και αμαρτωλούς υποκριτικά δυσανασχετούσαν υποδεικνύοντας τις κακές παρέες του διδασκάλου, μα ο Χριστός τους αποστόμωσε όλους, όπως πάντοτε άλλωστε με τον μεστό λόγο Του "οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες" και ακόμη περισσότερο"οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν".
Πρώτον λοιπόν σ’ αυτό διηγείται την κατά σάρκα γέννηση του Χριστού, την Βάπτιση, τους πειρασμούς στην έρημο, τους οποίους πέρασε, καθώς και την δική του πρόσκληση. Ομολογεί μόνος του, ότι ήταν αρχιτελώνης για να κατηγορήσει μόνος του τον εαυτόν του με ταπεινοσύνη, ότι ήταν αμαρτωλός και μέτριος άνθρωπος και όχι σπουδαίος. Αυτό το Ευαγγέλιο το έστειλε στους νεοφώτιστους Ιουδαίους. Κατόπιν δίδαξε τους Πάρθους και τους Μήδους και ίδρυσε Εκκλησίες σ’ αυτούς. Έπειτα δίδαξε σε άλλα έθνη πολύγλωσσα, στα οποία βασανίσθηκε. Κακοπάθησε από πείνα και
δίψα. Υπέφερε και από δαρμούς. Αλλά όλα τα υπέμενε, γιατί είχε βοηθό τον Θεό.
Ύστερα από αυτά, σκέφθηκε ο θείος Απόστολος να ησυχάσει σε κάποιο μέρος, για να ενωθεί περισσότερο με τον Θεό. Ανέβηκε λοιπόν σε ψηλό βουνό, και ασκήτεψε πολύ καιρό. Το ίδιο ρούχο φορούσε πάντοτε, χωρίς σπίτι, χωρίς σπήλαιο. Μόνον από τον ουρανό σκεπαζόταν και όπως λέγει η παράδοση με αυτόν τον τρόπο της ζωής του κατάφερε και έφθασε πολύ κοντά στον Θεό, πράγμα που επιζητούσε και προσπαθούσε σε όλη του την επίγεια ζωή.
Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος,
το ραβδί και ο Βασιλιάς.
Μια μέρα κατά την παράδοση, του φανερώθηκε ο Κύριος σαν παιδί. Του άπλωσε το δεξί του χέρι και του έδωκε ένα ραβδί και του είπε:το ραβδί και ο Βασιλιάς.
"Κατέβα από το βουνό και πήγαινε στην πόλη Μυρμήνη. Φύτεψε αυτό το ραβδί στο κατώφλι της εκκλησίας και αυτό θα ριζωθεί με τη δική μου δύναμη και θα γίνει δένδρο πολύκαρπο. Από τους κλώνους του θα στάζει μέλι γλυκύτατο και από τη ρίζα του θα βγει βρύση. Από το νερό αυτό θα λούζονται οι άνθρωποι της χώρας, που έχουν κακία σαν θηρία και με τη γλυκάδα του δένδρου θα γλυκάνουν τα αισθήματά τους, και θα παύσουν τις παρανομίες τους".
Ο Απόστολος Ματθαίος πήρε με ευλάβεια από τα χέρια του Κυρίου το ραβδί, και έφυγε για να εκτελέσει ότι του είπε. Στο δρόμο απάντησε τη βασίλισσα της χώρας εκείνης, που λεγόταν Φουλβάνα. Τη συνόδευαν ο υιός και η νύφη της, που είχαν δαιμόνια. Αυτά άρχισαν να φωνάζουν στον Απόστολο:
"Ποιος σε ανάγκασε να έλθεις εδώ στον τόπον μας; Ποιος σου έδωκε το ραβδί αυτό για να μας αφανίσεις;"
Ο Απόστολος με μαλακή φωνή τα διέταξε να φύγουν και θεράπευσε και τους δύο. Αυτοί τον ακολούθησαν με υποταγή, εύτακτοι και ήσυχοι. Ο Επίσκοπος της χώρας, όταν έμαθε την παρουσία του Αποστόλου, βγήκε με τους κληρικούς του όλους να τον υποδεχθεί, όπως έπρεπε. Κατόπιν και οι δύο επήγαν μαζί στην πόλη και φύτεψαν το ραβδί μπροστά στο ναό, με την ευλογία του Κυρίου. Τότε παρευθύς (ώ του θαύματος) ρίζωσε το ξερό εκείνο ξύλο και έκαμε κλάδους και καρπό ώριμο, γλυκύτερο από το μέλι. Από τη ρίζα του βγήκε νερό. Όλοι όσοι ήσαν εκεί θαύμασαν, όταν είδαν τέτοιο εξαίσιο θέαμα. Αυτό το έμαθε όλη η πόλη. Πλήθος από πολίτες έρχονταν, έπιναν νερό, έτρωγαν από τους καρπούς, και η σκληρότητά τους γινόταν ημερότητα και πραότητα.
Όταν έμαθε ο βασιλεύς αυτό το θαύμα, ημέρωσε η ψυχή του λίγο. Άλλα κατόπιν τον παρακίνησε ο σατανάς να κάψει τον Απόστολο ζωντανό, διότι η βασίλισσα δεν έφευγε κοντά από τον ευεργέτη της, τον Απόστολο. Ο Κύριος όμως φάνηκε μια νύκτα στον Απόστολο και του είπε:
"Αν και ο βασιλεύς ετοιμάζει βάσανα για σένα, μη φοβάσαι. Έχεις εμένα βοήθειά σου".
Αυτή την φανέρωση του Σωτήρος την διηγήθηκε στον Επίσκοπο και ευχαριστούσε τον Θεό.
Έστειλε τότε ο βασιλεύς τέσσερις στρατιώτες να πιάσουν τον Απόστολο, αλλά μόλις τον πλησίασαν τυφλώθηκαν. Τυφλοί πλέον αυτοί οδηγήθηκαν στον βασιλέα και του
ανήγγειλαν τι έπαθαν. Έξω φρενών ο βασιλεύς έγινε και στέλλει άλλους τέσσερις στρατιώτες. Αλλά και αυτοί όταν πλησίασαν, έπαθαν το ίδιο. Ήταν εκεί ο Κύριος Ιησούς σαν παιδί ωραίο, με λαμπρές ακτίνες τόσον ισχυρές σε λαμπρότητα, που οι στρατιώτες θαμπώθηκαν και δεν μπορούσαν να δούν. Γύρισαν και αυτοί, και διηγήθηκαν το όραμα.
Τότε πήγε ο ίδιος ο Άρχοντας θυμωμένος, θέλοντας να σκοτώσει με τα χέρια του τον Απόστολο. Αλλά αμέσως• μόλις πλησίασε, τυφλώθηκε. Τρέμοντας από το φόβο του, έπεσε στα πόδια του Αποστόλου με ταπείνωση, λέγοντας:
"Συγχώρησε μου την αδικία και φώτισε μου τα μάτια".
Ο Απόστολος τον λυπήθηκε, του έκανε το σημείο του Σταυρού και ξαναείδε το φως του. Ο ηγεμόνας αυτός όμως αποδείχθηκε αχάριστος. Μόλις απέκτησε το φως του, διέταξε τους στρατιώτες να καρφώσουν στη γη τα χέρια και τα πόδια του Αποστόλου. Έπειτα να βάλουν σωρό ξύλα και να τα περιχύσουν με λίπος από δελφίνι και με πίσσα. Αμέσως οι δήμιοι άρπαξαν τον Άγιο και τον έφεραν στον ετοιμασμένο βωμό και αφού τον κάρφωσαν, σύμφωνα με την διαταγή, άναψαν τα ξύλα απάνω του. Τότε όμως με θαύμα δροσίστηκε το καμίνι, που τριζοβολούσε από τη φωτιά και δεν έκαιγε καθόλου. Το θαύμα αυτό έκανε όλους τους ειδωλολάτρες, που ήσαν εκεί να τρομάξουν και δόξαζαν τον Θεό του Αποστόλου Ματθαίου, με μεγάλη φωνή και θαυμασμό.
Ο Βασιλεύς, ακούγοντας τις φωνές, ταράχτηκε και ρώτησε γιατί φώναζαν. Όταν έμαθε για το θαύμα που έγινε, πήγε κοντά στο δροσερό καμίνι, όπου κανονικά θα έπρεπε να καίγεται ο Άγιος Ματθαίος σφαδάζοντας από τους πόνους και με μεγάλο εγωϊσμό, για να αποδείξει την δύναμη των δικών του Θεών, έβαλε τα χρυσά είδωλα και αγάλματα τους επάνω στο καμίνι, τα οποία όμως κατακάηκαν και έλιωσαν από την δύναμη της φωτιάς και κατευθύνονταν προς τον αχάριστο ηγεμόνα, ο οποίος το έβαλε στα πόδια τρομαγμένος, μήπως τον φθάσει η φωτιά και ταυτόχρονα παρακαλώντας τον Άγιο για να τον γλυτώσει από το λιωμένο κράμα χρυσού, πράγμα που έκανε προσευχόμενος ο Ευαγγελιστής και τον γλύτωσε θαυματουργικά για δεύτερη φορά.
Έπειτα λέγει ο Απόστολος: "Κύριε, στα χέρια Σου παραδίδω την ψυχή μου".
Έτσι έφυγε το Πνεύμα του για την ουράνια αγαλλίαση. Το τίμιο και πάνσεπτο λείψανο του έμεινε σώο και αβλαβές από την φωτιά. Τότε ο βασιλεύς προστάζει να το βάλουν σε
βασιλικό κρεβάτι, το οποίο σηκώνοντας αυλικοί και προύχοντες στους ώμους τους το επήγαν στα ανάκτορα.
Επειδή όμως ο βασιλεύς και πάλι, παρόλα όσα έγιναν, δεν είχε σωστή πίστη στην ψυχή του, αλλά αμφέβαλλε, πρόσταξε να κάμουν σιδερένια θήκη, στην οποίαν ασφάλισε το λείψανο του Αγίου και είπε στους συμβούλους του:
"Εάν ο Θεός, τον οποίον γνωρίσαμε δια μέσου αυτού του Αγίου, τον φυλάξει αβλαβή από το βάθος της θάλασσας, όπως το φύλαξε από τη φωτιά, αυτός είναι ανώτερος και
δυνατός Θεός και των στοιχείων εξουσιαστής. Πρέπει τότε να αρνηθούμε τους θεούς μας, επειδή ούτε τον εαυτό τους μπόρεσαν να σώσουν από την φωτιά, και να σεβόμαστε
χωρίς δισταγμό και αμφιβολία αυτόν τον Θεό τον Παντοδύναμο".
Μόλις είπε αυτά διέταξε και έριξαν τη θήκη, με το ιερό Λείψανο στη θάλασσα. Η σιδερένια θήκη στη στιγμή καταποντίσθηκε. Την νύκτα παρουσιάζεται ο Ευαγγελιστής στον Επίσκοπο, και του λέγει:
"Πήγαινε στα ανατολικά του παλατιού, να βρεις μαζί με τη σιδερένια θήκη και το Λείψανο μου".
Ο Επίσκοπος αμέσως το πρωί πήγε με εκλεκτούς λίγους άνδρες στον τόπο, που του υπόδειξε ο Άγιος. Βλέποντας τη λάρνακα που ερχόταν επάνω στα κύματα πλέοντος, άρχισαν να ψάλλουν ύμνους στον Κύριο, ο οποίος λύτρωσε τον άξιον δούλο του, και από τη φωτιά και από το νερό.
Ο βασιλεύς θαύμασε με τα θαύματα αυτά της θείας χάριτος, και αμέσως περιφρόνησε την απιστία του και τους ψεύτικους θεούς του. Ανεγνώρισε την πλάνη του, με πραγματική ταπείνωση, και ζήτησε από τον Επίσκοπο να του δώσει συγχώρηση και να τον βαπτίσει. Ο Επίσκοπος κατάλαβε, ότι τον παρακαλούσε με θερμότητα αληθινού πιστού, και
δόξασε τον Κύριο. Αμέσως του διάβασε τους εξορκισμούς κατά του δαίμονος, κατά πρώτον. Έπειτα καθώς τον βάπτιζε, συνέβη και άλλο θαύμα. Άκουσε μια φωνή από άνωθεν, που του έλεγε:
"Μη ονομάσεις αυτόν Φουλβιανόν, αλλά Ματθαίον".
Μετά το βάπτισμα, ο βασιλεύς αναγεννήθηκε με το όνομα του Αποστόλου κυριολεκτικώς. Ύστερα από επτά ημέρες, συνέτριψε τα είδωλα, όσα ήσαν σε όλους τους τόπους των.
Επιμελήθηκε το Άγιο Λείψανο, όπως έπρεπε και έκαμε όλους τους υπηκόους του να βαπτισθούν. Ύστερα από αυτά πάλιν εφάνη ο Απόστολος στον Επίσκοπο και του λέγει:
"Χειροτόνησε τον βασιλέα. Επίσκοπο και τον υιό του διάκονο. Μετά τρία έτη μέλλει να έλθεις και εσύ προς τον Κύριο. Τότε ας γίνει ο συνώνυμος μου βασιλεύς Επίσκοπος και
μετά την τελείωση αυτού ας γίνει ο υιός του διάδοχος".
Όλα έγιναν όπως ο Απόστολος επεθύμησε. Μετά τρία έτη ο Πλάτων άφησε την ζωή και έφυγε προς Κύριο. Κέρδισε την ουράνια βασιλεία με την αφοσίωση του στον Χριστό και
Θεό του. Άφησε στον βασιλέα Ματθαίον τον θρόνο του και εκείνος αργότερα στον υιό του, όπως διέταξε ο Απόστολος.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου