ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (11/2/2024) "Η παραβολή των ταλάντων" (Ματθ. κε΄ 14-30)

«ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ!...
είσελθε εις την χαράν τού κυρίου σου »

"Η  παραβολή των ταλάντων" 

    Μέσα στις πολλές παραβολές που είπε ο Χριστός περιλαμβάνεται και η βαθυστόχαστη παραβολή των ταλάντων, η οποία επειδή είναι τόσο διδακτική υπάρχει μέσα στο τυπικό του λειτουργικού εκκλησιαστικού κύκλου και την Μεγάλη Εβδομάδα, συγκεκριμένα την Μεγάλη Τρίτη. Σύμφωνα με την παραβολή αυτή ένας πλούσιος οικοδεσπότης, προκειμένου να απουσιάσει για ένα χρονικό διάστημα από το σπίτι του, κάλεσε τους υπηρέτες  και, ανάλογα με τη δύναμη που γνώριζε πως είχε ο καθένας, τους εμπιστεύτηκε τάλαντα με την εντολή να εργασθούν και να τα αυξήσουν. 

     Στον πρώτο έδωσε πέντε, στο δεύτερο δύο, και στον τρίτο ένα. Οι μεν δύο πρώτοι διπλασίασαν τα τάλαντα τους και ο πρώτος παρέδωσε δέκα τάλαντα στον Κύριο του, ενώ και ο δεύτερος επέστρεψε τέσσερα τάλαντα, με αποτέλεσμα και το αφεντικό τους ευχαριστημένο να τους επιδοκιμάσει και να τους βραβεύσει, όταν επέστρεψε. Ο τρίτος όμως που εν τέλει δεν ασχολήθηκε καθόλου με το τάλαντο του αλλά το έθαψε στη γη, 

ακριβώς γι' αυτό αποδοκιμάστηκε και ο Κύριος του τον καταδίκασε  και  τον έδιωξε από το σπίτι ως ανάξιο και τεμπέλη δούλο, μάλιστα του πρόσαψε και ένα πολύ υποτιμητικό επίθετο. Τον είπε πονηρό !!!

     Είναι αυτονόητο ότι ο πλούσιος οικοδεσπότης δεν είναι άλλος παρά ο Θεός, ο Οποίος ως πηγή των αγαθών προσφέρει στους ανθρώπους ποικίλα ψυχικά και σωματικά χαρίσματα. Έτσι βλέπουμε στην καθημερινότητα μας ανθρώπους να έχουν απίστευτο ταλέντο στο να δημιουργούν και να κατασκευάζουν όμορφα οικοδομήματα και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερο κόπο, άλλοι να έχουν καλλιτεχνικές ανησυχίες, άλλος να έχει πολύ ωραία φωνή, άλλος να έχει υποκριτικό ταμπεραμέντο, άλλος να έχει ευφράδεια λόγου, άλλος να είναι καλός στα μαθηματικά στην φυσική και ούτω κάθε εξής. Αυτά τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος μας δόθηκαν εκ Θεού με την εντολή να κινηθούμε δραστήρια στην πεπερασμένη παρούσα ζωή μας και  να αγωνισθούμε να τα αυξήσουμε, να τα καλλιεργήσουμε να τα αξιοποιήσουμε ευεργετικά για τους συνανθρώπους μας και όχι να τα κρατήσουμε μόνο για τον εαυτό μας.  

     Τα χαρίσματα αυτά, όπως σας είπα πριν, εμβολιάζονται στον άνθρωπο κατά την ώρα του βαπτίσματος και ιδιαίτερα κατά τη στιγμή του Μυστηρίου του Χρίσματος, οπότε δίνονται στον άνθρωπο τα ποικίλα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Σκοπό έχουν όμως την ανάπτυξη τους και την καρποφορία τους από τον άνθρωπο για να αναδειχθεί ένα έμψυχο καρποφόρο δένδρο ευεργετικό μέσα στην κοινωνία. Η συνεχής επεξεργασία των χαρισμάτων, η καλλιέργεια και η αύξηση τους αναδεικνύει τον πιστό πραγματικό πρεσβευτή του Θεού επί της γης. 

     Έτσι ο άνθρωπος, αν κινηθεί δραστήρια και ευεργετικά κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του εφαρμόζοντας το θέλημα του Θεού, θα αποκτήσει τον έπαινό Του και την επιδοκιμασία Του, όπως οι δύο πρώτοι δούλοι της παραβολής, οι οποίοι άκουσαν με χαρά τον Κύριο τους να τους λέει: «ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν τού κυρίου σου». 

     Εάν ο άνθρωπος επαναπαυόμενος από τα Δώρα του Δεσπότη Χριστού, αδρανήσει και αν τεμπελιάσει και τελικά δεν καλλιεργήσει και πολλαπλασιάσει τα τάλαντα του, τότε θα αχρηστεύσει όλα αυτά τα πνευματικά κεφάλαια, τα δώρα του Θεού, τότε θα είναι αχάριστος, θα είναι ένοχος και αναπολόγητος. Αυτό έπαθε ο τρίτος δούλος της σημερινής παραβολής και τελικά αποδοκιμάστηκε από τον οικοδεσπότη με λόγια σκληρά που κανείς δεν θα ήθελε ποτέ να ακούσει. Θα’ θελε άραγε κάποιος από εμάς να ακούσει τον Χριστό να του λέει: "Πονηρέ δούλε και οκνηρέ!"…με τρομάζει και μόνο η σκέψη!!! ή ακόμα χειρότερα να ακούσουμε τον Κύριο μας να προστάζει και την τιμωρία μας: "...και τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον."

      Πραγματικά σκληρά λόγια άκουσε ο κουτοπόνηρος και τεμπέλης αυτός δούλος, που έθαψε…που κράτησε τα χαρίσματα που του έδωσε ο Δημιουργός του μόνο για τον εαυτό του και χωρίς να τα αξιοποιήσει, μα μην λησμονούμε πως ο Χριστός, εκτός από Στοργικός Πατέρας μας, θα είναι και Δίκαιος Κριτής μας, που όταν έρθει η ώρα του καθενός μας, ως Πατέρας θα ψάξει να βρει και την πιο μικρή καλή πράξη μας για να μας κατατάξει στην «…χαράν του Κυρίου Σου», μα αν δεν βρει και τίποτε καλό πάνω μας ως Κριτής, τότε ίσως μας προσπεράσει αφήνοντας μας αναπολόγητους να υποφέρουμε «…εις το σκότος το εξώτερον»

      Είναι κρίμα να χάσει κανείς τη Βασιλεία του Θεού αχρηστεύοντας τα χαρίσματα που του έδωσε. Οι συνεπείς όμως εργάτες του καλού αγώνα, όταν απέλθουν από τον κόσμο αυτό θα έχουν δικαίωμα συμμετοχής στους αιώνιους πνευματικούς θησαυρούς του Θεού, τους οποίους από τώρα έχει ετοιμάσει για τους πιστούς εργάτες Του. 

      Ας μοιάσουμε λοιπόν αδελφοί μου, σε αυτούς τους δούλους του Θεού που θα εκτιμήσουν τα χαρίσματα που πήραν και μάλιστα θα μοιράσουν την δύναμη τους σε όσους την χρειάζονται, ας είμαστε όταν βρεθούμε μπροστά στην κρίση Του, από αυτούς που με χαρά θα ακούσουμε το:


«ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ!...
είσελθε εις την χαράν τού κυρίου σου ».
Ευαγγέλιον Κυριακής ιστ' Ματθαίου
"Η παραβολή των ταλάντων"(Ματθ. κε' 14-30)
Κυριακή 11/2/2024

Πρωτότυπο κείμενο:
Εἶπεν ὁ Κύριος την παραβολὴν ταύτην· «Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσεν τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἔδωκεν πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν. εὐθέως πορευθεὶς ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν ἠργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐκέρδησεν ἄλλα πέντε· ὡσαύτως ὁ τὰ δύο ἐκέρδησεν ἄλλα δύο. ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν γῆν καὶ ἔκρυψεν τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. μετὰ δὲ πολὺν χρόνον ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει λόγον μετ᾽ αὐτῶν. καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων, Κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ, Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ, ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα εἶπεν, Κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ, Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ, ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπεν,
Κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ, Πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ, ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα; ἔδει σε οὖν βαλεῖν τὰ ἀργύριά μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. ἄρατε οὖν ἀπ᾽ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα· τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται· τοῦ δὲ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾽ αὐτοῦ. καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων».


Απόδοση στη νεοελληνική:
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν ἑξῆς παραβολή: «Ὅπως ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ θὰ ἐπήγαινε ταξίδι, ἐκάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς παρέδωκε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. Σὲ ἕνα ἔδωκε πέντε τάλαντα, σὲ ἄλλον δύο, σὲ ἄλλον ἕνα, στὸν καθένα κατὰ τὴν ἱκανότητά του, καὶ ἔφυγε ἀμέσως για ταξίδι. Ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε τὰ πέντε τάλαντα, τὰ ἐμπορεύθηκε καὶ ἐκέρδισε ἄλλα πέντε. Ἐπίσης ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε τὰ δύο, ἐκέρδισε ἄλλα δύο. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἐπῆρε τὸ ἕνα, ἐπῆγε καὶ ἔσκαψε εἰς τὴν γῆν καὶ ἔκρυψε τὸ χρῆμα τοῦ κυρίου του. Ὕστερα ἀπὸ πολὺν χρόνον ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ τοὺς ζητεῖ λογαριασμόν. Ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὰ πέντε τάλαντα, προσῆλθε καὶ ἔφερε ἄλλα πέντε τάλαντα καὶ εἶπε, «Κύριε, μοῦ παρέδωκες πέντε τάλαντα· κύτταξε, ἐκέρδισα ἄλλα πέντε τάλαντα». Ὁ κύριός του τοῦ εἶπε, «Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ. Εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, , εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω. Ἔμπα εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου». Ἦλθε καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὰ δύο τάλαντα, καὶ εἶπε, «Κύριε, δύο τάλαντα μοῦ παρέδωκες· κύτταξε, ἐκέρδισα ἄλλα δύο τάλαντα». Ὁ κύριός του τοῦ εἶπε, «Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ. Εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω» Ἔμπα εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου». Ἦλθε καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὸ ἕνα τάλαντον, καὶ εἶπε,
«Κύριε, σὲ ἤξερα ὅτι εἶσαι ἕνας σκληρὸς ἄνθρωπος, θερίζεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρες καὶ μαζεύεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισες, καὶ ἐπειδὴ ἐφοβήθηκα, ἐπῆγα καὶ ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου εἰς τὴν γῆν, ἰδὲς ἔχεις ὅ,τι εἶναι δικό σου». Ὁ κύριος του τοῦ ἀπεκρίθη, «Πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ, ἤξερες πὼς θερίζω ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρα καὶ μαζεύω ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισα. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ βάλῃς τὰ χρήματά μου εἰς τοὺς τραπεζίτας καὶ ἐγώ, ὅταν ἐπέστρεφα, θὰ τὰ ἔπαιρνα πίσω μὲ τόκον. Πάρτε ἀπὸ αὐτὸν τὸ τάλαντον καὶ δῶστε το εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει τὰ δέκα τάλαντα, διότι στὸν καθένα ποὺ ἔχει, θὰ δοθοῦν καὶ ἄλλα καὶ θὰ περισσέψουν· ἀπὸ ἐκεῖνον ὅμως ποὺ δὲν ἔχει, θὰ τοῦ ἀφαιρεθῇ καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει. Καὶ τὸν ἄθλιον δοῦλον ρίξτε ἔξω εἰς τὸ σκοτάδι, ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν».
TAG