"Η λύπη ενός πλουσίου."
"Εί θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τά υπάρχοντα καί δός πτωχοίς...Ακούσας δέ ό νεανίσκος τόν λόγον απήλθε λυπούμενος, ήν γάρ έχων κτήματα πολλά."
Ο πλούσιος νεαρός του Ευαγγελίου της 12ης κατά σειρά εβδομάδος του κατά Ματθαίον, την Κυριακή της 4ης Σεπτεμβρίου 2022, ο οποίος συνάντησε τον Χριστό και τον ρώτησε
"τί ἀγαθόν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον..."
για να λάβει κατόπιν την επιδοκιμασία του Κυρίου μας για τη ζωή του και να ακούσει πάνω στο τι υστερούσε τελικά, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, λυπάται με την απάντηση του Χριστού, λυπάται πολύ, απογοητεύεται, στενοχωριέται και φεύγει:
"τί ἀγαθόν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον..."
για να λάβει κατόπιν την επιδοκιμασία του Κυρίου μας για τη ζωή του και να ακούσει πάνω στο τι υστερούσε τελικά, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, λυπάται με την απάντηση του Χριστού, λυπάται πολύ, απογοητεύεται, στενοχωριέται και φεύγει:
«Αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό . κι έλα να με ακολουθήσεις» (Ματθ. 19, 21).
Αλλά ο νέος είχε μεγάλη περιουσία και δεν μπορούσε να την αποχωριστεί.᾿
"Ακούσας δέ ὁ νεανίσκος τόν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γάρ ἔχων κτήματα πολλά."
Αξίζει να εξετάσουμε σε αυτό το σημείο της διήγησης αυτού του γεγονότος από την σύντομη μα τόσο μεστή και σωτήρια για όλους ζωή του Κυρίου μας πάνω στην γη ως τέλειος άνθρωπος, ως ένας από εμάς, αλλά και ως τέλειος Θεός, από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, το οποίο περιγράφει και ο Λουκάς σε κάποια περικοπή του δικού του Ευαγγελίου, τους βαθύτερους λόγους της λύπης του πλούσιου αυτού νέου:
*Λυπήθηκε γιατί ήταν προσκολλημένος στα αγαθά του. Τα θεωρούσε δικά του και δεν ήθελε να τα αποχωριστεί. Τα αγαθά είχαν γίνει στοιχείο της ταυτότητάς του. Δεν θεωρούσε ότι η ζωή του θα είχε νόημα εάν δεν είχε τα αγαθά αυτά. Του εξασφάλιζαν άνεση στη ζωή του, την δυνατότητα να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, την αναγνώριση από τους άλλους. Τα αγαθά ήταν το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο της ταυτότητάς του.
*Λυπήθηκε γιατί ένιωσε ότι ο Θεός δεν αναγνώριζε τον θρησκευτικό του κόπο. Δεν είχε σκοτώσει, δεν είχε μοιχεύσει, δεν είχε κλέψει, δεν είχε ψευδομαρτυρήσει, τιμούσε τον πατέρα του και την μητέρα του και αγαπούσε τον πλησίον του όπως τον εαυτό του. Τηρούσε δηλαδή τις βασικές εντολές του μωσαϊκού νόμου και θρησκευτικά ήταν άψογος. Είχε την αίσθηση ότι ο Θεός αναγνώριζε τον κόπο του και ότι ήταν ευχαριστημένος μαζί του. Η θρησκευτικότητά του ήταν έντονη. Σκοπός της όμως ήταν η δικαίωσή του.
*Λυπήθηκε γιατί ένιωσε ότι το προαίσθημά του πως κάτι μπορεί να του έλειπε, επιβεβαιώθηκε. Η ερώτηση που θέτει στο Χριστό μαρτυρεί μία υποσυνείδητη φοβία ότι δεν ήταν αρκετή η θρησκευτικότητά του, αλλά ο τέλειος Θεός ήθελε τη τελειότητα και από εκείνον. Και καθώς ακούει τον Χριστό να του απαντά ότι δεν πέτυχε την τελειότητα, όπως την επιθυμούσε, νιώθει ότι η φοβία του είχε ρίζες, με αποτέλεσμα να καταβάλλεται από την λύπη.
Και ποια είναι η στάση του πλουσίου νέου απέναντι στη λύπη. Δεν συζητά με το Χριστό, δεν καταθέτει την αντίθεσή του, δεν εξομολογείται τους προβληματισμούς που γεννώνται σ’ αυτόν εξαιτίας της απάντησης του Θεανθρώπου, αλλά φεύγει λυπημένος. Η αντίδρασή του είναι η φυγή και όχι ο αγώνας. Ο Χριστός, με την απάντησή του, βρήκε το κέντρο της καρδιάς του νέου. Και εκείνος κατεβλήθη από την απάντηση, τόσο που φάνηκε ότι δεν ήταν έτοιμος να αποδεχθεί την αλήθεια.
Φεύγει από το Πρόσωπο το οποίο του γνωστοποιεί τι αληθινά του λείπει. Σιωπά, γιατί ξέρει ότι ο Χριστός ξεγύμνωσε την καρδιά του. Και η λύπη τον συνοδεύει, όπως διαφαίνεται από την μετοχή που ο ευαγγελιστής χρησιμοποιεί: «λυπούμενος» και όχι «λυπηθείς». Αποσύρεται με μία μόνιμη λύπη πλέον στην καρδιά του, ανίκανος να πολεμήσει, ανίκανος να πάρει την μεγάλη απόφαση να αποχωριστεί από ό,τι θεωρούσε ότι του έδινε νόημα, ανίκανος να συναντήσει έναν Θεό που ζητά αγάπη ολοκληρωτική και εμπιστοσύνη στη σχέση με τον άνθρωπο και όχι ψευδαισθήσεις.
Τον πλούσιο νέο θυμίζουμε όλοι εμείς, οι άνθρωποι του σήμερα, ιδίως όσοι ανήκουμε στην Εκκλησία. Θεωρούμε πως ο θρησκευτικός μας κόπος είναι αρκετός ενώπιον του Θεού. Όμως η καρδιά μας είναι αλλού προσκολλημένη. Είτε η αγάπη της λέγεται φιληδονία, είτε αγαθά, είτε μόρφωση, είτε εγωισμός, είτε παντογνωσία, είτε εκμετάλλευση, είτε δικαιώματα, η ταυτότητά μας είναι τελικά μακριά από το Θεό. Και όταν έρχεται ο λόγος του Θεού να ξεγυμνώσει την ύπαρξή μας, είτε δια μέσω του Ευαγγελίου είτε δια μέσω προσώπων που μας αγαπούνε και μας λένε αληθινά τι μας συμβαίνει, η συνήθης στάση μας είναι η φυγή, η αποδοκιμασία των προσώπων που μας αποκαλύπτουν το αληθές, η κατάθλιψη γιατί δεν ακούσαμε τον έπαινο, είτε γιατί η πνευματική πραγματικότητα μας δείχνει πόσο απέχουμε από την τελειότητα της σχέσης με το Θεό.
"Ακούσας δέ ὁ νεανίσκος τόν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γάρ ἔχων κτήματα πολλά."
Αξίζει να εξετάσουμε σε αυτό το σημείο της διήγησης αυτού του γεγονότος από την σύντομη μα τόσο μεστή και σωτήρια για όλους ζωή του Κυρίου μας πάνω στην γη ως τέλειος άνθρωπος, ως ένας από εμάς, αλλά και ως τέλειος Θεός, από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, το οποίο περιγράφει και ο Λουκάς σε κάποια περικοπή του δικού του Ευαγγελίου, τους βαθύτερους λόγους της λύπης του πλούσιου αυτού νέου:
*Λυπήθηκε γιατί ήταν προσκολλημένος στα αγαθά του. Τα θεωρούσε δικά του και δεν ήθελε να τα αποχωριστεί. Τα αγαθά είχαν γίνει στοιχείο της ταυτότητάς του. Δεν θεωρούσε ότι η ζωή του θα είχε νόημα εάν δεν είχε τα αγαθά αυτά. Του εξασφάλιζαν άνεση στη ζωή του, την δυνατότητα να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, την αναγνώριση από τους άλλους. Τα αγαθά ήταν το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο της ταυτότητάς του.
*Λυπήθηκε γιατί ένιωσε ότι ο Θεός δεν αναγνώριζε τον θρησκευτικό του κόπο. Δεν είχε σκοτώσει, δεν είχε μοιχεύσει, δεν είχε κλέψει, δεν είχε ψευδομαρτυρήσει, τιμούσε τον πατέρα του και την μητέρα του και αγαπούσε τον πλησίον του όπως τον εαυτό του. Τηρούσε δηλαδή τις βασικές εντολές του μωσαϊκού νόμου και θρησκευτικά ήταν άψογος. Είχε την αίσθηση ότι ο Θεός αναγνώριζε τον κόπο του και ότι ήταν ευχαριστημένος μαζί του. Η θρησκευτικότητά του ήταν έντονη. Σκοπός της όμως ήταν η δικαίωσή του.
*Λυπήθηκε γιατί ένιωσε ότι το προαίσθημά του πως κάτι μπορεί να του έλειπε, επιβεβαιώθηκε. Η ερώτηση που θέτει στο Χριστό μαρτυρεί μία υποσυνείδητη φοβία ότι δεν ήταν αρκετή η θρησκευτικότητά του, αλλά ο τέλειος Θεός ήθελε τη τελειότητα και από εκείνον. Και καθώς ακούει τον Χριστό να του απαντά ότι δεν πέτυχε την τελειότητα, όπως την επιθυμούσε, νιώθει ότι η φοβία του είχε ρίζες, με αποτέλεσμα να καταβάλλεται από την λύπη.
Και ποια είναι η στάση του πλουσίου νέου απέναντι στη λύπη. Δεν συζητά με το Χριστό, δεν καταθέτει την αντίθεσή του, δεν εξομολογείται τους προβληματισμούς που γεννώνται σ’ αυτόν εξαιτίας της απάντησης του Θεανθρώπου, αλλά φεύγει λυπημένος. Η αντίδρασή του είναι η φυγή και όχι ο αγώνας. Ο Χριστός, με την απάντησή του, βρήκε το κέντρο της καρδιάς του νέου. Και εκείνος κατεβλήθη από την απάντηση, τόσο που φάνηκε ότι δεν ήταν έτοιμος να αποδεχθεί την αλήθεια.
Φεύγει από το Πρόσωπο το οποίο του γνωστοποιεί τι αληθινά του λείπει. Σιωπά, γιατί ξέρει ότι ο Χριστός ξεγύμνωσε την καρδιά του. Και η λύπη τον συνοδεύει, όπως διαφαίνεται από την μετοχή που ο ευαγγελιστής χρησιμοποιεί: «λυπούμενος» και όχι «λυπηθείς». Αποσύρεται με μία μόνιμη λύπη πλέον στην καρδιά του, ανίκανος να πολεμήσει, ανίκανος να πάρει την μεγάλη απόφαση να αποχωριστεί από ό,τι θεωρούσε ότι του έδινε νόημα, ανίκανος να συναντήσει έναν Θεό που ζητά αγάπη ολοκληρωτική και εμπιστοσύνη στη σχέση με τον άνθρωπο και όχι ψευδαισθήσεις.
Τον πλούσιο νέο θυμίζουμε όλοι εμείς, οι άνθρωποι του σήμερα, ιδίως όσοι ανήκουμε στην Εκκλησία. Θεωρούμε πως ο θρησκευτικός μας κόπος είναι αρκετός ενώπιον του Θεού. Όμως η καρδιά μας είναι αλλού προσκολλημένη. Είτε η αγάπη της λέγεται φιληδονία, είτε αγαθά, είτε μόρφωση, είτε εγωισμός, είτε παντογνωσία, είτε εκμετάλλευση, είτε δικαιώματα, η ταυτότητά μας είναι τελικά μακριά από το Θεό. Και όταν έρχεται ο λόγος του Θεού να ξεγυμνώσει την ύπαρξή μας, είτε δια μέσω του Ευαγγελίου είτε δια μέσω προσώπων που μας αγαπούνε και μας λένε αληθινά τι μας συμβαίνει, η συνήθης στάση μας είναι η φυγή, η αποδοκιμασία των προσώπων που μας αποκαλύπτουν το αληθές, η κατάθλιψη γιατί δεν ακούσαμε τον έπαινο, είτε γιατί η πνευματική πραγματικότητα μας δείχνει πόσο απέχουμε από την τελειότητα της σχέσης με το Θεό.
Και κάτι που είναι σημαντικό για τους πνευματικούς πατέρες. Το περιεχόμενο της απάντησης του Χριστού στον πλούσιο νέο ήταν διττό, διπλό δηλαδή. Αρχικά του επεσήμανε τα βασικά που έπρεπε να κάνει, δηλαδή τον θρησκευτικό κόπο. Όταν όμως διαπίστωσε ότι ο νέος ήθελε την πληρότητα της τελειότητας στη ζωή του, απάντησε χωρίς υπεκφυγές και ωραιοποιήσεις το τι έπρεπε να κάνει. Πόσο έτοιμοι είμαστε οι πνευματικοί πατέρες να δώσουμε αυτό το διττό περιεχόμενο στον λόγο και την διδαχή μας;
Ξεκινώντας από τον εαυτό μας, ας αναρωτηθούμε: Πόσο τηρούμε εμείς τις εντολές του Ευαγγελίου, και, κυρίως, πόσο είμαστε έτοιμοι να αγγίξουμε την καρδιά μας και την καρδιά του άλλου, να δούμε τι είναι αυτό που τελικά μας χωρίζει από την πληρότητα της αγάπης του Θεού;
Συνήθως αρκούμαστε σε μία εξωτερική θεώρηση της ζωής και της αποστολής των άλλων, όπως και του εαυτού μας, και δεν τολμούμε να δούμε την αλήθεια, να αφήσουμε την ψυχή μας να φανερωθεί γυμνή ενώπιον του Θεού, ούτε και τολμούμε να είμαστε αληθινοί έναντι των άλλων ή να τους δείξουμε τι τους λείπει, ίσως γιατί κι εμείς δεν θέλουμε να το διαπιστώσουμε στον εαυτό μας.
Όμως ο Χριστός μας δείχνει ότι η αλήθεια είναι αυτό που ζητά ο Θεός από τον άνθρωπο και ότι καλούμαστε να επιλέξουμε την στάση μας έναντί αυτής της αλήθειας. Αν θα νικηθούμε δηλαδή από την λύπη, την κατάθλιψη, το εγωκεντρικό φρόνημα ή αν θα παλέψουμε για να την εφαρμόσουμε. Επειδή ο Χριστός δεν ζήτησε από εμάς ποτέ να ήμαστε νικητές, αλλά απαιτεί να ήμαστε αγωνιστές.
Σ’ έναν κόσμο που ζει μέσα στο ψέμα και προσφέρει υποκατάστατα που δήθεν θα εξαλείψουν κάθε μορφής λύπη και απόγνωση, η αλήθεια της Πίστης είναι αυτό που καλείται να προσφέρει η Ορθοδοξία με όλες της τις δυνάμεις. Και η αλήθεια είναι το πρόσωπο του Χριστού, η ιδρυθείσα από Αυτόν Εκκλησία Του και τα Μυστήρια της, ένα όμορφο και γαλήνιο πρόσωπο στο οποίο,
Να μην λησμονούμε αδελφοί μου ότι η επίγεια ζωή μας έχει όριο...τον θάνατο. Μετά από αυτόν, ο οποίος είναι και το μόνο βέβαιο γεγονός στην πεπερασμένη βιοτή μας, τα πάντα θα μας φανούν γυμνά και τετραχηλισμένα ενώπιον του Χριστού και μεγάλου Κριτού μας και ό,τι αρνηθήκαμε να παραδεχθούμε, εκεί θα φανεί, μπροστά στον θρόνο Του και στην αδέκαστη, αλλά και επιεική, πατρική κρίση Του.
Ας ενώσουμε λοιπόν τις δυνάμεις μας, σήμερα...τώρα, αγαπητοί ενορίτες, ας ανασκουμπωθούμε, προσκυνητές στην Ενορία μας,
και ας ζωστούμε φίλοι και αναγνώστες της ιστοσελίδας μας, με τα "όπλα" της Ορθοδοξίας μας, την Πίστη μας και τα Μυστήρια της Εκκλησίας του Χριστού μας, το Βάπτισμα και το Χρίσμα που πήραμε από μικροί, την Θεία Ευχαριστία και την Θεία Κοινωνία μας κάθε Κυριακή, γιορτήκαι σχόλη, την μετάνοια μας με την Εξομολόγηση, την Ιερωσύνη για τους λίγους και εκλεκτούς, το Ευχέλαιο, μέσα στον Ναό ή καλώντας τον ιερέα στο σπίτι μας, ως φάρμακο "εις ίασιν ψυχής τε και σώματος" και τέλος τον Γάμο, για να μην ήμαστε μόνοι στο δώρο της ζωής, που μας χάρισε ο Δημιουργός μας,
αλλά και με γνώμονα την τελευταία παράγραφο του σημερινού Ευαγγελίου, με την ερώτηση των μαθητών:
"Τίς ἄρα δύναται σωθῆναι;"
αφού είναι τόσο δύσκολο να κατακτήσουμε μόνοι και με τις δικές μας δυνάμεις τον Παράδεισο, και την απάντηση του Χριστού μας:
"Πάρα ἀνθρώποις τούτο ἀδύνατόν ἐστι, παρά δε Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι.",
να δείξουμε στον Χριστό και Θεό μας τον αγώνα που κάνουμε καθημερινά, όχι τις νίκες μας, μιας και πολλές φορές θα ηττηθούμε...είναι βέβαιο!!! αλλά την προσπάθεια μας να σηκωθούμε και να παλέψουμε ξανά, για να ήμαστε, όπως είπα παραπάνω, όχι νικητές αλλά μαχητές, και μόνιμα και σίγουρα μέσα στην πατρική αγκαλιά Του.
Ευχόμαστε από καρδιάς
*παρακάτω, με ένα κλικ στο "Διαβάστε περισσότερα..." θα δείτε το Ευαγγέλιο της Κυριακής ΙΒ΄ Ματθαίου, στο αρχαίο πρωτότυπο κείμενο, αλλά και σε νεοελληνική ερμηνεία και απόδοση...
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
της Κυριακής ΙΒ´ Ματθαίου (Ματθ. ιθ´ 16-26)
Κυριακή 4-9-2022
Πρωτότυπο αρχαίο κείμενο:
Τῶ καιρῷ ἐκείνῳ, νεανίσκος τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, γονυπετῶν αὐτόν, καὶ λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς. Λέγει αὐτῷ· Ποίας; ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπε· Τὸ «οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα», καὶ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; ῎Εφη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. ᾿Ακούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ᾿Αμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. ᾿Ακούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· Τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; ᾿Εμβλέψας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι.Απόδοση στη νεοελληνική.
Εκεῖνο τὸν καιρό, πλησίασε τὸν ᾿Ιησοῦ κάποιος νεαρός, γονάτισε μπροστά του καὶ τοῦ εἶπε· ᾿Αγαθὲ Διδάσκαλε, τί καλὸ νὰ κάνω γιὰ ν᾿ ἀποκτήσω αἰώνια ζωή; ῾Ο ᾿Ιησοῦς τοῦ εἶπε· Γιατί μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό; Κανένας δὲν εἶναι ἀγαθός, παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός. ῍Αν θέλεις πάντως νὰ μπεῖς στὴ ζωή, τήρησε τὶς ἐντολές. Ποιές; τοῦ λέει. Κι ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε· Τὸ μὴ σκοτώσεις, μὴ μοιχεύσεις, μὴν κλέψεις, μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα σου καὶ ἀγάπα τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου. ῞Ολα αὐτὰ τὰ τηρῶ ἀπὸ πολὺ μικρός, τοῦ λέει ὁ νεαρός. Σὲ τί ἀκόμα ὑστερῶ; ῾Ο ᾿Ιησοῦς τοῦ ἀπάντησε· ῍Αν θέλεις νὰ γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δῶσε τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ κοντὰ στὸν Θεό· κι ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις. Μόλις ἄκουσε τὴν ἀπάντηση ὁ νεαρός, ἔφυγε λυπημένος, γιατὶ εἶχε μεγάλη περιουσία. Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε στοὺς μαθητές του· Σᾶς βεβαιώνω πὼς δύσκολα θὰ μπεῖ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ σᾶς τὸ ἐπαναλαμβάνω· Εἶναι εὐκολότερο νὰ περάσει καμήλα ἀπὸ βελονότρυπα, παρὰ νὰ μπεῖ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῞Οταν τ᾿ ἄκουσαν οἱ μαθητές του, ἔνιωσαν μεγάλη κατάπληξη κι ἔλεγαν· Τότε ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθεῖ; ῾Ο ᾿Ιησοῦς τοὺς κοίταξε καὶ εἶπε· Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους· γιὰ τὸν Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου