«Χαίρε κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις,
Χαίρε
απογενώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις».
Ο Ακάθιστος ύμνος είναι ένα τροπάριο δοξολογικό για δύο κορυφαία
γεγονότα της ζωής και της ιστορίας του κόσμου.
Το πρώτο είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, που την Τρίτη θα
εορτάσουμε και το δεύτερο, ως συνέπεια του πρώτου, είναι η σάρκωση του Υιού και
Λόγου του Θεού.
Αυτά τα δύο γεγονότα, μέσα στα πλαίσια της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία μας τα θυμίζει κάθε Παρασκευή σε όλους μας. Αυτά τα
γεγονότα είναι η ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου.
Ερχόμαστε λοιπόν στην μικρή μα ζεστή εκκλησιά της Ενορίας μας,
την κατακόμβη όπου προσωρινά λειτουργούμε μέχρι να φτιαχτεί ο ναός επάνω των Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, στους
όμορφους Ανθόκηπους της Νέας Ευκαρπίας, το «πατρικό σπιτικό» που τώρα σιγά-σιγά
αγωνιζόμαστε να φτιάξουμε για την Παναγία κόρη τους, της οποίας σήμερα τελέσαμε
λίγο πριν με κάθε ευλάβεια την Γ΄Στάση των Χαιρετισμών της, σύμφωνα με το
τυπικό της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Τοποθετήσαμε στο κέντρο του ναού την Εικόνα της, την στολίσαμε
με τα όμορφα και μυρωδάτα άνθη από τους
Ανθόκηπους των σπιτιών μας, δώδεκα αγιοκέρια της ανάψαμε και στο στήθος της
εναποθέσαμε τον καημό μας, της φορτώσαμε τις έννοιες μας, της είπαμε τα
προβλήματα μας και της ζητήσαμε να μας βοηθήσει, εμάς και τα παιδιά μας, για να
περάσουν και αυτές οι δυσκολίες της ζωής μας.
Τα «Χαίρε», που πριν ακούσαμε από τον ιερέα, είναι ένας λόγος
για να δοξάσεις την Παναγία. Θα ’θελα λίγο να μείνω σ’ έναν και μόνο στίχο που ακούστηκε και να
προσπαθήσω να τον αναλύσω: «Χαίρε κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις, Χαίρε
απογενώσα λυτρωτήν αιχμαλώτοις».Χαίρε εσύ, που κυοφόρησες και γέννησες
Εκείνον, που θα ήτανε ο οδηγός των πλανωμένων. Χαίρε εσύ, που γέννησες Αυτόν,
που θα ελευθερώσει τους αιχμαλώτους.
Σήμερα, αγαπητοί αδελφοί, είμαστε και από τα δύο αυτά. Είμαστε
και πλανεμένοι και αιχμάλωτοι. Πλανηθήκαμε, γιατί στηριχθήκαμε στη δική μας
σοφία. Τουλάχιστον οι ρήτορες των Αθηναίων έμειναν έκπληκτοι, κατά τον άγνωστο
ποιητή του Ακαθίστου Ύμνου. Εμείς πάλι πιστέψαμε ότι ακόμα και από τους ρήτορες
είμαστε πιο έξυπνοι και θελήσαμε να προσπεράσουμε το γεγονός. Το γεγονός της
αγάπης του Θεού. Τι καταφέραμε; Μπερδευτήκαμε. Πλανηθήκαμε στη ζωή μας. Πήραμε
λάθος δρόμους. Φτάσαμε σε αδιέξοδα. Στα αδιέξοδα, που ζούμε και σήμερα. Στα
αδιέξοδα, που ζουν οι άνθρωποι όλων των εποχών. Όταν, αντί να εμπιστευθούν το
λόγο και την αλήθεια του Χριστού, επιμένουν στο δικό τους θέλημα. Και έτσι
έχουμε, ό,τι μάς συμβαίνει στον κόσμο. Και παλιότερα και τώρα. Απλά, τώρα
επιβεβαιωθήκαμε, ότι χρεωκοπήσαμε, ότι αποτύχαμε. Όχι, γιατί δεν ξέραμε καλά τα
οικονομικά, αλλά γιατί προβάλλαμε μπροστά τον εγωισμό μας και εκεί
τσακιστήκαμε.
Αποδειχτήκαμε πόσο ανόητοι είμαστε. Πόσο αστοιχείωτοι είμαστε,
αφού δεν καταφέραμε να κερδίσουμε τη ζωή που θέλουμε. Αφού δεν καταφέρνουμε να
κρατάμε ένα σπίτι γεμάτο αγάπη και χάρη. Αφού δεν καταφέρνουμε να χαρίσουμε ένα
χαμόγελο στα ίδια μας τα παιδιά. Περπατάμε καλά, λοιπόν; Είμαστε άνθρωποι στο
σωστό δρόμο; Είμαστε άνθρωποι, που ξέρουμε τι θέλουμε; Ή που απεδείχθη ότι, δεν
ξέρουμε τι θέλουμε και τι ζητάμε; Και πού μάς οδήγησε αυτή η πλάνη; Όπου
οδηγούν όλες οι πλάνες. Στη αιχμαλωσία. Και η αιχμαλωσία των σωμάτων μας είναι
πιο υποφερτή από την αιχμαλωσία των ψυχών μας.
Την Τρίτη που μας έρχεται, μαζί με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου
θα εορτάσουμε και την επέτειο της κηρύξεως της ελληνικής επανάστασης του 1821,
όπου η Ελλάδα μας μετά από Τουρκική σκλαβιά πεντακόσιων και παραπάνω ολόκληρων
χρόνων, όπου στην διάρκεια τους επιχειρήθηκε, και μάλιστα με επιτυχία, η πλήρης
αιχμαλώτισις του σώματος του Έλληνος, καμία δύναμις δεν κατάφερε να
αιχμαλωτίσει και την αδούλωτη ψυχή του, με αποτέλεσμα και την σωματική μας
τελική απελευθέρωση και την σωτηρία του γένους των Ελλήνων από τον τουρκικό
ζυγό. Αργότερα το ίδιο συνέβη και με μια ακόμη κατοχή, έναν ακόμα κατακτητή,
αυτήν την φορά Γερμανό, που έκανε και αυτός το ίδιο λάθος, υποτιμώντας την ψυχή
του Έλληνος και μετρώντας χιλιάδες θυμάτων στα πεδία των μαχών, όπου κατά
γενική ομολογία μια χούφτα Ελλήνων σταμάτησε την ορμή των Γερμανών και ανάγκασε
τους «συμμάχους» μας Ευρωπαίους, που σήμερα μας λοιδορούν να πουν πως, οι ήρωες
πολεμούν σαν τους ‘Ελληνες.
Σήμερα ζούμε και πάλι την παντοειδή αιχμαλωσία μας. Σήμερα
είμαστε, είτε αρέσει σε μερικούς είτε όχι, ένα κράτος υπό κατοχή. Ένα κράτος,
που έχει υποθηκευτεί το σπίτι του καθενός μας και όλη η περιουσία του τόπου
μας. Πως τα καταφέραμε έτσι; Μήπως τελικά κατάφεραν και αιχμαλώτισαν την ψυχή
μας; Αλλά πια είναι η αιχμαλωσία της ψυχής μας; Είναι η αιχμαλωσία που γέννησαν
τα πάθη μας. Το πιο πλούσιο σπίτι, το πιο γρήγορο αυτοκίνητο, η πιο μεγάλη
τηλεόραση, το πιο ακριβό κινητό, τα περισσότερα λεφτά, η πιο εύκολη ζωή. Και
δουλεύοντας στα πάθη μας ξεπουληθήκαμε και στην ψυχή και στο σώμα μας. Γι’ αυτό
γίναμε και ανίκανοι να χαρίσουμε ένα χαμόγελο στα παιδιά μας. Αλλά τώρα
κινδυνεύουμε να φτάσουμε σε ρυθμούς στέρησης και πείνας, που δεν διανοηθήκαμε ποτέ
ότι θα φτάσουμε.
Πιστέψαμε ότι, αυτά ήταν για τους πατεράδες μας και τους παππούδες
μας και τώρα τα ζούμε εμείς. Φτώχια, ανεργία, έλλειψη ασφάλισης, ακόμα και σε πείνα
στο μέσον του 21ου αιώνος οδηγείτε ο Έλληνας. Και καλά σε εκείνους,
στους προγόνους μας, τα έφεραν οι ξένοι, οι άλλοι. Εμείς πάλι παραδοθήκαμε αμαχητί
και ξεπουληθήκαμε από μόνοι μας. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Τι μας μένει
λοιπόν; Η επιστροφή.
Η επιστροφή στην αγάπη και στη χάρη της Παναγιάς και του
Χριστού. Όπως το κάναμε εμείς οι Έλληνες σε άλλες δύσκολες ώρες, όταν για πρώτη
φορά ακουγόταν ο Ακάθιστος Ύμνος και περιφερόταν η εικόνα της Παναγίας της
Βλαχερνιώτισσας στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, κατά την πολιορκία της το
626μ.Χ από τους Αβάρους και όχι μόνο τότε, έτσι και τώρα να ζητήσουμε μετάνοια.
Να κάνουμε αυτό που ακούσαμε από το στόμα του ιερέως κατά την Ακολουθία των
Χαιρετισμών της Θεοτόκου. Να «ξενωθώμεν». Να γίνουμε ξένοι στην νοοτροπία αυτού
του κόσμου και να αποκτήσουμε νουν Χριστού και φρόνημα Χριστού. Και τότε θα
ξαναβρούμε τον εαυτό μας, θα ξαναβρούμε τα σπίτια μας. Και τότε θα είμαστε
ικανοί, γιατί τώρα δεν είμαστε, να πετάξουμε έξω από τον τόπο μας, αυτούς που
μας κατέκτησαν.
Αλλά αυτή η αλλαγή προϋποθέτει τη δική μας εσωτερική αλλαγή.
Προς το παρόν αυτό που καταφέραμε μέχρι τώρα εμείς οι γηραιότεροι, είναι να δημιουργήσουμε μια γενιά νέων
ανθρώπων με έντονα τα σημάδια του απόλυτου υλισμού, της παντελούς έλλειψης
πνευματικότητας, της παρακμής και του ωχαδερφισμού.
Εάν λοιπόν, δεν αποκτήσουμε ένα φρόνημα οντολογικής ελευθερίας,
αυτό που μας χαρίζει η αγάπη του Χριστού και η κοινωνία μαζί του μέσω της
Εκκλησίας Του και των Μυστηρίων της, τότε ουσιαστικά δεν έχουμε μέλλον, και ας
μη μας παραμυθιάζει κανένας αδελφοί μου, όπως ακούω να λέει η νεολαία των
κατηχητικών μας, μα και παραέξω, μιλώντας
αυτήν την περίεργη διάλεκτο.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ζώντας μέσα στην Εκκλησία, μπορούμε να δούμε
την αλήθεια. Μπορούμε να ξαναβρούμε τον εαυτό μας. Γιατί, αν πραγματικά
μελετήσουμε τη ζωή της, θα δούμε ότι αυτά που θέλουμε σήμερα είναι ακριβώς αυτά
που υπάρχουν στην Παράδοση της Ορθοδόξου πίστεώς μας.
Αγαπητοί αδελφοί, δεν είναι άλλο πράγμα η ζωή μας, η
καθημερινότητά μας, το σπίτι μας, οι δουλειές μας, και άλλο πράγμα η Εκκλησία.
Η Εκκλησία είναι κομμάτι σημαντικό της ζωής μας, είναι η σωσμένη ζωή μας. Και
γι’ αυτό μπήκαμε σήμερα σε αυτήν και βροντοφωνάξαμε μαζί με τον ιερέα μας όλα
αυτά και «Χαίρε» στην Παναγία μητέρα μας. Όχι, για να ‘χουμε ένα ψυχολογικό
άλλοθι, αλλά για να βρούμε τον πραγματικό μας εαυτό, και να χαρούμε και να
ζήσουμε όμορφα και ευλογημένα στην ζεστή και ασφαλή αγκαλιά της.
Να παρακαλέσουμε, λοιπόν, την Παναγία μας, να μας φωτίσει όλους
μας, και τους άρχοντες του τόπου μας που τόσο μας βασάνισαν τον τελευταίο καιρό
με τις λανθασμένες αποφάσεις τους, αλλά και ολόκληρη την πατρίδα μας, την
όμορφη Ελλάδα, για να βρούμε τις αλήθειες που χάσαμε, και γι’ αυτό «φτωχύναμε»
πνευματικά και υλικά.
Η
Παναγιά μαζί μας!!!
(Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τελίδης)
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου