Ἄν ὅλοι χαιρόμαστε, ἕνας εἶναι πού στενοχωρεῖται, πού λυπᾶται καί καίγεται. Τόν πιάνει τρέλα, ὑποφέρει, δέν ἀντέχει νά ἀκούει τά λόγια αὐτά. Καί αὐτός εἶναι ὁ ἔξω ἀπ᾿ ἐδῶ, ὁ διάβολος. Τήν μισεῖ ὅσο τίποτε ἄλλο στόν κόσμο, γιατί ἡ Παναγία τοῦ χάλασε τά σχέδια. Ἔφερε τόν Χριστό στόν κόσμο, πού συνέτριψε τήν δύναμή του. Ἔγινε ἡ γέφυρα τῆς σωτηρίας μας. Ἀλλά μαζί μέ αὐτόν βλέπουμε να την μισούν καί λεγόμενοι "χριστιανοί", μάλιστα "χριστιανοί", οἱ αἱρετικοί χιλιαστές, οι Ιεχωβάδες, οι Προτεστάντες κ.ἄ. δέν θέλουν νά ἀκούσουν γιά τήν Παναγία μας, εἶναι τό κόκκινο πανί γι᾿ αὐτούς. Νά βλέπατε τί μοῦτρα κάνουν καί ὁ διάβολος καί οἱ αἱρετικοί, πῶς τσουρουφλίζονται, ὅταν ἐμεῖς μαζευόμαστε τις Παρασκευές στις εκκλησιές, στα ξωκλήσια και στα μοναστήρια καί ὑμνοῦμε τήν Παναγία. Καί μόνο αὐτό φτάνει γιά νά ἀποδείξει περίτρανα ὅτι ἡ αἵρεσις εἶναι κάτι δαιμονικό καί ὅτι οἱ αἱρετικοί εἶναι οι σημερινοί δαιμονισμένοι, αν μου επιτρέπεται να γράψω κάτι τέτοιο.

Ζωγράφιζε τούς ἁγίους μέ νηστεία καί προσευχή. Μά ὅταν καθόταν νά ἁγιογραφήσει τήν Παναγία, ἔβαζε ὅλο τό μεράκι του, ὅλη τήν δεξιοτεχνία του. Ὧρες στεκόταν καί μέ δακρυσμένα μάτια καμάρωνε τήν Παναγία καί τήν εὐχαριστοῦσε, πού τοῦ ἔδινε τήν δύναμη νά τήν ἁγιογραφεῖ. Αὐτό ὅμως ἐξαγρίωνε τόν διάβολο. Θά τόν τακτοποιήσω, μονολογοῦσε. Θά τόν κάνω νά μή μπορεῖ νά ἁγιογραφεῖ.
Πράγματι παρέλυσε τό χέρι του καί δέν μποροῦσε πλέον νά πιάσει τό πινέλο. Ἀλλά ἀπατήθηκε ὁ διάβολος. Αὐτός πού ἀγαπᾶ τήν Παναγία βρίσκει τρόπους νά τήν εὐχαριστεῖ. Δέν μποροῦσε νά ζωγραφίσει μέ τά χέρια, ζωγράφιζε μέ τό πινέλο στό στόμα.
Ξεκίνησε λοιπόν νά ἁγιογραφήσει τήν Πλατυτέρα ψηλά στόν θόλο τοῦ Ἱεροῦ. Ἔσκασε ὁ διάβολος, ἀγρίεψε. Θά σοῦ δείξω ἐγώ ἄν μπορέσεις καί τήν τελειώσεις. Ὅπως κάποτε πέταξε ἀπό τήν σκαλωσιά τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη καί τόν τραυμάτισε θανάσιμα, ἔτσι καί τώρα, τήν ὥρα πού ὁ ἁγιογράφος μέ τό πινέλο στό στόμα ζωγράφιζε, ἦρθε ὁ διάβολος καί ξεκάρφωσε τήν σκαλωσιά, γιά νά τόν ρίξει κάτω. Βοήθα με, Κυρά Παναγιά, φώναξε ὁ ἁγιογράφος τρομαγμένος. Ἄν πέσω κάτω θά σκοτωθῶ. Τήν ἴδια στιγμή πρόφτασε ἡ Παναγία. Ἔβγαλε τό χέρι της ἀπό τήν ἁγιογραφία καί τόν ἅρπαξε. Ἀπό τίς φωνές ἔτρεξαν κάποιοι περαστικοί καί τόν κατέβασαν μέ ἀνεμόσκαλα!! Ἡ Παναγία πρόφτασε, ἔκανε τό θαῦμα της.


Ἄν διαβάσουμε τήν Ἁγία Γραφή, στό βιβλίο τῆς Ἐξόδου, θά δοῦμε καταπληκτιμά πράγματα. Ὁ Θεός ὡδηγοῦσε τούς Ἰσραηλίτες μέσα στήν ἔρημο, τούς ἔδειχνε τόν δρόμο, πού ἔπρεπε νά ἀκολουθήσουν. Τήν ἡμέρα προπορευόταν μία νεφέλη, κάτι σάν σύννεφο, πού τούς ὁδηγοῦσε ἀλλά καί ἔρριχνε σκιά πάνω τους,

Ὅταν οἱ Αἰγύπτιοι μέ τά ἅρματα ἔτρεξαν ξωπίσω τους , γιά νά τούς φέρουν πάλι πίσω στήν σκλαβιά, ἡ νεφέλη πῆγε καί στάθηκε πίσω ἀπό τούς Ἰσραηλίτες. Κάλυψε τά νῶτα τους, γιατί πίσω τους ἦταν ὁ ἐχθρός. Ἔγινε ὁ Θεός ὀπισθοφυλακή. Εἶναι πολύ συγκινητικό αὐτό. Ὁ Θεός φροντίζει καί προστατεύει τούς δικούς του ἀνθρώπους στην προκειμένη περίπτωση, αλλά και όλη την ανθρωπότητα έχοντας ως γνώμονα την αγάπη Του για αυτήν.

Κάτι ἀνάλογο ἔγινε μέ τήν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν τήν ἔχτισε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, τήν ἀφιέρωσε στήν Παναγία. Ἔτσι στό τροπάριο, "τῇ Ὑπερμάχῳ", ψάλλουμε "ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε".
Τό 1453 ὁ Μωάμεθ μέ τίς ὀρδές του πολιόρκησε τήν Βασιλεύουσα. Ἔκανε πολλές ἀπόπειρες νά τήν καταλάβει, μά πάντοτε ἀποτύγχανε. Ἕνα σύννεφο ἦρθε καί κάθησε πάνω ἀπό τήν Πόλη, τήν σκέπαζε ὁλόκληρη. Ἦταν πάλι ἡ σκέπη τῆς Παναγίας. Ὁ Μωάμεθ κουράσθηκε, πίστεψε ὅτι δέν μπορεῖ νά τήν κυριεύσει καί σκέφθηκε νά λύσει τήν πολιορκία καί νά φύγει. Ὅμως τήν τελευταία νύχτα κάποιος τοῦ εἶπε: Μή φεύγεις. Ἡ νεφέλη πού σκέπαζε τήν πόλη, σηκώθηκε καί ἔφυγε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός τους τούς ἐγκατέλιψε. Αὔριο ἡ πόλη θά εἶναι στά χέρια σου, ὅπως καί ἔγινε.

Στό τέλος τῆς ζωῆς του εἶδε ἕνα ὅραμα, γιά νά διορθωθεῖ. Παρουσιάσθηκε ἕνας ἄγγελος πού τοῦ εἶπε, ἔλα νά δεῖς τίς ἁμαρτίες σου στή ζυγαριά τοῦ Θεοῦ. Ὁ ζυγός ἔγερνε πρός τό μέρος τῶν ἁμαρτιῶν του. Τότε ἡ Παναγία πού ἦταν εὐχαριστημένη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ μοναχοῦ, πῆγε καί γονάτισε μπροστά στό Χριστό. Ἡ μητέρα σου ζητάει μία χάρη, εἶπε. Ἀπό τό αἷμα πού σοῦ ἔδωσα θέλω νά μοῦ δώσεις μία σταγόνα. Τό αἷμα πού ἔχυσες ἐπάνω στό σταυρό δέν ἦταν λύτρο ἀντί πολλῶν; Μία σταγόνα σοῦ ζητῶ.

Αυτά τα δυο παραδείγματα, αυτές τις δυο ιστορίες που σας έγραψα παραπάνω, βγαλμένα από τα γεροντικά των Μονών του Άθω και από την μοναχική ζωή και την καθημερινότητα της μοναστικής πολιτείας του Αγίου Όρους, μπορεί να σας φαίνονται παιδιάστικα και απλοϊκά, ίσως μάλιστα και να είναι, αλλά έτσι απλή, αθώα και ξεκάθαρη δεν πρέπει να είναι και η πίστη μας στον Χριστό, στην Εκκλησία Του και στην μητέρα Του την Παναγία, αλλά και στους αναρίθμητους Αγίους, Οσίους και Μάρτυρες Του;
Ἀγαπητοί μου αδελφοί, φίλοι της ιστοσελίδας μας, γνώριμοι και αγαπημένοι πια συμμέτοχοι στον αγώνα μας εδώ στην περιοχή των Ανθοκήπων της Νέας Ευκαρπίας, και στην Ενορία των Αγίων Θεοπατόρων, του Ιωακείμ και της Άννας, των Δικαίων γονέων της Παναγίας μας, στην οποία και όλοι εμείς από κοινού και με περισσή αγάπη φτιάχνουμε το "πατρικό" σπίτι της για να την στεγάσουμε μαζί με τους γονείς της, έναν μοναδικό Ενοριακό Ιερό Ναό σε ολόκληρη την οικουμένη αφιερωμένη στο όνομα των γονιών της,

"Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξον ἡμᾶς ὑπό τήν σκέπην σου".

*παρακάτω και με ένα κλικ στο "Διαβάστε περισσότερα...", μπορείτε να διαβάσετε την 2η Στάση των Χαιρετισμών της Θεοτόκου στο πρωτότυπο κείμενο αλλά και σε νεοελληνική απόδοση. Καλή ανάγνωση...
Οι Χαιρετισμοί της ΘεοτόκουΣΤΑΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑἬκουσαν οἱ Ποιμένες, τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων, τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν· καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα, θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον, ἐν τῇ γαστρὶ Μαρίας βοσκηθέντα, ἣν ὑμνοῦντες, εἶπον·Χαῖρε, ἀμνοῦ καὶ ποιμένος Μήτηρ· χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων. Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον· χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον. Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ· χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς. Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα· χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος. Χαῖρε, στεῤῥὸν τῆς Πίστεως ἔρεισμα· χαῖρε, λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα. Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐγυμνώθη ὁ ᾍδης· χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν. Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε. Θεοδρόμον Ἀστέρα, θεωρήσαντες Μάγοι, τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ· καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν, δι᾿ αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα· καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον, ἐχάρησαν, αὐτῷ βοῶντες· Ἀλληλούϊα. Ἴδον παῖδες Χαλδαίων, ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου, τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους· καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν, εἰ καὶ δούλου ἔλαβε μορφήν, ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι, καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ· Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ· χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας. Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα· χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα. Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς· χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν. Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας· χαῖρε, ἡ τοῦ βορβόρου ῥυομένη τῶν ἔργων. Χαῖρε, πυρὸς προσκύνησιν παύσασα· χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα. Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης· χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη. Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε. Κήρυκες θεοφόροι, γεγονότες οἱ Μάγοι, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα· ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν, καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν, ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη, μὴ εἰδότα ψάλλειν· Ἀλληλούϊα. Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ, φωτισμὸν ἀληθείας, ἐδίωξας τοῦ ψεύδους τὸ σκότος· τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ, μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχύν, πέπτωκεν· οἱ τούτων δὲ ῥυσθέντες, ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον· Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων· χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων. Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα· χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὸν δόλον ἐλέγξασα. Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν· χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωήν. Χαῖρε, πύρινε στῦλε, ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει· χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης. Χαῖρε, τροφὴ τοῦ μάννα διάδοχε· χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε. Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας· χαῖρε, ἐξ ἧς ῥέει μέλι καὶ γάλα. Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε. Μέλλοντος Συμεῶνος, τοῦ παρόντος αἰῶνος, μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος, ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ, ἀλλ᾿ ἐγνώσθης τούτῳ καὶ Θεὸς τέλειος· διό περ ἐξεπλάγη, σοῦ τὴν ἄῤῥητον σοφίαν, κράζων· Ἀλληλούϊα. | Οι Χαιρετισμοί της ΘεοτόκουΣΤΑΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗἌκουσαν οἱ ποιμένες τοὺς Ἀγγέλους νὰ ὑμνοῦν τὴν ἔνσαρκη παρουσία τοῦ Χριστοῦ (στὴ γῆ) καὶ σπεύδοντας νὰ Τὸν δοῦν ὡς ποιμένα, τὸν ἀντίκρισαν ὡς πρόβατο ἄκακο ποὺ βοσκήθηκε στὴν κοιλιὰ τῆς Μαρίας, καὶ μὲ ὕμνους εἶπαν πρὸς αὐτήν·Χαῖρε μητέρα τοῦ προβάτου καὶ ποιμένα, χαῖρε μαντρὶ λογικῶν προβάτων (τῶν πιστῶν). Χαῖρε τὸ ἀμυντήριο κατὰ τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν· χαῖρε ἐσὺ ποὺ μᾶς ἀνοίγεις τὶς (κλειστὲς) πόρτες τοῦ Παραδείσου. Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ γίνεσαι ἀφορμὴ τὰ οὐράνια νὰ ἀγάλλονται μὲ τὴ γῆ· χαῖρε, γιατὶ τὰ ἐπίγεια συγχορεύουν μὲ τὰ οὐράνια. Χαῖρε ἐσὺ ποὺ εἶσαι τὸ ἀσίγητο στόμα τῶν Ἀποστόλων· χαῖρε ἐσὺ ποὺ εἶσαι τὸ ἀκατάβλητο θάρρος τῶν ἀθλοφόρων μαρτύρων. Χαῖρε ἰσχυρὸ στήριγμα τῆς πίστεως· χαῖρε φωτεινὸ γνώρισμα τῆς Χάρης (τοῦ Θεοῦ). Χαῖρε ἐσὺ διὰ τῆς ὁποίας ἀπογυμνώθηκε ὁ Ἅδης, χαῖρε ἐσὺ διὰ τῆς ὁποίας ντυθήκαμε τὴ δόξα. Χαῖρε Νύμφη, ἀνύμφευτε. Οἱ Μάγοι, ἀφοῦ εἶδαν τὸ ἀστέρι ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ Θεό, ἀκολούθησαν τὴ φωτεινὴ λάμψη του· καὶ σὰν νὰ κρατοῦσαν αὐτὸ γιὰ λυχνάρι, ἔψαχναν γιὰ τὸν ἰσχυρὸ Βασιλιά· κι ὅταν ἔφθασαν σ᾿ Αὐτὸν ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει, χάρηκαν καὶ φώναξαν δυνατὰ σ᾿ Αὐτόν· Ἀλληλούϊα. Εἶδαν τὰ παιδιὰ τῶν Χαλδαίων (οἱ μάγοι) στὰ χέρια τῆς Παρθένου Ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὰ χέρια Του ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ κατανοώντας πὼς εἶναι ὁ Κύριος τοῦ κόσμου, ἂν καὶ ἔλαβε τὴν ἀνθρώπινη μορφή, ἔσπευσαν νὰ τοῦ προσφέρουν τὰ δῶρα τους καὶ νὰ φωνάξουν δυνατὰ στὴν Εὐλογημένη· Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ᾿γινες Μητέρα τοῦ ἀστεριοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ποὺ δὲν πρόκειται νὰ δύσει ποτέ· χαῖρε ἡ αὐγὴ τῆς μυστικῆς ἡμέρας (τοῦ Κυρίου). Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἔσβησες τὸ καμίνι τῆς πλάνης· χαῖρε ἐσὺ ποὺ φωτίζεις τοὺς λάτρεις τῆς Παναγίας Τριάδος. Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἔδιωξες ἀπὸ τὴν ἐξουσία του τὸν ἀπάνθρωπο τύραννο (τὸν διάβολο)· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ μᾶς ἔδειξες τὸν φιλάνθρωπο Χριστό. Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ μᾶς λύτρωσες ἀπ᾿ τὴ βάρβαρη θρησκεία (τὴν εἰδωλολατρία)· χαῖρε ἐσὺ ποὺ μᾶς ἔσωσες ἀπὸ τὸ βόρβορο τῶν ἁμαρτωλῶν ἔργων. Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἔπαυσες τὴν προσκύνηση τῆς φωτιᾶς (τὴν πυρολατρία)· χαῖρε ἐσὺ ποὺ λυτρώνεις ἀπ᾿ τὴ φλόγα τῶν παθῶν. Χαῖρε ἐσὺ ποὺ ὁδηγεῖς τοὺς πιστοὺς στὴ σωφροσύνη, χαῖρε ὅλων τῶν γενεῶν ἡ εὐφροσύνη. Χαῖρε Νύμφη, ἀνύμφευτε. Ἀφοῦ οἱ Μάγοι ἔγιναν θεοφόροι κήρυκες, γύρισαν πίσω στὴ Βαβυλώνα. Ἐκπλήρωσαν ἔτσι τὸν χρησμό σου καὶ σὲ ὅλους κήρυξαν πὼς εἶσαι ὁ Χριστός. Κι ἄφησαν τὸν Ἡρώδη στὸ παραλήρημά του, βουβὸ καὶ ἀνίκανο νὰ ψέλνει (στὸ Θεό)· Ἀλληλούϊα. Ἀφοῦ ἔλαμψες στὴν Αἴγυπτο τὸ φωτισμὸ τῆς θείας ἀλήθειας, ἀφάνισες τὸ σκοτάδι τοῦ ψεύδους· γιατὶ τὰ εἴδωλα αὐτῆς, μὴ μπορώντας νὰ ἀντέξουν τὴ δύναμὴ σου, Σωτήρα, γκρεμίστηκαν· κι ἐκεῖνοι ποὺ λυτρώθηκαν ἀπὸ αὐτὰ φώναζαν δυνατὰ στὴ Θεοτόκο· Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἔγινες ἡ ἀνόρθωση τῶν ἀνθρώπων· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἔγινες ἡ κατάπτωση τῶν δαιμόνων. Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ διέλυσες τὴν πλάνη τῆς ἀπάτης· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἤλεγξες τὸ δόλο τῶν εἰδώλων. Χαῖρε, θάλασσα ποὺ καταπόντισες (στὰ νερά σου) τὸ νοητὸ Φαραὼ (τὸν διάβολο)· χαῖρε, πέτρα ποὺ ξεδίψασες ὅσους διψοῦν τὴν ἀληθινὴ ζωή. Χαῖρε, φωτεινὲ στύλε ποὺ ὁδηγεῖς ὅσους πορεύονται στὸ σκοτάδι· χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου ποὺ ᾿σαι πιὸ πλατιὰ ἀπ᾿ τὴ νεφέλη. Χαῖρε, τροφὴ ποὺ διαδέχτηκε τὸ μάννα· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ μοιράζεις τὴ θεία ἀπόλαυση (στὸν ἄνθρωπο). Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας· χαῖρε, ἐσὺ ἀπ᾿ τὴν ὁποία ρέει μέλι καὶ γάλα. Χαῖρε Νύμφη, ἀνύμφευτε. Ὅταν ἐπρόκειτο ὁ Συμεὼν νὰ φύγει ἀπὸ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζώη, τὴν ψεύτικη κι ἀπατηλή, τοῦ δόθηκες ὡς βρέφος· ἐκεῖνος ὅμως κατάλαβε πὼς εἶσαι τέλειος Θεός. Γι᾿ αὐτὸ ἐκπλησσόμενος ἀπὸ τὴν ἀνέκφραστη σοφία σου, σοῦ φώναζε δυνατά· Ἀλληλούϊα. |

Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου