Ο Τούρκος αξιωματικός μετέφερε τον Άγιο στο Προκόπι και εκεί προσπάθησε, όπως συνηθιζόταν τότε, να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει. Ο Άγιος αντιστάθηκε σθεναρά σε όλες τις προσπάθειες του Τούρκου και τέλος ο Τούρκος άφησε ήσυχο τον Άγιο να διατηρήσει την πίστη του.
Οι συνθήκες διαβίωσης του Αγίου ήταν πολύ σκληρές. Κοιμόταν στο στάβλο του αφεντικού του, μαζί με τα ζώα, των οποίων τη φροντίδα του είχε αναθέσει. Έτρωγε ελάχιστα, τα ρούχα του ήταν φτωχικά και ήταν αναγκασμένος να περπατά χωρίς υποδήματα. Σε αυτόν τον στάβλο, ο Άγιος προσευχόταν, ενώ τα βράδια συχνά επισκεπτόταν μια εκκλησία που ήταν εκεί κοντά, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο.
Όταν το τέλος του εκόντευε, ζήτησε να κοινωνήσει το Σώμα και Αίμα Χριστού. Ο ιερέας, γνωρίζοντας το φανατισμό των Τούρκων, για να προστατεύσει τη θεία Μετάληψη, την έκρυψε σε ένα μήλο και έτσι την πέρασε αθόρυβα μέσα από το τουρκικό σπίτι στον Άγιο. Το σώμα του παραδόθηκε από το αφεντικό του στους χριστιανούς του Προκοπίου, ώστε να το θάψουν σύμφωνα με τους κανόνες του Χριστιανισμού. Το σώμα του Αγίου ενταφιάστηκε στο χριστιανικό νεκροταφείο και εκεί παρέμεινε για τριάμισι χρόνια. Οι Χριστιανοί έκαναν την ανακομιδή του λειψάνου του Αγίου και το τοποθέτησαν σε μια λάρνακα κάτω από την Αγία Τράπεζα του Ναού του Αγίου Γεωργίου, στον οποίο προσευχόταν ο Άγιος εν όσο ήταν στη ζωή.
Το 1832 όμως το ιερό λείψανο του Αγίου πετάχτηκε έξω από τη λάρνακα του, όταν στρατιώτες του Τούρκου Χατκεράλ Ογλού Οσμάν πασά, πήγαν και λήστεψαν όλο το ναό από τα αφιερώματα, ενώ το ιερό λείψανο το έριξαν σε ένα σωρό ξύλων για να καεί, όμως αυτό παρέμεινε ανέπαφο. Το γεγονός αυτό φόβισε τους Τούρκους που απομακρύνθηκαν και το σώμα του αγίου τοποθετήθηκε πάλι μέσα στη λάρνακα του. Τα θαύματα που γίνονταν στη λάρνακα που φιλοξενούσε τα λείψανα του αγίου άρχισαν και γίνονταν γνωστά και πολύς κόσμος ασχέτου θρησκείας κατέφευγε εκεί στον ναό για να θεραπευτεί. Στο χώρο δημιουργείται ένα μεγάλο προσκύνημα που δεσπόζει στην Κεντρική Καππαδοκία έως το 1924.
Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1924, οι χριστιανοί κάτοικοι του Προκοπίου της Μικράς Ασίας, πήραν μαζί τους φεύγοντας ότι πολυτιμότερο είχαν, το σκήνωμα του Αγίου και το μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα, στο Νέο Προκόπι στην Εύβοια, τον Οκτώβριο του 1924 με το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης». Το 1930 θεμελιώθηκε μεγαλοπρεπής ναός προς τιμήν του Αγίου, που αποπερατώθηκε το 1951, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα και τίθεται σε προσκύνηση, ενώ πολλά είναι τα θαύματα που γίνονται εκεί σε επισκέπτες και προσκυνητές.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 27 Μαΐου.


Ο Όσιος Δαβίδ γεννήθηκε το 1519 στη Γαρδινίτσα Λοκρίδας (το σημερινό Κυπαρίσσι Φθιώτιδας) και ήταν παιδί εξαμελούς οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και ονομαζόταν π. Χριστόδουλος. Τόσο εκείνος, όσο και η μητέρα του Οσίου Δαβίδ, Θεοδώρα, έζησαν ενάρετη ζωή και ανέθρεψαν τα τέσσερα παιδιά τους σύμφωνα με τις χριστιανικές αρχές.
Σε ηλικία τριών ετών, παρουσιάστηκε στον Όσιο Δαβίδ ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ζητώντας του να τον ακολουθήσει σε ένα εξωκκλήσι του. Ο Όσιος Δαβίδ απέμεινε να τον κοιτάζει με ευλαβικά σταυρωμένα τα χέρια του. Εκεί τον βρήκαν οι γονείς του ύστερα από έξι μερόνυχτα με το πρόσωπό του να αστράφτει από μία ουράνια λάμψη.
Από τότε ο θεοφόρος Όσιος Δαβίδ, έχοντας υπακοή και σεβασμό στους γονείς του προσευχόταν πολύ και ζούσε ασκητικά παρακαλώντας το Θεό να του δείξει το δρόμο της αληθείας.
Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών έφυγε από την πατρίδα του και με τις ευλογίες των γονέων του εκάρη μοναχός ακολουθώντας τον ιερομόναχο Ακάκιο στο μοναστήρι του στη Μαγνησία. Μετά από πέντε χρόνια και συνοδεύοντας το Γέροντα Ακάκιο προς αναζήτηση ενάρετων πατέρων, προσκύνησαν στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου και Αγίου Δημητρίου (Ιερά Μονή Κομνηνείου) κοντά στην κωμόπολη Στόμιο της Λάρισας. Εκεί χειροτονήθηκε διάκονος. Η διάκριση, η σοφία, η σύνεση και η σοβαρότητα του οσίου, αρετές που απέκτησε ύστερα από
αυστηρή άσκηση και πολύ προσευχή, του προσέδωσαν το προσωνύμιο «Γέρων», παρά το νεαρό της ηλικίας του.
Από τη Μονή Κομνηνείου πήγαν στο Άγιο Όρος, όπου ο Όσιος Δαβίδ έμεινε στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Στο μεταξύ, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέλεξε το γέροντά του μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης. Εκείνος, κάλεσε τον Όσιο Δαβίδ και τον χειροτόνησε ιερέα. Αρνήθηκε ωστόσο να χειροτονηθεί επίσκοπος. Κάνοντας υπακοή, κατέστη ηγούμενος σε έναν πολύ δύσκολο τόπο εκείνη την εποχή, στην Ιερά Μονή της Παναγίας της Βαρνακόβης, που βρίσκεται κοντά στα Τρίκαλα.
Αναδείχθηκε ως πνευματικός πατέρας και ωφέλησε με τη πνευματική του ζωή τους χριστιανούς όσο και αν προσπαθούσε ο ίδιος να κρύψει τη Χάρη του Θεού που τον διακατείχε. Όσο βρισκόταν ο Όσιος Δαβίδ στο μοναστήρι της Βαρνάκοβας τον επισκέφτηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας ο Α’. Στη συνοδεία του πατριάρχη βρισκόταν και ο εκκλησιαστικός ρήτορας Εμμανουήλ. Μπαίνοντας εκείνος χαράματα στο Ναό για την ετοιμασία της Θείας Λειτουργίας και σηκώνοντας το κεφάλι του από τον ασπασμό της εικόνας του Χριστού, βλέπει τον ηγούμενο μπροστά στην Πρόθεση με το πρόσωπό του να λάμπει σαν τον ήλιο και τα πόδια του να μην πατάνε στο δάπεδο.
Ασκήτεψε ακόμα στο Στείριον όρος στη Βοιωτία, ιδρύοντας μικρό μοναστήρι. Κατηγορήθηκε όμως εκεί ότι φυγάδευσε τους σκλάβους ενός Τούρκου και συκοφαντήθηκε ως ένοχος. Για αυτήν την κατηγορία, Τούρκοι στρατιώτες τον έσυραν στα πόδια του πασά, τον βασάνισαν, τον ξυλοκόπησαν και τον άφησαν μισοπεθαμένο στη φυλακή. Ύστερα από μερικές μέρες, πληγωμένο ακόμα, τον κρέμασαν από τα χέρια. Με τη μεσολάβηση ευσεβών χριστιανών ελευθερώθηκε.
Ύστερα από τον διωγμό του από τον Οθωμανό άρχοντα της Λιβαδειάς πέρασε στην Εύβοια. Είναι θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο πέρασε από την Αταλάντη στις Ροβιές της βόρειας Εύβοιας. Ο Όσιος Δαβίδ παρακάλεσε έναν βαρκάρη να τον περάσει απέναντι στις Ροβιές. Εκείνος όμως, βλέποντάς τον Γέροντα ρακένδυτο, φτωχό και ταπεινό, τον περιφρόνησε. Ο Όσιος, χωρίς γογγυσμό και διαμαρτυρία, άπλωσε το τριμμένο από τις κακουχίες ράσο του επάνω σε ένα κούτσουρο που έπελεε στο νερό της θάλασσας, έκανε το σημείο του Σταυρού, προσευχήθηκε στο Χριστό και έτσι θαυματουργικά ταξίδεψε στον προορισμό του.
Ανηφορίζοντας στο βουνό μετά τις Ροβιές έκτισε το Ναό της Μεταμορφώσεως του Κυρίου σε σημείο όπου προϋπήρχε παλαιότερος ερειπωμένος ναός και εγκαταστάθηκε σε μία σπηλιά. Η άσκηση, η αρετή και η αγιότητά του οδήγησαν τους Χριστιανούς, οι περισσότεροι των οποίων βοσκοί των βουνών, κοντά του, και κάποιους από αυτούς στη μοναστική ζωή υπό την πνευματική καθοδήγησή του. Έτσι, και ύστερα από εράνους, έστησε μοναστήρι το οποίο σύντομα ανδρώθηκε.
Για την ανέγερση της Ιεράς Μονής έφτασε μέχρι τη Ρωσία όπου συγκέντρωσε μεγάλη υλική βοήθεια, η μεταφορά της οποίας όμως ήταν αδύνατο να την πραγματοποιήσει μόνος του πίσω στην Εύβοια. Έτσι, κούφωσε ένα μεγάλο κούτσουρο, σφραγίζοντας μέσα του τις εισφορές για την ανέγερση. Στη συνέχεια έριξε το κούτσουρο σε ένα ποτάμι της Ρωσίας , έκανε το σημείο του Σταυρού και προσευχήθηκε να φτάσει το κούτσουρο αυτό μέχρι την παραλία των Ροβιών έως ότου να μεταβεί και αυτός εκεί, γεγονός το οποίο πραγματοποιήθηκε. Το μοναστήρι κτίστηκε και οργανώθηκε άριστα, συγκεντρώνοντας πολλούς μοναχούς που πρόκοψαν στην αρετή και αναδείχθηκαν πνευματικοί πατέρες των σκλαβωμένων χριστιανών.
Ένα χιλιόμετρο βόρεια της Μονής, βρίσκεται το Αγιονέρι. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Όσιος Δαβίδ στο σημείο αυτό χτύπησε με το ραβδί του το βράχο και ανέβλυσε άφθονο ιαματικό νερό και ήταν το σημείο όπου είχαν ξεκινήσει να κτίζουν το μοναστήρι οι τεχνίτες και οι μοναχοί όσο εκείνος απουσίαζε για τον έρανο και ενώ τους είχε υποδείξει τη θέση όπου βρίσκεται τελικά σήμερα το μοναστήρι.
Πλήθη χριστιανών προσέρχονταν για εξομολόγηση και έβρισκαν ανάπαυση. Πολύ συχνά, το μοναστήρι ενίσχυε και υλικά τους πιστούς με αποτέλεσμα να αποκτήσει και την ονομασία «Μοναστήρι Ελεημοσύνης». Κάποτε μάλιστα επισκέφτηκε τη Λαμία και θεράπευσε έναν Τούρκο. Το θαύμα αυτό έγινε αφορμή να σέβονται περισσότερο οι Τούρκοι τους χριστιανούς. Αρχιερείς από άλλες περιοχές καλούσαν τον Όσιο Δαβίδ στις επαρχίες τους για να διδάξει και να εξομολογήσει τους πιστούς.
Βαδίζοντας στα τέλη του βίου του και σε ηλικία περίπου εβδομήντα χρονών, παραιτήθηκε από τη θέση της ηγουμενίας και αποσύρθηκε στη σπηλιά για μεγαλύτερη άσκηση. Εκεί έμενε όλη την εβδομάδα προσευχόμενος και μόνο το βράδυ του Σαββάτου επέστρεφε στο Μοναστήρι για να λειτουργήσει και να στηρίξει με αγάπη, ταπείνωση και διάκριση τους πιστούς. Μετά την κοίμησή του σε βαθιά γεράματα, ο Όσιος Δαβίδ συνεχίζει να θαυματουργεί.
Ο μαθητής του μοναχός Χριστόφορος έγραψε την πρώτη βιογραφία του. Ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος εξέδωσε το 1819 στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη ακολουθία. Ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης συνέθεσε πλήρη ασματική ακολουθία και Παρακλητικό Κανόνα. Ο κ. Χαράλαμπος Μπούσιας συνέθεσε επίσης Παρακλητικό Κανόνα και Χαιρετιστήριους Οίκους.
Η Εκκλησία μας τιμάει την μνήμη του Οσίου Δαβίδ στις 1 Νοεμβρίου.
Μέγα εύρατο, Εύβοια κλέος, τον πανένδοξον, Δαβίδ τον θείον, ως ιεράς αρετής καταγώγιον, και του Χρίστου οπαδόν αληθέστατον, και των Όσίων απάντων εφάμιλλον. Διό Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθε ημίν το μέγα έλεος.
Ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης
Η οικογένεια Τσαλίκη, με την ανταλλαγή πληθυσμών και με τον πατέρα θεωρούμενο ως αγνοούμενο, αρχικά εγκαταστάθηκε στο χωριό Άγιος Γεώργιος Άμφισσας, όπου οι συνθήκες διαβίωσής του ήταν πολύ δύσκολες, κυριολεκτικά στα όρια της ανέχειας μαζί με άλλους Έλληνες πρόσφυγες σε μια αποθήκη. Ο Σταύρος Τσαλίκης επέζησε από τα τάγματα εργασίας και περνώντας μέσω της Μάκρης της Μικράς Ασίας στην Ελλάδα με πλοίο αναζητούσε την οικογένειά του. Αναζητώντας ταυτόχρονα εργασία βρέθηκε στην Άμφισσα όπου επανενώθηκε με την οικογένειά του.
Το 1925 η οικογένειά του μετακινήθηκε στη Φαράκλα Εύβοιας. Εκεί, ο Γέροντας Ιάκωβος, από το 1927 που πήγε στην α' τάξη δημοτικού, διδάχτηκε τα θύραθεν και εκκλησιαστικά γράμματα, στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής του χωριού.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής ο μικρός Ιάκωβος έδειχνε από τη νεανική του ηλικία κλίση προς το μοναχισμό. Είναι χαρακτηριστικό πως πολλοί τον αποκαλούσαν καλόγερο, ένεκα του ασκητικού βίου που διήγε καθώς και εξ αιτίας των πρώτων χαρισμάτων που είχαν αρχίσει να διαφαίνονται. Η εμφάνιση της Αγίας Παρασκευής την ίδια περίοδο τον στιγμάτισε και τελικά αποφάσισε ότι θα ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευσή του, ο Γέροντας Ιάκωβος το 1933 αφού ολοκλήρωσε το Δημοτικό δεν κατάφερε να παρακολουθήσει το Γυμνάσιο, εξ αιτίας των οικονομικών αναγκών της οικογένειάς του, με αποτέλεσμα να εργάζεται από μικρή ηλικία μαζί με τον πατέρα του σε χωράφια, κήπους και σε διάφορα μαστορέματα.Σε ηλικία 15 ετών ασθένησε σοβαρά, αλλά τελικά επέζησε. Πέντε χρόνια αργότερα θα ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και αυτή την εποχή δοκιμάστηκε η υγεία του, ενώ έχασε και τη μητέρα του το 1942. Το επόμενο έτος ο Ιάκωβος θα πιαστεί αιχμάλωτος με πολλούς συγχωριανούς του από Γερμανούς, που τους οδήγησαν στο χωριό Στροφυλιά Εύβοιας. Τα χρόνια του εμφυλίου η πείνα και οι κακουχίες ήταν μεγάλο πρόβλημα που ταλάνισε και δοκίμασε όλο τον Ελληνισμό, όπως και την οικογένεια του Ιακώβου. Το 1947 κλήθηκε στο στρατό χωρίς να λάβει μέρος σε μάχη του εμφυλίου, καθώς υπηρετούσε στο Κέντρο Εφοδιασμού και Μεταφορών στον Πειραιά. Το 1949 απολύθηκε και ήταν η χρονιά που πέθανε και ο πατέρας του σε νοσοκομείο της Αθήνας.Το 1951 και αφού παντρεύτηκε η αδελφή του Αναστασία, οδηγήθηκε στη μοναχική ζωή, καθώς είχε υποσχεθεί στη μητέρα του να την αποκαταστήσει. Επέλεξε να εισέλθει στη μονή του Οσίου Δαυίδ στην Εύβοια. Την εποχή εκείνη η μονή ήταν σε ερειπιώδη κατάσταση με τρεις μοναχούς που ζούσαν ιδιόρρυθμα, φροντίζοντας μόνο για τον εαυτό τους. Η κατάσταση εκεί ήταν δύσκολη, καθώς αφενός το μοναστήρι ήταν εγκαταλελειμμένο και μέσα ζούσαν βοσκοί με τα ζώα τους, αφετέρου οι μοναχοί δεν του έδωσαν ιδιαίτερη σημασία δίνοντάς του ένα κατεστραμμένο κελί, εξωθώντας τον σε αποχώρηση. Ως αποτέλεσμα γύρισε πίσω στη Φαράκλα. Τελικά, παρά τις αντίθετες πιέσεις, ξαναπήγε στο Μοναστήρι όπου βοηθούσε στην καθαριότητα, στον κήπο και επιδιόρθωνε πόρτες και στέγες, όμως εισέπραττε ειρωνείες και αποδοκιμασίες ενός από τους μοναχούς.
Στις 31 Νοεμβρίου του 1952 εκάρη μοναχός και ο ηγούμενος τον κατέστησε Οικονόμο της Μονής. Στις 17 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους στη Χαλκίδα χειροτονήθηκε διάκονος και δύο ημέρες μετά ιερέας. Στη μονή συνεχίστηκε η επιθετική συμπεριφορά από τους αδελφούς του μοναχούς, όμως ο ηγούμενος τον εκτιμούσε πολύ. Ο Ιάκωβος μάλιστα επιδόθηκε σε καθημερινή άσκηση και τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Το 1953 ερεύνησε την περιοχή και ανακάλυψε τη μικρή σπηλιά που αποτελούσε το ασκητήριο του οσίου Δαβίδ.
Το 1975 ο νέος Μητροπολίτης Χαλκίδος Χρυσόστομος Βέργης όρισε ως Ηγούμενο της Μονής τον Ιάκωβο. Ήδη όμως και ιδίως μετά το 1970 είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής με αποτέλεσμα αρκετοί άνθρωποι να εισέρχονται στη Μονή για εξομολόγηση και ποιμαντική καθοδήγηση. Εκτός από την λειτουργική ζωή και την πνευματική καθοδήγηση των πιστών, ο Ιάκωβος συνέχισε τα έργα ανακαίνισης της μονής η οποία αριθμούσε τρεις συνολικά μοναχούς και έτσι ανεγέρθηκε κωδωνοστάσιο, κελιά, παρεκκλήσια και άλλοι απαραίτητοι χώροι. Εξομολογούσε με κατανόηση και επιείκεια, ενώ ήταν αυστηρός μόνο με τον εαυτό του.Η σκληρή άσκηση του Γέροντα επιδείνωνε συχνά την υγεία του. Έτσι από τα πρώτα χρόνια εμφανίστηκαν σημαντικά προβλήματα υγείας. Τέτοια ήταν ένα σημαντικό πρόβλημα στη μέση που τον ταλαιπωρούσε από το 1956. Το 1964 εμφάνισε πρόβλημα με τον σχηματισμό πυωδών αμυγδαλών σε σημείο να ασθενήσουν και τα νεφρά του. Ο Γέροντας ήταν πολύ εργατικός με ελάχιστη ανάπαυση και εξ αιτίας αυτού παρουσιάζονταν και άλλα προβλήματα. Το 1967, έκανε εγχείρηση βουβωνοκήλης και σκωληκοειδίτιδας με περιτοναϊκή αντίδραση και προβλήματα προστάτη. Λόγω της ορθοστασίας και των γονυκλισιών παρουσίασε πρόβλημα φλεβίτιδας και γι΄αυτό το 1974 χειρουργήθηκε στο Νοσοκομείο ΝΙΜΤΣ στην Αθήνα. Το 1980 του διαγνώστηκε καρδιακή ανεπάρκεια. Στις 13 Νοεμβρίου 1986 έγινε επέμβαση τοποθέτησης βηματοδότη - αν και ο ίδιος θέλησε να το αποφύγει - στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών. Στις 23 Σεπτέμβρη του 1990 νοσηλεύτηκε με καρδιακή αρρυθμία. Την ίδια εποχή και λίγες ημέρες αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου εγχειρίστηκε στο ίδιο νοσοκομείο όπου γνωρίστηκαν και ο Γέροντας τον ευλόγησε, μετά από προτροπή των οικείων του.Μετά από έκτακτη νοσηλεία στην εντατική στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1991 επέστρεψε εκ νέου στη Μονή, όπου υπέστη λοίμωξη που εξελίχθηκε σε πνευμονία. Στην υπόδειξη του τοπικού ιατρού να μεταβεί ξανά στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, απάντησε πως δεν προλαβαίνει να ξαναπάει, διαισθανόμενος το τέλος της ζωής του.
Στις 21 Νοεμβρίου 1991 ο π. Ιάκωβος εκοιμήθη, αφού πρώτα συμμετείχε στη Θεία Λειτουργία των Εισοδίων της Θεοτόκου και μετέλαβε του Σώματος και Αίματος του Κυρίου..jpg)

Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου