Εἰς τήν Σταύρωσιν Ζῶν εἶ Θεός σύ, καί νεκρωθείς ἐν ξύλῳ, Ὦ νεκρέ γυμνέ, καί Θεοῦ ζῶντος Λόγε. Εἰς τόν εὐγνώμονα Λῃστήν Κεκλεισμένας ἤνοιξε τῆς Ἐδέμ πύλας, Βαλών ὁ Λῃστής κλεῖδα τό, Μνήσθητί μου.
Την Παρασκευή, στέλνεται ο Ιησούς δέσμιος από τον Αρχιερέα Καϊάφα και τους συν αυτώ, στον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο. Αυτός, αφού Τον ανέκρινε με πολλούς τρόπους και αφού ομολόγησε δυο φορές ότι ο Ιησούς είναι αθώος, έπειτα, για να ευχαριστηθούν οι Ιουδαίοι, τον καταδικάζει σε θάνατο, και αφού τον μαστίγωσε σαν δραπέτη δούλο τον Δεσπότη των όλων, Τον παρέδωσε για να σταυρωθεί, κατ' απαίτησιν των Εβραίων "Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν..." , αφού όμως πρώτα δήλωσε νίπτοντας τα χέρια του ότι "ἀθῷός εἰμι ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε." και έλαβε την διαβεβαίωση από τον εβραϊκό λαό "καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε· τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν.".
Από ’κει και πέρα ο Ιησούς, αφού παραδόθηκε στους στρατιώτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται με ακάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σαν σκήπτρο, προσκυνείται χλευαστικά, φτύνεται και χτυπιέται στο πρόσωπο και στο κεφάλι, σύμφωνα με την μαρτυρία στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (κεφάλαιο κζ΄ 1-66), που ακούγεται την Μεγάλη Παρασκευή το πρωΐ, στον Εσπερινό της Αποκαθηλώσεως.
60 και το έθεσε μέσα στο καινούργιο μνήμα του που λατόμησε στο βράχο. Και αφού κύλησε ένα λίθο μεγάλο στη θύρα του μνήματος, έφυγε.
Μετά, φορώντας πάλι τα ρούχα του και βαστάζοντας το Σταυρό, πηγαίνει προς τον Γολγοθά, τον τόπο της καταδίκης και εκεί, γύρω στην Τρίτη ώρα της ημέρας, σταυρώνεται μεταξύ δυο ληστών, βλασφημείται από αυτούς που είχαν πάει στον Γολγοθά μαζί του, μυκτηρίζεται από τους αρχιερείς, ποτίζεται από τους στρατιώτες με ξύδι ανακατεμένο με χολή, αλλά μέσα στο ατέρμονο και φρικτό Πάθος του συγχωρεί τον έναν εκ των ληστών και τον κάνει πρώτο ένοικο του Παραδείσου.
Γύρω στην ενάτη ώρα, αφού βγάζει πρώτα φωνή μεγάλη, και λέει: «Τετέλεσται», εκπνέει «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», την ώρα κατά την οποία σφάζονταν, σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο, θαρρείς από φρικτή ειρωνεία και μόνο, ο πασχαλινός αμνός, έθιμο που πήραν οι πρώτοι χριστιανοί, που ήταν εβραϊκής καταγωγής και το έβαλαν στην παράδοση τους μεταλλάσσοντας το συμβολικά, για να περάσει πολύ αργότερα και στους χριστιανούς Έλληνες, όμως αλλάζοντας εντελώς τον συμβολισμό του ώστε να θυμίζει την θυσία του Αμνού του Θεού και την χαρά της Ανάστασης του Κυρίου μας.
Τέλος, κατά τη δύση του ηλίου, κατόπιν συμφωνίας με τον Πόντιο Πιλάτο, έρχεται ο Ιωσήφ από Αριμαθείας και ο Νικόδημος μαζί με αυτόν, και οι δυο κρυφοί μαθητές του Ιησού, αποκαθηλώνουν από το Σταυρό το πανάγιο του διδασκάλου σώμα, το αρωματίζουν, το τυλίγουν με καθαρό σεντόνι και αφού το έθαψαν σε καινούργιο τάφο, κυλούν στο στόμιο του μεγάλο λίθο.
Αυτά τα φρικτά, αλλά και παράλληλα σωτήρια, πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, επιτελούμε σήμερα Μεγάλη Παρασκευή, και εις ανάμνηση αυτών παραλάβαμε από αποστολική διαταγή, την νηστεία της Παρασκευής, ως ένδειξη πένθους για τον θάνατο του Χριστού μας.
Στις Ενορίες όλης της Ορθοδοξίας, το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, ψάλλονται οι Μεγάλες Ώρες, όπου στην Θ΄ Ώρα ακούμε τον ιερέα μπροστά στο Εσταυρωμένο Κύριο μας και κατόπιν και τους δύο χορούς μαζί του στο κέντρο του σολέα, να λένε:
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων βασιλεύς.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.
Ράπισμα κατεδέξατο, ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας.
Λόγχη εκεντήθη, ο υιός της Παρθένου.
Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.
Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.
Τέλος, κατά τη δύση του ηλίου, κατόπιν συμφωνίας με τον Πόντιο Πιλάτο, έρχεται ο Ιωσήφ από Αριμαθείας και ο Νικόδημος μαζί με αυτόν, και οι δυο κρυφοί μαθητές του Ιησού, αποκαθηλώνουν από το Σταυρό το πανάγιο του διδασκάλου σώμα, το αρωματίζουν, το τυλίγουν με καθαρό σεντόνι και αφού το έθαψαν σε καινούργιο τάφο, κυλούν στο στόμιο του μεγάλο λίθο.
Αυτά τα φρικτά, αλλά και παράλληλα σωτήρια, πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, επιτελούμε σήμερα Μεγάλη Παρασκευή, και εις ανάμνηση αυτών παραλάβαμε από αποστολική διαταγή, την νηστεία της Παρασκευής, ως ένδειξη πένθους για τον θάνατο του Χριστού μας.
Στις Ενορίες όλης της Ορθοδοξίας, το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, ψάλλονται οι Μεγάλες Ώρες, όπου στην Θ΄ Ώρα ακούμε τον ιερέα μπροστά στο Εσταυρωμένο Κύριο μας και κατόπιν και τους δύο χορούς μαζί του στο κέντρο του σολέα, να λένε:
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων βασιλεύς.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.
Ράπισμα κατεδέξατο, ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας.
Λόγχη εκεντήθη, ο υιός της Παρθένου.
Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.
Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.
Αργότερα κατά τον Εσπερινό του Σαββάτου, της Αποκαθηλώσεως,
που ακολουθεί αμέσως μετά τις Ώρες,
διαβάζεται και πάλι από τον ιερέα εμελλώς, το Ευαγγέλιο της Αποκαθηλώσεως, όπου στο τέλος του κατεβάζει το σώμα του Χριστού και το τυλίγει μέσα στο σεντόνι, (το Ευαγγέλιο το οποίο μπορείτε να βρείτε στο τέλος του άρθρου μας), και κατόπιν στο τέλος του Εσπερινού τοποθετείται το ολοκέντητο πανί του Σώματος του Κυρίου μας, "Επιτάφιος" όπως συνηθίζουμε να το αποκαλούμε,
που ακολουθεί αμέσως μετά τις Ώρες,
διαβάζεται και πάλι από τον ιερέα εμελλώς, το Ευαγγέλιο της Αποκαθηλώσεως, όπου στο τέλος του κατεβάζει το σώμα του Χριστού και το τυλίγει μέσα στο σεντόνι, (το Ευαγγέλιο το οποίο μπορείτε να βρείτε στο τέλος του άρθρου μας), και κατόπιν στο τέλος του Εσπερινού τοποθετείται το ολοκέντητο πανί του Σώματος του Κυρίου μας, "Επιτάφιος" όπως συνηθίζουμε να το αποκαλούμε,
μέσα στον στολισμένο από την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ ακόμα Κιβώριο, που θα λιτανεύσουμε το βράδυ της μεγάλης Παρασκευής κατά την διάρκεια του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, του Επιταφίου Θρήνου.
και της ενημέρωσης των μελών της για την λατρεία μέσα στην Εκκλησία μας, αλλά και λόγω της αμεσότητας του internet, σε όλους τους διαδικτυακούς φίλους της και σε όλους όσους έχουν την διάθεση της αναζήτησης μέσα στην διδασκαλία του Κυρίου μας και στα πατερικά διδάγματα, ανέλαβε και αυτή, από την δική της πλευρά και με την επίκαιρη και άμεση χρήση του διαδικτύου, το έργο της κατήχησης, αλλά και της ενημέρωσης.
Έτσι μέσα στην Μεγάλη Εβδομάδα, αυτή των Παθών του Κυρίου μας, πρόβαλε την κάθε ημέρα ξεχωριστά με τα καθημερινά άρθρα της, το φωτογραφικό υλικό, τις ενοριακές ειδήσεις και τα σχόλια των συντακτών της.
Θέλησε έτσι, και αυτός ήταν ο σκοπός της εξ' αρχής, να καθυποτάξει το νέο, γρήγορο και πολύ δυνατό αυτό εργαλείο που ονομάζεται διαδίκτυο, και μέσω της επίσημης ιστοσελίδας του Ιερού Ναού μας, αλλά και της δεύτερης ιδιαίτερης ιστοσελίδας της "Ιθάκης" της Ενοριακής Νεανικής Εστίας της, να το θέσει υπό της επιταγές των δραστηριοτήτων της γιατί, γνώμη μας είναι, πως καθετί, όσο επικίνδυνη και αν είναι η κακή χρήση του, μπορεί να βοηθήσει για καλό, φθάνει να χρησιμοποιείται με σύνεση, μελέτη και γνώση του κινδύνου.
Θέλησε έτσι, και αυτός ήταν ο σκοπός της εξ' αρχής, να καθυποτάξει το νέο, γρήγορο και πολύ δυνατό αυτό εργαλείο που ονομάζεται διαδίκτυο, και μέσω της επίσημης ιστοσελίδας του Ιερού Ναού μας, αλλά και της δεύτερης ιδιαίτερης ιστοσελίδας της "Ιθάκης" της Ενοριακής Νεανικής Εστίας της, να το θέσει υπό της επιταγές των δραστηριοτήτων της γιατί, γνώμη μας είναι, πως καθετί, όσο επικίνδυνη και αν είναι η κακή χρήση του, μπορεί να βοηθήσει για καλό, φθάνει να χρησιμοποιείται με σύνεση, μελέτη και γνώση του κινδύνου.
Ειδικά τα προηγούμενα χρόνια αλλά και φέτος, που τίποτε δεν είναι το ίδιο, λόγω μιας περίεργης πανδημίας και ενός ακόμα πιο περίεργου κορωνοϊού, που του έδωσαν και ένα "θανατηφόρο" όνομα, τον είπαν, covid-19, λες και δεν ήταν αρκετά τρομακτικός από μόνος του, που ήρθε από το πουθενά στις αρχές του 2020 και κάθισε στον σβέρκο μας για δυο ολόκληρα χρόνια και συνεχίζει, πήρε το χαμόγελο αισιοδοξίας και άλλαξε την ζωή μας, μας, ενώ τώρα, το 2022 πια, ενώ πλησιάζει το 3ο Πάσχα και Ανάσταση μαζί του, αλλά σε ύφεση σαφώς, και ενώ συνεχίζει όμως να απειλεί κάθε μορφή δραστηριότητας και λατρείας μας, αφού ακόμα δίνει κρούσμα, θανάτους και νοσηλείες και μας αφήνει να μετράμε τις πληγές μας, και να φοβόμαστε να ζήσουμε την ζωή μας όπως παλαιά!!!
Εν έτι 2022, λοιπόν, και εν δυνάμει "μελλοθάνατοι" ακόμα όλοι... όπως μας λένε, αφού οι επιστήμονες μας ακόμα δεν γνωρίζουν και πολλά για αυτόν τον επιθετικό ιό, και ενώ από την μία έχουν βρει ταχύτατα το εμβόλιο για να αναχαιτίσουν την μεταδοτικότητα του, από την άλλη αδυνατούν να το χρησιμοποιήσουν σωστά μαλώνοντας μεταξύ τους και δημιουργώντας προβλήματα ο ένας στον άλλο κατά την προώθηση του στην κοινωνία που το έχει τόση ανάγκη, πουλώντας το οι φαρμακευτικές εταιρίες σε όποιον προσφέρει τα περισσότερα χρήματα...ενώ παράλληλα το αποκαλούν χωρίς ντροπή δημόσιο αγαθό.
Και ενώ έχει δημιουργηθεί σε όλους εμάς αυτό το νοσηρό περιβάλλον, το οποίο και καλείται σήμερα να διαχειριστεί η ανθρωπότητα, μπορούμε να αναγνωρίσουμε στον κορωνοϊό και κάτι καλό. Όλοι έχουμε πια περισσότερο ελεύθερο χρόνο, για ενδοσκόπηση, για διάβασμα, για γράψιμο, ενώ το διαδίκτυο και η αμεσότητα του νομίζω πως τώρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως "όπλο", ως εφαλτήριο, ως βοήθημα και δεκανίκι, ειδικά από τον Ορθόδοξο Έλληνα Χριστιανό, που αποκόπηκε τόσον καιρό από το οξυγόνο που τροφοδοτούσε την ψυχή του, την εκκλησιά της γειτονιάς του, την Θεία Ευχαριστία, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και Σωτήρα του, για δυο ολόκληρα χρόνια, αλλά και την γλυκιά χαρμολύπη της Ορθοδοξίας που πάντα έρεε και τώρα σταμάτησε να κυλά μέσα στο αίμα του. Με ποιόν τρόπο;
Επιλέγοντας τα άρθρα και τις αναρτήσεις της Ενορίας μας, αλλά και την ευκαιρία που του δίνει η δική μας ιστοσελίδα να ζήσουν οι αναγνώστες της, έστω και εικονικά...πως αλλιώς θα μπορούσε άλλωστε, την Μεγάλη Εβδομάδα, ελπίζοντας σε μια "μεταχρονολογημένη" και κανονική...απολύτως κανονική Ανάσταση, για το 2023, και για πάντα... πρώτα και πάντα ο καλός Θεός μας!!!
Κακά τα ψέματα όμως...το δια ζώσης είναι αυτό που γνωρίζει καλά ο Έλληνας χριστιανός. Αυτό θέλει μέσα στην εκκλησιά του και για την λατρευτική περίοδο αυτή. "Δια ζώσης", το οποίο και όποιος το θελήσει, παρά την όλη ασχήμια της ζωής μας, μπορεί να το αναζητήσει, φέτος με λιγότερα μέτρα, με λίγες απαγορεύσεις, αλλά και με ανοιχτούς τους Ιερούς Ναούς μας, αναμένοντας το πέρασμα, το Πάσχα, την Ανάσταση!!!
Καλή Ανάσταση αδελφοί μου!!!
*παρακάτω, αν θέλετε μπορείτε να βρείτε τα Ευαγγέλια των Ωρών της Μεγάλης Παρασκευής στο αρχαίο κείμενο, αλλά και το Ευαγγέλιο του Εσπερινού της Μεγάλης Παρασκευής στο πρωτότυπο αρχαίο κείμενο του Αποστόλου Ματθαίου, αλλά και στην νεοελληνική απόδοση του...
ΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ & ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ & ΜΕΓΑΛΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΝ
εις την Ακολουθία των Ώρων
(τελούνται το πρωΐ της Μεγάλης Παρασκευής)
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ Α΄ΩΡΑΣ
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον.
Κεφ. 27: 1-56
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, πρωΐας γενομένης, συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὥστε θανατῶσαι αὐτόν· καὶ δήσαντες αὐτὸν, ἀπήγαγον, καὶ παρέδωκαν αὐτὸν Ποντίῳ Πιλάτῳ, τῷ ἡγεμόνι. Τότε ἰδὼν ᾿Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν, ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς, ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς Ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς Πρεσβυτέροις, λέγων· Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. Οἱ δὲ εἶπον· Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει. Καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ, ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν, ἀπήγξατο. Οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς, λαβόντες τὰ ἀργύρια, εἶπον· Οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ αἵματός ἐστι. Συμβούλιον δὲ λαβόντες, ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ Κεραμέως, εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις· διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος, ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον. Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ ῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· «Καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου, ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν ᾿Ισραήλ, καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ Κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος.» ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ Ἡγεμόνος, καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Ἡγεμὼν, λέγων· Σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· Σὺ λέγεις· Καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν Ἀρχιερέων καὶ τῶν Πρεσβυτέρων, οὐδὲν ἀπεκρίνατο. Τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; Καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα· ὥστε θαυμάζειν τὸν Ἡγεμόνα λίαν. Κατὰ δὲ ἑορτὴν, εἰώθει ὁ Ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον, ὃν ἤθελον. Εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον, λεγόμενον Βαραββᾶν. Συνηγμένων οὖν αὐτῶν, εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν; Βαραββᾶν, ἢ ᾿Ιησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; ᾔδει γὰρ, ὅτι διὰ φθόνον, παρέδωκαν αὐτόν. Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος, ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίω ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾿ ὄναρ δι᾿ αὐτόν. Οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους, ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν ἀπολέσωσιν. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἡγεμὼν, εἶπεν αὐτοῖς· Τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; Οἱ δὲ εἶπον· Βαραββᾶν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τί οὖν ποιήσω ᾿Ιησοῦν, τὸν λεγόμενον Χριστόν; Λέγουσιν αὐτῷ πάντες· Σταυρωθήτω. Ὁ δὲ Ἡγεμὼν ἔφη· Τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν; Οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον, λέγοντες· Σταυρωθήτω. Ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος, ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ, ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου, λέγων· Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. Καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς, εἶπε· Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν. Τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν φραγελλώσας, παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ. Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ Ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν ᾿Ιησοῦν εἰς τὸ Πραιτώριον, συνήγαγον ἐπ᾿ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν· καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν, περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην, καὶ πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν, ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ κάλαμον ἐπὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ, ἐνέπαιζον αὐτῷ, λέγοντες· Χαῖρε ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων· Καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν, ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. Καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι. ᾿Εξερχόμενοι δὲ, εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον, ὀνόματι Σίμωνα· τοῦτον ἠγγάρευσαν, ἵνα ἄρῃ τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ. Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅς ἐστι λεγόμενος Κρανίου τόπος, ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος, οὐκ ἤθελε πιεῖν. Σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν, διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, βαλόντες κλῆρον, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Προφήτου· «Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον»· καὶ καθήμενοι, ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ. Καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· Οὗτός ἐστιν ᾿Ιησοῦς ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων. Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων. Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν, κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν, καὶ λέγοντες· Ὁ καταλύων τὸν ναὸν, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ Υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ. Ὁμοίως δὲ καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς, ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν Γραμματέων καὶ Πρεσβυτέρων, καὶ Φαρισαίων, ἔλεγον· ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ Βασιλεὺς ᾿Ισραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ, καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ· Πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ῥυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ, ὅτι Θεοῦ εἰμι Υἱός. Τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ, οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ, ὠνείδιζον αὐτόν. ᾿Απὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, ἕως ὥρας ἐνάτης. Περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ ᾿Ιησοῦς φωνῇ μεγάλῃ, λέγων· Ἠλὶ, Ἠλί, λαμὰ σαβαχθανί, τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνα τί με ἐγκατέλιπες; Τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες, ἔλεγον· ὅτι ᾿Ηλίαν φωνεῖ οὗτος. Καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν, καὶ λαβὼν σπόγγον, πλήσας τε ὄξους, καὶ περιθεὶς καλάμῳ, ἐπότιζεν αὐτόν. Οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· Ἄφες, ἴδωμεν εἰ ἔρχεται ᾿Ηλίας σώσων αὐτόν. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς, πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ, ἀφῆκε τὸ πνεῦμα. Καὶ ἰδοὺ, τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο, ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω· καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη· καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν· καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν· καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ, εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν Πόλιν, καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς. ῾Ο δὲ Ἑκατόνταρχος, καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, τηροῦντες τὸν ᾿Ιησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα, ἐφοβήθησαν σφόδρα, λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος. ῏Ησαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλαὶ, ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ ᾿Ιησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, διακονοῦσαι αὐτῷ· ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωσῆ μήτηρ, καὶ ἡ μήτηρ τῶν Υἱῶν Ζεβεδαίου.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ Γ΄ΩΡΑΣ
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
Κεφ. 15: 16-41
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ στρατιῶται ἀπήγαγον τὸν ᾿Ιησοῦν ἔσω τῆς αὐλῆς, ὅ ἐστι Πραιτώριον, καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν· καὶ ἐνδύουσιν αὐτὸν πορφύραν, καὶ περιτιθέασιν αὐτῷ πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον, καὶ ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι αὐτόν καὶ λέγειν· Χαῖρε ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων. Καὶ ἔτυπτον αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν καλάμῳ, καὶ ἐνέπτυον αὐτῷ, καὶ τιθέντες τὰ γόνατα, προσεκύνουν αὐτῷ. Καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν πορφύραν, καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια τὰ ἴδια, καὶ ἐξάγουσιν αὐτὸν, ἵνα σταυρώσωσιν αὐτόν. Καὶ ἀγγαρεύουσι παράγοντά τινα Σίμωνα Κυρηναῖον, ἐρχόμενον ἀπ᾿ ἀγροῦ, τὸν πατέρα ᾿Αλεξάνδρου καὶ Ρούφου, ἵνα ἄρῃ τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ. Καὶ φέρουσιν αὐτὸν ἐπὶ Γολγοθᾶ τόπον, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, Κρανίου τόπος. Καὶ ἐδίδουν αὐτῷ πιεῖν ἐσμυρνισμένον οἶνον· ὁ δὲ οὐκ ἔλαβε. Καὶ σταυρώσαντες αὐτὸν, διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, βάλλοντες κλῆρον ἐπ᾿ αὐτὰ, τίς τί ἄρῃ. Ἦν δὲ ὥρα τρίτη, καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν. Καὶ ἦν ἡ ἐπιγραφὴ τῆς αἰτίας αὐτοῦ ἐπιγεγραμμένη· Ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων. Καὶ σὺν αὐτῷ σταυροῦσι δύο λῃστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν, καὶ ἕνα ἐξ εὐωνύμων αὐτοῦ. Καὶ ἐπληρώθη ἡ Γραφὴ, ἡ λέγουσα· «Καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη». Καὶ οἱ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν, κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν, καὶ λέγοντες· Οὐά, ὁ καταλύων τὸν ναὸν, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτὸν, καὶ κατάβα ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ. Ὁμοίως δὲ καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες πρὸς ἀλλήλους, μετὰ τῶν Γραμματέων, ἔλεγον· ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι. Ὁ Χριστὸς, ὁ Βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραὴλ, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν, καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ. Καὶ οἱ συνεσταυρωμένοι αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν. Γενομένης δὲ ὥρας ἕκτης, σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης. Καὶ τῇ ὥρᾳ τῇ ἐνάτῃ ἐβόησεν ὁ ᾿Ιησοῦς φωνῇ μεγάλῃ, λέγων· ᾿Ελωῒ, ᾿Ελωῒ λαμὰ σαβαχθανί; ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον· Ὁ Θεός μου, ὁ Θεός μου, εἰς τί με ἐγκατέλιπες; Καί τινες τῶν παρεστηκότων ἀκούσαντες, ἔλεγον· Ἰδού, ᾿Ηλίαν φωνεῖ. Δραμὼν δὲ εἷς, καὶ γεμίσας σπόγγον ὄξους, περιθείς τε καλάμῳ, ἐπότιζεν αὐτὸν, λέγων· Ἄφετε ἴδωμεν, εἰ ἔρχεται ᾿Ηλίας καθελεῖν αὐτόν. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀφεὶς φωνὴν μεγάλην, ἐξέπνευσε. Καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο, ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω. ᾿Ιδὼν δὲ ὁ Κεντυρίων, ὁ παρεστηκὼς ἐξ ἐναντίας αὐτοῦ, ὅτι οὕτω κράξας ἐξέπνευσεν, εἶπεν· ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος Υἱὸς ἦν Θεοῦ. ῏Ησαν δὲ καὶ γυναῖκες ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, ἐν αἷς ἦν καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου τοῦ μικροῦ καὶ ᾿Ιωσῆ μήτηρ, καὶ Σαλώμη, αἳ καὶ ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, ἠκολούθουν αὐτῷ καὶ διηκόνουν αὐτῷ, καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς ῾Ιεροσόλυμα.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ ΣΤ΄ ΩΡΑΣ
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν.
Κεφ. 23: 32-49
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤγοντο σὺν τῷ ᾿Ιησοῦ καὶ ἕτεροι δύο κακοῦργοι, σὺν αὐτῷ ἀναιρεθῆναι. Καὶ ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κρανίον, ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτὸν, καὶ τοὺς κακούργους· ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν, ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔλεγε· Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι. Διαμεριζόμενοι δὲ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, ἔβαλλον κλῆρον. Καὶ εἱστήκει ὁ λαὸς θεωρῶν· ἐξεμυκτήριζον δὲ καὶ οἱ ἄρχοντες σὺν αὐτοῖς, λέγοντες· ἄλλους ἔσωσε, σωσάτω ἑαυτόν, εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς, ὁ τοῦ Θεοῦ ἐκλεκτός. Ἐνέπαιζον δὲ αὐτῷ καὶ οἱ στρατιῶται προσερχόμενοι, καὶ ὄξος προσφέροντες αὐτῷ, καὶ λέγοντες· Εἰ σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων, σῶσον σεαυτόν. ῏Ην δὲ καὶ ἐπιγραφὴ γεγραμμένη ἐπ᾿ αὐτῷ, γράμμασιν ῾Ελληνικοῖς καὶ ῾Ρωμαῑκοῖς καὶ ῾Εβραῑκοῖς· Οὗτός ἐστι ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων. Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων ἐβλασφήμει αὐτὸν, λέγων· Εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. Ἀποκριθεὶς δὲ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ, λέγων· Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; Καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε. Καὶ ἔλεγε τῷ ᾿Ιησοῦ· Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Ἀμὴν λέγω σοι· σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ. ῏Ην δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη, καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν, ἕως ὥρας ἐνάτης, καὶ ἐσκοτίσθη ὁ ἡλίος, καὶ ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ μέσον· καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶπε· Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου. Καὶ ταῦτα εἰπὼν, ἐξέπνευσεν. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἑκατόνταρχος τὸ γενόμενον, ἐδόξασε τὸν Θεὸν, λέγων· ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ἦν. Καὶ πάντες οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην, θεωροῦντες τὰ γενόμενα, τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη ὑπέστρεφον. Εἱστήκεισαν δὲ πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτοῦ ἀπὸ μακρόθεν, καὶ γυναῖκες αἱ συνακολουθήσασαι αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, ὁρῶσαι ταῦτα.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΤΗΣ Θ΄ΩΡΑΣ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
Κεφ. 19: 23-37
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅτε ἐσταύρωσαν τὸν ᾿Ιησοῦν, ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη, ἑκάστῳ στρατιώτῃ μέρος, καὶ τὸν χιτῶνα· ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄρραφος, ἐκ τῶν ἄνωθεν ὑφαντὸς δι᾿ ὅλου. Εἶπον οὖν πρὸς ἀλλήλους· Μὴ σχίσωμεν αὐτόν, ἀλλὰ λάχωμεν περὶ αὐτοῦ, τίνος ἔσται· ἵνα ἡ Γραφὴ πληρωθῇ ἡ λέγουσα· «Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον.» Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται ταῦτα ἐποίησαν. Εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ Σταυρῷ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἡ Μήτηρ αὐτοῦ, καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. ᾿Ιησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν Μητέρα, καὶ τὸν Μαθητὴν παρεστῶτα, ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ Μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἰδοὺ ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ Μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. Καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ Μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια. Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ Γραφή, λέγει· Διψῶ. Σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν· οἱ δὲ, πλήσαντες σπόγγον ὄξους, καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες, προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι. Ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶπε· Τετέλεσται· καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν, παρέδωκε τὸ πνεῦμα. Οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ Σαββάτῳ, ἐπεὶ Παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον, ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. Ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη, καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· ἐπὶ δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν ἐλθόντες, ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ᾿ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ. Καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ· κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε. Ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ Γραφὴ πληρωθῇ· Ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ. Καὶ πάλιν ἑτέρα Γραφὴ λέγει· Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν.
ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ & ΜΕΓΑΛΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΝ
εις τον Εσπερινόν
"Της Αποκαθηλώσεως"
(τελείται αμέσως μετά τις Ώρες, το πρωΐ της Μεγάλης Παρασκευής)
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον.
Ματθ. 27: 1-38, Λουκ. 23: 39-43, Ματθ. 27: 39-54,
Ἰωάν. 19: 31-37, Ματθ. 27: 55-61
Αρχαίο κείμενο:
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὥστε θανατῶσαι αὐτόν· καὶ δήσαντες αὐτὸν, ἀπήγαγον, καὶ παρέδωκαν αὐτὸν Ποντίῳ Πιλάτῳ, τῷ ἡγεμόνι. Τότε ἰδὼν ᾿Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν, ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς, ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς Ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς Πρεσβυτέροις, λέγων· Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. Οἱ δὲ εἶπον· Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει. Καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ, ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν, ἀπήγξατο. Οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς, λαβόντες τὰ ἀργύρια, εἶπον· Οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ αἵματός ἐστι. Συμβούλιον δὲ λαβόντες, ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ Κεραμέως, εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις· διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος, ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον. Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ ῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· «Καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου, ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν ᾿Ισραήλ, καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ Κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος.»
῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ Ἡγεμόνος, καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Ἡγεμὼν, λέγων· Σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· Σὺ λέγεις· Καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν Ἀρχιερέων καὶ τῶν Πρεσβυτέρων, οὐδὲν ἀπεκρίνατο. Τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; Καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα· ὥστε θαυμάζειν τὸν Ἡγεμόνα λίαν. Κατὰ δὲ ἑορτὴν, εἰώθει ὁ Ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον, ὃν ἤθελον. Εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον, λεγόμενον Βαραββᾶν. Συνηγμένων οὖν αὐτῶν, εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν; Βαραββᾶν, ἢ ᾿Ιησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; ᾔδει γὰρ, ὅτι διὰ φθόνον, παρέδωκαν αὐτόν. Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος, ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίω ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾿ ὄναρ δι᾿ αὐτόν. Οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους, ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν ἀπολέσωσιν. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἡγεμὼν, εἶπεν αὐτοῖς· Τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; Οἱ δὲ εἶπον· Βαραββᾶν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τί οὖν ποιήσω ᾿Ιησοῦν, τὸν λεγόμενον Χριστόν; Λέγουσιν αὐτῷ πάντες· Σταυρωθήτω. Ὁ δὲ Ἡγεμὼν ἔφη· Τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν; Οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον, λέγοντες· Σταυρωθήτω. Ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος, ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ, ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου, λέγων· Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. Καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς, εἶπε· Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν. Τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν φραγελλώσας, παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ.
Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ Ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν ᾿Ιησοῦν εἰς τὸ Πραιτώριον, συνήγαγον ἐπ᾿ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν· καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν, περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην, καὶ πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν, ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ κάλαμον ἐπὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ, ἐνέπαιζον αὐτῷ, λέγοντες· Χαῖρε ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων· Καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν, ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. Καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι.
᾿Εξερχόμενοι δὲ, εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον, ὀνόματι Σίμωνα· τοῦτον ἠγγάρευσαν, ἵνα ἄρῃ τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ. Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅς ἐστι λεγόμενος Κρανίου τόπος, ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος, οὐκ ἤθελε πιεῖν. Σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν, διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, βαλόντες κλῆρον, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Προφήτου· «Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον»· καὶ καθήμενοι, ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ. Καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· Οὗτός ἐστιν ᾿Ιησοῦς ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων. Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων. Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων ἐβλασφήμει αὐτὸν, λέγων· Εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. Ἀποκριθεὶς δὲ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ, λέγων· Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; Καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε. Καὶ ἔλεγε τῷ ᾿Ιησοῦ· Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Ἀμὴν λέγω σοι· σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ.
Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν, κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν, καὶ λέγοντες· Ὁ καταλύων τὸν ναὸν, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ Υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ. Ὁμοίως δὲ καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς, ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν Γραμματέων καὶ Πρεσβυτέρων, καὶ Φαρισαίων, ἔλεγον· ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ Βασιλεὺς ᾿Ισραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ, καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ· Πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ῥυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ, ὅτι Θεοῦ εἰμι Υἱός. Τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ, οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ, ὠνείδιζον αὐτόν. ᾿Απὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, ἕως ὥρας ἐνάτης. Περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ ᾿Ιησοῦς φωνῇ μεγάλῃ, λέγων· Ἠλὶ, Ἠλί, λαμὰ σαβαχθανί, τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνα τί με ἐγκατέλιπες; Τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες, ἔλεγον· ὅτι ᾿Ηλίαν φωνεῖ οὗτος. Καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν, καὶ λαβὼν σπόγγον, πλήσας τε ὄξους, καὶ περιθεὶς καλάμῳ, ἐπότιζεν αὐτόν. Οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· Ἄφες, ἴδωμεν εἰ ἔρχεται ᾿Ηλίας σώσων αὐτόν. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς, πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ, ἀφῆκε τὸ πνεῦμα. Καὶ ἰδοὺ, τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο, ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω· καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη· καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν· καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν· καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ, εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν Πόλιν, καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς. ῾Ο δὲ Ἑκατόνταρχος, καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, τηροῦντες τὸν ᾿Ιησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα, ἐφοβήθησαν σφόδρα, λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος.
Οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ Σαββάτῳ, ἐπεὶ Παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον, ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. Ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη, καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· ἐπὶ δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν ἐλθόντες, ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ᾿ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ. Καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ· κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε. Ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ Γραφὴ πληρωθῇ· Ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ. Καὶ πάλιν ἑτέρα Γραφὴ λέγει· Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν. ῏Ησαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλαὶ ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ ᾿Ιησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, διακονοῦσαι αὐτῷ· ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωσῆ μήτηρ, καὶ ἡ μήτηρ τῶν Υἱῶν Ζεβεδαίου. ᾿
Οψίας δὲ γενομένης, ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, τοὔνομα ᾿Ιωσήφ, ὃς καὶ αὐτὸς ἐμαθήτευσε τῷ ᾿Ιησοῦ· Οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ, ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. Τότε ὁ Πιλᾶτος ἐκέλευσεν ἀποδοθῆναι τὸ σῶμα. Καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ ᾿Ιωσὴφ, ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ, καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ, ὃ ἐλατόμησεν ἐν τῇ πέτρᾳ, καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου, ἀπῆλθεν. ῏Ην δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου.
Νεοελληνική απόδοσις: |
1 Και όταν έγινε πρωί, έκαναν συμβούλιο αποφασίζοντας όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού κατά του Ιησού, ώστε να τον θανατώσουν.
3 Τότε, όταν είδε ο Ιούδας, που τον παράδωσε, ότι καταδικάστηκε, μεταμελήθηκε και επέστρεψε τα τριάντα αργύρια στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους,
4 λέγοντας: «Αμάρτησα, γιατί παράδωσα αίμα αθώο». Εκείνοι του είπαν: «Τι σχέση έχει αυτό μ’ εμάς; Εσένα θα αφορά».
5 Και αφού έριξε τα αργύρια στο ναό, αναχώρησε και πήγε και κρεμάστηκε.
6 Οι αρχιερείς, τότε, έλαβαν τα αργύρια και είπαν: «Δεν επιτρέπεται να τα βάλουμε στο θησαυροφυλάκιο του ναού, επειδή είναι τιμή αίματος».
7 Και αφού έκαναν συμβούλιο, αποφάσισαν και αγόρασαν από αυτά τον αγρό του κεραμέα για ταφή των ξένων.
8 Γι’ αυτό καλέστηκε ο αγρός εκείνος, “Αγρός Αίματος”, ως τη σημερινή ημέρα.
9 Τότε εκπληρώθηκε εκείνο που ειπώθηκε μέσω του Ιερεμία του προφήτη, όταν έλεγε: Και έλαβαν τα τριάντα αργύρια, την τιμή εκείνου που είχαν εκτιμήσει, του οποίου την τιμή καθόρισαν μερικοί από τους γιους Ισραήλ,
10 και τα έδωσαν στον αγρό του κεραμέα, καθώς με πρόσταξε ο Κύριος.
11 Τότε ο Ιησούς στάθηκε μπροστά στον ηγεμόνα. Και τον επερώτησε ο ηγεμόνας λέγοντας: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Και ο Ιησούς είπε: «Εσύ το λες».
12 Και ενώ τον κατηγορούσαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, τίποτα δεν αποκρίθηκε.
13 Τότε του λέει ο Πιλάτος: «Δεν ακούς πόσα μαρτυρούν εναντίον σου;»
14 Και δεν του αποκρίθηκε ούτε σε ένα λόγο, ώστε θαύμαζε ο ηγεμόνας πολύ.
15 Κατά την εορτή, λοιπόν, συνήθιζε ο ηγεμόνας να απολύει ένα φυλακισμένο για το πλήθος, όποιον ήθελαν.
16 Και είχαν τότε ένα διαβόητο φυλακισμένο, που τον έλεγαν Ιησού Βαραβά.
17 Ενώ, λοιπόν, αυτοί ήταν συναγμένοι, τους είπε ο Πιλάτος: «Ποιον θέλετε να σας απολύσω, τον Ιησού τον Βαραβά ή τον Ιησού τον λεγόμενο Χριστό;»
18 Γιατί ήξερε ότι τον παράδωσαν από φθόνο.
19 Και ενώ αυτός καθόταν πάνω στο βήμα, απέστειλε μήνυμα προς αυτόν η γυναίκα του λέγοντας: «Τίποτε να μην υπάρχει ανάμεσα σ’ εσένα και στον δίκαιο εκείνο. γιατί πολλά έπαθα σήμερα στο όνειρό μου εξαιτίας του».
20 Αλλά οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τους όχλους να ζητήσουν το Βαραβά, ενώ τον Ιησού να τον θανατώσουν.
21 Έλαβε τότε το λόγο ο ηγεμόνας και τους είπε: «Ποιον από τους δύο θέλετε να σας απολύσω;» Εκείνοι είπαν: «Το Βαραβά».
22 Τους λέει ο Πιλάτος: «Τι λοιπόν να κάνω τον Ιησού, το λεγόμενο Χριστό;» Λένε όλοι: «Να σταυρωθεί».
23 Εκείνος είπε: «Γιατί, τι κακό έκανε;» Εκείνοι περισσότερο έκραζαν λέγοντας: «Να σταυρωθεί».
24 Όταν είδε λοιπόν ο Πιλάτος ότι τίποτα δεν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται, αφού έλαβε νερό, ένιψε τα χέρια του απέναντι στον όχλο λέγοντας: «Αθώος είμαι από το αίμα τούτου. εσάς θα αφορά».
25 Και αποκρίθηκε όλος ο λαός και είπε: «Το αίμα αυτού πάνω σ’ εμάς και πάνω στα παιδιά μας».
26 Τότε τους απόλυσε το Βαραβά, ενώ τον Ιησού, αφού τον μαστίγωσε, τον παράδωσε για να σταυρωθεί.
27 Τότε οι στρατιώτες του ηγεμόνα παραλάβανε τον Ιησού στο πραιτόριο και σύναξαν γύρω του όλη τη στρατιωτική μονάδα.
28 Και αφού τον έγδυσαν, τον περιέβαλαν με κόκκινη χλαμύδα.
29 Και έπλεξαν στεφάνι από αγκάθια και το έθεσαν πάνω στο κεφάλι του και του έδωσαν καλάμι στο δεξί του χέρι. Και γονάτισαν μπροστά του και τον ενέπαιξαν λέγοντας: «Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων».
30 Και αφού έφτυσαν σ’ αυτόν, έλαβαν το καλάμι και χτυπούσαν στο κεφάλι του.
31 Και όταν τον ενέπαιξαν, τον έγδυσαν από τη χλαμύδα και τον έντυσαν τα ρούχα του και τον οδήγησαν για να τον σταυρώσουν.
32 Καθώς εξέρχονταν, τότε, βρήκαν έναν άνθρωπο Κυρηναίο με το όνομα Σίμωνας. Τούτον αγγάρεψαν, για να σηκώσει το σταυρό του.
33 Και όταν ήρθαν σ’ έναν τόπο λεγόμενο Γολγοθά, που σημαίνει “Κρανίου Τόπος”,
34 του έδωσαν να πιει κρασί ανακατεμένο με χολή. Και όταν γεύτηκε, δε θέλησε να πιει.
35 Τον σταύρωσαν, τότε, και διαμοιράστηκαν τα ιμάτιά του ρίχνοντας κλήρο,
36 και καθισμένοι τον φύλαγαν εκεί.
37 Και έθεσαν πάνω από το κεφάλι του την αιτία της καταδίκης του γραμμένη: “Αυτός είναι ο Ιησούς, ο βασιλιάς των Ιουδαίων”.
38 Τότε σταυρώνονται μαζί του δύο ληστές, ένας από τα δεξιά και ένας από τα αριστερά του.
39 Εκείνοι που πορεύονταν δίπλα του τον βλαστημούσαν κουνώντας τα κεφάλια τους
40 και λέγοντας: «Εσύ που καταστρέφεις το ναό και σε τρεις ημέρες τον οικοδομείς, σώσε τον εαυτό σου, αν είσαι Υιός του Θεού, και κατέβα από το σταυρό».
41 Όμοια και οι αρχιερείς τον ενέπαιζαν μαζί με τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους και έλεγαν:
42 «Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δε δύναται να σώσει. Είναι βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατεβεί τώρα από το σταυρό και θα πιστέψουμε σ’ αυτόν.
43 Έχει πεποίθηση στο Θεό. ας τον σώσει τώρα αν τον θέλει. Γιατί είπε: “Είμαι Υιός του Θεού”».
44 Το ίδιο μάλιστα τον έβριζαν και οι ληστές που σταυρώθηκαν μαζί του.
45 Από τις δώδεκα η ώρα το μεσημέρι έγινε λοιπόν σκοτάδι πάνω σε όλη τη γη ως τις τρεις η ώρα το απόγευμα.
46 Και γύρω στις τρεις η ώρα αναβόησε ο Ιησούς με φωνή μεγάλη λέγοντας: «Ηλι Ηλι λεμα σαβαχθανι;», τουτέστιν: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;»
47 Τότε μερικοί από εκείνους που είχαν σταθεί εκεί, όταν άκουσαν, έλεγαν: «Αυτός φωνάζει τον Ηλία».
48 Και αμέσως έτρεξε ένας από αυτούς και έλαβε ένα σφουγγάρι και το γέμισε με ξίδι και το έθεσε γύρω από ένα καλάμι και του έδινε να πιει.
49 Αλλά οι υπόλοιποι έλεγαν: «Άφησε, ας δούμε αν έρχεται ο Ηλίας να τον σώσει».
50 Και ο Ιησούς, αφού πάλι έκραξε με φωνή μεγάλη, άφησε το πνεύμα. 51 Και ιδού, το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε από πάνω ως κάτω στα δύο, και η γη σείστηκε και οι βράχοι σχίστηκαν,
53 και, αφού εξήλθαν από τα μνήματα, μετά την έγερσή του εισήλθαν στην άγια πόλη και εμφανίστηκαν σε πολλούς.
54 Ο εκατόνταρχος τότε και αυτοί που φύλαγαν μαζί του τον Ιησού, όταν είδαν το σεισμό και όσα έγιναν, φοβήθηκαν πάρα πολύ, λέγοντας: «Αλήθεια, Υιός Θεού ήταν αυτός».
55 Και ήταν εκεί πολλές γυναίκες από μακριά που έβλεπαν, οι οποίες ακολούθησαν τον Ιησού από τη Γαλιλαία και τον διακονούσαν.
56 Μεταξύ των οποίων ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσήφ, και η μητέρα των γιων του Ζεβεδαίου.
57 Όταν λοιπόν βράδιασε, ήρθε ένας άνθρωπος πλούσιος από την Αριμαθαία με το όνομα Ιωσήφ, που και αυτός μαθήτεψε στον Ιησού.
58 Αυτός πλησίασε τον Πιλάτο και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Τότε ο Πιλάτος διέταξε να του αποδοθεί.
59 Και όταν έλαβε το σώμα ο Ιωσήφ, το τύλιξε μέσα σ’ ένα σεντόνι καθαρό
61 Ήταν τότε εκεί η Μαριάμ η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία καθισμένες απέναντι στον τάφο.
63 λέγοντας: «Κύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος είπε, ενώ ακόμα ζούσε: “Θα εγερθώ μετά τρεις ημέρες”.
64 Διάταξε λοιπόν να ασφαλιστεί ο τάφος ως την τρίτη ημέρα, μην τυχόν έρθουν οι μαθητές του και τον κλέψουν και πουν στο λαό: “Εγέρθηκε από τους νεκρούς” – και θα είναι η τελευταία πλάνη χειρότερη από την πρώτη».
65 Τους είπε ο Πιλάτος: «Έχετε φρουρά. πηγαίνετε, ασφαλίστε όπως ξέρετε».
66 Εκείνοι πορεύτηκαν και ασφάλισαν τον τάφο, αφού σφράγισαν το λίθο μαζί με τη φρουρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου