Ένας άσωτος υιός...
...και ένας σπλαχνικός πατέρας.
Κάθε φορά, αγαπητοί μας αναγνώστες και διαδικτυακοί φίλοι, που θα διαβάσουμε ή θα ακούσουμε αυτήν την περικοπή από το Ευαγγέλιο, αυτήν την παραβολή του Ασώτου υιού, την δεύτερη από την αρχή του Τριωδίου, μένουμε πραγματικά έκθαμβοι από την ευσπλαχνία και το έλεος του φιλόστοργου πατέρα. Στον αποστάτη και αχάριστο γιο έχει ετοιμάσει φίλημα πατρικό, αγκαλιά υποδοχής, δαχτυλίδι εξουσίας, χιτώνα αγαλλίασης, σανδάλια προστασίας και τέλος πανηγύρι μεγάλο όπου θυσιάζει τον μόσχο τον σιτευτό. Τέλος, εισοδεύουν μαζί σε τραπέζι ευφροσύνης που είναι λαμπρό γιατί ακτινοβολεί αναστάσιμη χαρά, αφού ο γιος αυτός ήταν «χαμένος και βρέθηκε, νεκρός και ανέζησε».
παράλογο εγωισμό, ποιώντας τον εαυτό του αυτείδωλο των παθών του, φορτισμένος με συμπλεγματική οργή γιατί δεν αντέχει την απέραντη πατρική αγάπη, με το εωσφορικό θέλγητρο της αυτονόμησης από τα πάντα αποφασίζει να αποκοπεί από το σώμα της αληθινής χαράς για να κοινωνήσει την τρυφή της ψευδώνυμης ηδονής. «Ο άρχοντας της χώρας που είναι μακράν» τον έχει κυριεύσει, η σαγηνευτική γοητεία του πειραματισμού για τον πειραματισμό και την πρόσκαιρη τρυφή του σκοτίζει το νου. Έτσι μια μέρα ξενιτεύεται για να αυτοδικαιωθεί. Παρ’όλο τον πατρικό του πόνο ο Πατέρας του εγχειρίζει το ήμισυ της περιουσίας του, δεν του αρνείται την χορηγία των «ταλάντων». Αυτός όμως πωρωμένος σαν αχαλίνωτο άλογο γρήγορα σπαταλά τα πατρικά χαρίσματα στον βούρκο του ηδονισμού.
Τώρα μόνος, καταπληγωμένος και προδωμένος απ’όλους και απ’όλα δούλος των χοιροβοσκών επιθυμεί να κορέσει την πείνα του με τα ξυλοκέρατα. Δούλος στους δούλους, πεινασμένος αυτός ο πρώην άρχοντας, ζώντας σε μία φρικτή κόλαση γιατί «απέπτυσε» τον παράδεισο. Η νοσταλγία της επιστροφής του καίει τα σωθικά όμως στην παραζάλη του δικού του εγωισμού, του δαιμονικού φόβου που δεν θέλει να τον χάσει από υποχείριο του, βλέπει την πατρική φιγούρα ως δυνάστη και τιμωρό. Θεωρεί πως ο πατέρας μόνον σαν δούλο θα μπορέσει να τον ξαναδεχτεί στον πατρικό οίκο. Πάσχει και φοβάται, αλλά ωστόσο κάνει το μεγάλο βήμα.
Ο δρόμος της επιστροφής είναι βασανιστικός. Αυτός που έφυγε με δόξα και περηφάνεια, επιστρέφει με πόνο, καταπληγωμένος και σύντρομος σαν φταίχτης. Η μεταμέλεια του σχίζει την ψυχή. Και πριν ψελλίσει λόγο απολογίας ο Πατέρας είναι ήδη πλάι του. Τον παίρνει στην αγκαλιά του , τον επαναφέρει στην δόξα , τον κάνει μέτοχο στην πασχαλινή χαρά του. Στο παράπονο του μεγαλύτερου αδελφού που δυσανασχετεί για αυτή την «απρόσμενη» και «μεροληπτική» αντίδραση του κοινού πατέρα, εκείνος αντιτείνει με απλότητα και συγκινητική αγάπη : «παιδί μου, εσύ πάντα είσαι μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι δικά σου• αλλά έπρεπε να διασκεδάσουμε και να χαρούμε, γιατί τούτος ο αδελφός σου ήταν πεθαμένος και ξανάζησε και ήταν χαμένος και βρέθηκε».
Αδελφοί μου, με την περικοπή αυτή που όρισαν οι Πατέρες της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας δεύτερη στη σειρά μέσα στο Τριώδιο, θέλησαν να μας δείξουν πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της μετάνοιας, που μαζί με την ταπείνωση από το πρώτο Ευαγγέλιο του Τριωδίου, "του Τελώνου και του Φαρισαίου" μας δείχνουν τον δρόμο της επιστροφής και πως οι δικαιολογίες που προβάλλουν αυτοί που διστάζουν να ξαναγυρίσουν στην Εκκλησία, στον οίκο του Πατέρα Θεού τους, είναι μια μεγάλη απάτη. Όλους τους μεταμελημένους τους αγκαλιάζει ο Θεός που δεν είναι τιμωρός αλλά εξιλαστής αμαρτιών και αγαπά τις ταπεινωμένες και εξουθενωμένες καρδιές. Αν μας έχει κυριεύσει η απελπισία της ασωτίας και η πεποίθηση πως δεν μπορούμε να σωθούμε ένεκα της βαριάς αμαρτίας μας, ας αναλογιστούμε τον άσωτο που αφού αποστάτησε και δοκίμασε όλες τις ηδονές, μετά μεταμελήθηκε και κέρδισε την πασχάλια χαρά. Αντιθέτως ας μην φανούμε μικρόψυχοι σαν τον μεγάλο αδελφό της παραβολής που αν και εξωτερικά δίκαιος ο φθόνος του κατέστρεψε την χαρά και τον απέδειξε εκτός του νυμφώνος Χριστού.
Η αγκαλιά της Εκκλησίας είναι ανοικτή για όλους εμάς. Η Εκκλησία διαθέτει δωρεάν και απλόχερα τον χιτώνα που είναι το βάπτισμα και η μετάνοια, το δακτυλίδι που είναι υπόσχεση συμβασιλείας με τον Χριστό, τα σανδάλια τα αγιότητας για να συντρίβουμε την κεφαλή του νοητού εχθρού διαβόλου, και τέλος το Μεγάλο Θύμα, τον μόσχο τον σιτευτό, που είναι ο Χριστός παρών και ζων μέσα στο μυστήριο της Ευχαριστίας.
Η αναστάσιμη χαρά της βασιλείας μας θέλει όλους κοινωνούς και μετόχους. Ως πότε θα είμαστε παραριγμένοι και λιμοκτονούντες στο βούρκο, στις ακαθαρσίες και στο αίμα; Ελάτε και «λούσασθε και καθαροί γενέσθαι», «γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» και πραγματικά αδελφοί μου θα κατακτήσετε την αιώνια χαρά.
Άλλωστε εμείς οι χριστιανοί έχουμε τόσο όμορφο και ζεστό σπιτικό, την Εκκλησία του Χριστού μας, έχουμε τόσο καλή παρέα, αυτήν των Αγίων μας, έχουμε τόσο καλό και σπλαχνικό Πατέρα, που πάντοτε μας συγχωρεί όσο και αν τον πικραίνουμε. Έχουμε τέλος την αιωνιότητα, χάρισμα της μεγαλοδωρίας Του και αλήθεια, θα επαναπαυθούμε με το εφήμερο, το ψεύτικο, το φθαρτό, το μικρό, το λίγο και το άσχημο, ενώ μπορούμε να έχουμε για πάντα και να απολαμβάνουμε καθημερινά το μεγαλείο της αγκαλιάς Του; Σκεφθείτε το και ...
...σας εύχομαι από καρδιάς,
μια Καλή και ευλογημένη Κυριακή!!!
(Κυριακή ιζ΄ Λουκά, λουκ ιε΄11-32)
Πρωτότυπο κείμενο:
11 Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· · ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13 καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. 14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. 15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. 16 καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! 18 ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. 19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. 20 καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 25 ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. 29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. 31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Είπε ο Κύριος αύτη την παραβολή. Ένας άνθρωπος είχε δυο γιους. Και είπε ο πιο μικρός από αυτούς στον πατέρα του, πατέρα, δώσε μου, το μερίδιο πού μου ανήκει από την περιουσία. Και τους μοίρασε την περιουσία. Και ύστερα από λίγες μέρες τα μάζεψε όλα ο μικρότερος γιος και έφυγε σε μακρινή χώρα, και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή.
Και όταν αυτός τα ξόδεψε όλα, έπεσε μεγάλη πείνα σ' εκείνη τη χώρα, και αυτός άρχισε να στερείται. Τότε πήγε και προσκολλήθηκε σ' έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας και εκείνος τον έστειλε στα χωράφια να βόσκει χοίρους.
Καν λαχταρούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα πού έτρωγαν οι χοίροι και κανένας δεν του έδινε. Τότε ήρθε στον εαυτόν του και είπε. Πόσοι υπηρέτες του πατέρα μου τρώνε ψωμί και τους περισσεύει και εγώ πεθαίνω της πείνας; θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου καν θα του παν Πατέρα, ήμαρτον στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω πια να με πεις παιδί σου, κάνε με σαν έναν από τους υπηρέτες σου.
Και σηκώθηκε και ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον πόνεσε ή ψυχή του και έτρεξε και έπεσε στο λαιμό του και τον φίλησε καλά καλά. Τότε του είπε ο γιός, Πατέρα, ήμαρτον στον ουρανό και σε σένα και δεν αξίζω πια να με πεις παιδί σου. Και ο πατέρας είπε στους υπηρέτες του, βγάλτε και φέρτε την πιο καλή φορεσιά και ντύστε τον και βάλτε δαχτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια, και φέρτε και σφάχτε το θρεμμένο μοσχάρι, και ας φάμε και ας χαρούμε, γιατί τούτο το παιδί μου ήταν πεθαμένο και ξανάζησε και ήταν χαμένο και βρέθηκε. Και άρχισαν να διασκεδάζουν.
Και ήταν ο μεγαλύτερος γιος του στο χωράφι, και όπως ερχόταν και πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και τραγούδια, και κάλεσε έναν από τους υπηρέτες και ζητούσε να μάθει τί τάχα να ήσαν ταύτα. Και ο υπηρέτης του είπε πώς ήρθε ο αδελφός σου και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεμμένο μοσχάρι, γιατί τον είδε και ήρθε πίσω γερός.
Τότε οργίστηκε και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι. Βγήκε λοιπόν ο πατέρας του και τον παρακαλούσε. Και εκείνος αποκρίθηκε και είπε στον πατέρα, τόσα χρόνια σου δουλεύω και ποτέ δεν παραμέλησα εντολή σου, και ποτέ δεν έδωκες σε μένα ένα κατσίκι για να διασκεδάσω με τους φίλους μου, αλλά όταν ήρθε τούτος ο γιος σου, πού σου έφαγε όλο το βίος με τις αμαρτωλές, έσφαξες για χάρη του το θρεμμένο μοσχάρι.
Τότε ο πατέρας του είπε' παιδί μου, συ πάντα είσαι μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι δικά σου, αλλά έπρεπε να διασκεδάσουμε και να χαρούμε, γιατί τούτος ο αδελφός σου ήταν πεθαμένος και ξανάζησε και ήταν χαμένος και βρέθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου