Θαύματα που περιγράφονται παρακάτω των Αγίων Ιωακείμ και Άννης και της Θεοτόκου αναφέρονται για τη τη Μονή Ζούρβας στην Ύδρα που εορτάζει σήμερα στις 8 Σεπτεμβρίου και αύριο 9 Σεπτεμβρίου. Αναφέρονται μεταξύ άλλων και εμφανίσεις άλλων αγίων όπως π.χ του Αγίου Κωνσταντίνου του Υδραίου (+14 Νοεμβρίου) στις μέρες μας...
Πολλά θα ημπορούσαν νά γραφθουν εις το κεφάλαιον αυτό προς δόξαν τής Πανυπερευλογημένης Θεοτόκου και τών Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, δια τήν θαυματουρόν επέμβασίν Των εις πλείστας περιπτώσεις, αρκούμεθα όμως εις τα πλέον γνωστά. Και μόνη άλλωστε η ίδρυσις και η διατήρησις τής Ι. Μονής εις ένα ερημικόν τόπον, ως η Ζούρβα, πρέπει νά θεωρηθή συνεχές θαύμα.
Η μακαριστή Γερόντισσα Καλλινίκη, εβεβαίωνεν ότι είχε λάβει από τήν Ιδίαν τήν Αγίαν Άνναν τήν υπόσχεσιν: «Κρατήσατε σείς τήν μοναχικήν τάξιν και διά τά υπόλοιπα μήν ανησυχείτε. Θα φροντίζω εγώ».
1.Τα πρώτα έτη τών πολλών στερήσεων μέ τά μεγάλα έξοδα διά την ανακαίνισιν τών κτιρίων, καθώς και κατά τήν Γερμανικήν κατοχήν, όντως η άνωθεν βοήθεια ήταν θαυμαστή! Ό,τι έλειπεν διά τήν διατροφήν τών αδελφών, ή διά τήν Θ. Λειτουργίαν, το πρωϊ, μέ τό άνοιγμα τής εξωθύρας, ευρίσκετο έξω κρεμασμένον από γνωστούς ή αγνώστους περαστικούς.
2.Κάποτε, αδελφή ήρχετο από το ανδρικόν κοινόβιον τού Προφ. Ηλιού, μέ ένα ασκόν έλαιον, ο οποίος όμως καθ’ οδόν έπεσεν εκ τού ζώου και εκύλισεν εις την πλαγιάν. Αυτή, καταστενοχωρημένη διά τό ατύχημα, χωρίς νά το αναζητήση, ήλθεν εις την Μονήν και ανέφερεν αμέσως το γεγονός εις τον Γέροντα Δανιήλ. Ο Γέρων τήν ιδίαν στιγμήν έλαβεν το ζώον κι εκίνησεν προς αναζήτησιν. Οπότε το ζώον, ενώ εβάδιζεν κανονικώτατα, αίφνης εις το σημείον όπου έπεσεν ο ασκός εστάθη ακίνητον. Εννοήσας, κατέβη ο Γέρων, έψαξεν κι εύρεν γεμάτον, τελείως άθικτον τον ασκόν.
3.Κάποτε δύο άτομα, επωφελούμενα τήν μετάβασιν τού τότε Γέροντος εις την Χώραν δι’ εργασίαν, ήλθον νύκτα μέ σκοπόν νά κλέψουν τάς κανδήλας τού Ιερού Ναού. Μόλις όμως τάς εκατέβασαν και τάς εκράτουν, έχασαν ευθύς τήν όρασίν των και ήτο αδύνατον νά εξέλθουν από τήν Εκκλησίαν. Επιστρέφων ο Γέρων εξ Ύδρας, εύρεν αυτούς ακόμη εντός τού Ι. Ναού κρατώντας τάς κανδήλας και κλαίοντας διά τήν συμφοράν των. Εις τήν ερώτησίν του «τί επάθατε παιδιά;» ωμολόγησαν τήν πράξίν των. Τότε κρατών αυτούς από τάς χείρας, τούς ωδήγησεν ενώπιον τής Θαυματουργού Εικόνος τού Γενεσίου τής Θεοτόκου, όπου κι εδιάβασε τήν Παράκλησίν Της. Αμέσως επανήλθεν το φως των και μέ τάς συμβουλάς τού Γέροντος, επέστρεψαν μετανοημένοι.
4.Προ ετών τό καϊκι τού Υδραίυ κ. Δ. Βλαχάκη, το οποίον εκτελεί μεταφοράς από Πειραιά, είχεν όπως πάντα φορτώσει και ήρχετο προς Ύδραν. Λόγω όμως σφοδράς θαλασσοταραχής εκινδύνευσεν εις τά ανοικτά. Η σύζυγος τού κ. Βλαχάκη εις τήν Ύδραν, ήρχισε ν’ ανησυχή καθώς έβλεπε την κακοκαιρίαν, νά προσεύχεται και νά κλαίη, σκεπτομένη πώς θά ημπορέση νά φθάση το καϊκι χωρίς κίνδυνον. Καταπονημένη από την μεγάλην αγωνίαν, τήν επήρεν ελαφρύς ύπνος και τότε ήκουσε νά τής κτυπούν τήν εξώθυρα. Τής εφάνη ότι εβγήκεν εις τον εξώστην νά ιδή ποιός κτυπά και βλέπει μίαν γυναίκα μαυροφόρα έξω από την πόρτα της, η οποία τής είπεν: «Μήν ανησυχής. Είμαι η Άννα από την Ζούρβα και ήλθα νά σού πω ότι το καϊκι δέν θά πάθη τίποτε, διότι έχω μέσα κι εγώ δικό μου φορτίο». Πράγματι, αδελφή τής Μονής είχε φορτώσει από Πειραιά δύο βαρέλια μέ έλαιον και διάφορα άλλα πράγματα συγκεντρωθέντα εκ δωρεών. Το καϊκι όντως έφθασεν χωρίς βλάβην εις Ύδραν, μόνον η μικρά λέμβος του εχάθη από τον αέρα, αλλά κι αυτήν τήν έφερεν το κύμα γερήν εις το λιμανάκι Λέδιζα κάτωθεν τής Μονής.
5.Και άλλος καπετάνιος εις δυνατήν θαλασσοταραχήν, επικαλούμενος τήν βοήθειαν τής Κυρίας Θεοτόκου, διά τήν σωτηρίαν τού μικρού πλοιαρίου του, εσώθη κι έφερεν κατά τό τάμα του ως φόρον ευγνωμοσύνης αργυρούν αφιέρωμα -καϊκάκι-, το οποίον κρέμεται εις τήν Ι. Εικόνα τής Θεομήτορος.
Η προστασία τής Υπεραγίας Θεοτόκου και τής Αγ. Άννης κατ’ εξοχήν εσκέπαζε κι εφύλαττε τά μέλη τής αδελφότητος εις πάσαν ανάγκην, όπως διαβεβαίωσαν ακόμη και πονηρά ακάθαρτα πνεύματα, ως θά ίδομεν εις τήν συνέχειαν.
6.Κάποια κοπέλλα, προ πολλών ετών, μέ τήν επιθυμίαν τής μοναχικής ζωής, εξεκίνησεν από τήν Αθήνα διά τόν λιμένα τού Πειραιώς, απ’ όπου μέ τό πλοίον τής γραμμής θά ήρχετο εις Ύδραν διά την Μονήν τής Ζούρβας. Αλλά μέ τά μέσα τής εποχής αυτής καθυστέρησε κι έχασε το πλοίον, εστενοχωρείτο δέ πολύ, διότι και νά επιστρέψη μέ όλας τάς αποσκευάς της ήτο δυσκολώτατον και τι άλλο νά πράξη δέν ήξευρεν. Καθώς εσκέπετο τι νά κάμη, τήν επλησίασεν κάποιον κύριος από τούς ανθρώπους τού πλοίου και τής επρότεινε νά περιμένη εκεί τήν επιστροφήν τού δρομολογίου και νά περάση τήν νύκτα της μέσα εις το πλοίον, εφ’ όσον τήν επομένην πρωϊαν πάλιν θα ξεκινούσε δι’ Ύδραν. Η κοπέλλα έμενε λυπημένη και αναποφάσιστη διά τό πώς θά διανυκτερεύση μέσα εις το πλοίον μαζί μέ τό πλήρωμά του, οπότε την πλησιάζει μία ηλικιωμένη γυναίκα και τήν ερωτά τί έχει. Η νέα τής εξήγησεν ότι έχασε το δρομολόγιον τού πλοίου και η γριούλα απήντησεν: ¨Μή στενοχωρήσαι, κι εγώ πηγαίνω γιά Σπέτσες, έλα μαζί μου στο καράβι νά κοιμηθής κι εγώ θά είμαι κοντά σου ώστε νά μή σέ πειράξη κανείς». Πράγματι η κοπέλλα μαζί μέ τήν ηλικιωμένην συνοδόν της επέρασε την νύκτα της χωρίς κίνδυνον εις το πλοίον και την επομένην εταξίδευσεν κι έφθασεν εις την Ι. Μονήν τής Ζούρβας. Εις την μοναχήν αυτήν μετά πάροδον καιρού εξεδηλώθη ακάθαρτον πνεύμα μέσα της, το οποίον, μεταξύ τών όσων έλεγεν, ωμολόγησε και τά εξής: «Πολλά θέλω νά κάνω εδώ μέσα, αλλά δέν ημπορώ, γιατί υπάρχει αγάπη και καθημερινή Ακολουθία. Έπειτα είναι κι αυτή η κακούργα η Γριά που δέν μέ αφήνει. Θάκανα εγώ πολλά αυτήν τήν νύκτα στο καράβι, θα έβαζα τους ναύτες και τί δέν θάκαναν..., αλλά ήρθε η Γριά και δέν μέ άφησε¨.
7.Κάποτε, την εποχή τής ωριμάνσεως τών σύκων, η μακαριστή Ηγουμένη Καλλινίκη είχεν ανέβει εις μία υψηλή συκιά νά κόψη σύκα. Ενώ ευρίσκετο εις τό υψηλότερον σημείον, βλέπει τον ίδιον τον δαίμονα μέ ένα τεράστιο χωνί νά τήν φυσά διά νά τήν ρίξη κάτω. Έχασε τήν ισορροπίαν της και καθώς προσεπάθει κάπου να κρατηθή, πρόφθασε νά ιδή μέσα εις φωτεινήν νεφέλην ερχομένην από τήν Ανατολήν, μίαν ηλικιωμένην μελαχροινήν γυναίκα. Έπεσε μέν, αλλά δέν εκτύπησε καθόλου. Ύστερα από χρονικόν διάστημα έφεραν εις τήν Ι. Μονήν μίαν δαιμονιζομένην κοπέλλα και το πονηρό πνεύμα ανέφερεν το συμβάν αυτό ως εξής: «Ήθελα νά την σκοτώσω από την συκιά, αλλά δέν μπόρεσα, γιατί αυτή η Βλαχάρα (ούτω συνήθως απεκάλει τήν Αγίαν Άνναν), δέν μέ άφησε. Όχι μόνο τίς μοναχές δέν μ’ αφήνει νά πειράξ, αλλά ούτε και το γατάκι τής Μονής της».
Και εις άλλας ομοίας περιπτώσεις οι δαίμονες είχαν ομολογήσει ότι «ο Γέρος και η Γριά» (οι Άγιοι Θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα) τούς εμποδίζουν να βλάψουν και νά κάμουν κακόν εις την αδελφότητα.
8.Ανεφέρθη ανωτέρω η βοήθεια τής Υπεραγίας Θεοτόκου κατά τήν Γερμανικήν κατοχήν. Κατ’ εξοχήν επιβεβαιώνεται αύτη εκ τού κατωτέρω θαύματος: Εις το εν Ύδρα μετόχιον, όπου και ο Ι. Ναός τής Αναλήψεως, παρέμενεν συνήθως μία αδελφή προς εξυπηρέτησιν τής Ι. Μονής. Όπως όλη η Ελλάς υπέφερεν τά πάνδεινα από την κατακτητήν, ιδίως το μαρτύριον τής πείνης, εστερείτο και το Μοναστήριον αρκετά. Εκεί λοιπόν εις το μετόχιον τής Αναλήψεως υπήρχεν μικρό πιθάρι (κιουπάκι), όπου η μοναχή συνεκέντρωνε μέ πολύν κόπον το ολίγον έλαιον εκ τού υστερήματος τών πιστών, διά τό ακοίμητον κανδήλι τής Παναγίας. Κατά καιρούς μετέβαινεν εις τήν Χώραν εκ τής Μονής μία αδελφή διά τά απαραίτητα ψώνια, οπότε έπαιρνε και ολίγον έλαιον νά φέρη επάνω διά το κανδήλι. Η μοναχή Σαλώμη ευρισκομένη τότε εις την Ανάληψιν, όπως όλαι αι μοναχαί, είχεν τήν καλήν συνήθειαν, νά σταυρώνη προτού το ανοίξη το στόμιον τού πιθαρίου και νά λέγη το Απολυτίκιον τού Γενεσίου: «Η Γέννησίς Σου, Θεοτόκε, χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη# εκ σού γάρ ανέτειλεν ο Ήλιος τής Δικαιοσύνης Χριστός ο Θεός ημών και λύσας τήν κατάραν έδωκεν τήν ευλογίαν και καταργήσας τον θάνατον εδωρήσατο ημίν ζωήν τήν αιώνιον». Εν συνεχεία ήνοιγε κι έπαιρνε το έλαιον. Κάποτε όμως το λάδι ετελείωσε και η αδελφή Σαλώμη κατεθλίβετο εις τήν σκέψιν ότι θα έμενε πλέον σβηστόν το ακοίμητον κανδήλι τής Θεοτόκου. Όταν η εκ τής Μονής αδελφή έφθασεν εις Χώραν διά τά ψώνια, παρεκάλεσε τήν μοναχήν Σαλώμη νά μαζέψη όσο λάδι είχε κατασταλάξει, έστω και το ελάχιστον. Εις την επιμονήν της δέ η αδελφή Σαλώμη, όπως πάντα εσταύρωσε το πιθάρι, είπε το Απολυτίκιον τού Γενεσίου τής Θεοτόκου και το ήνοιξεν. Και -ω τών εξαισίων Σου θαυμάτων, Πανύμνητε Θεοτόκε!- ευρέθη το πιθάρι πλήρες ελαίου έως τα χείλη. Απερίγραπτος η χαρά και η συγκίνησις τών δύο αδελφών, καθώς και ολοκλήρου τής αδελφότητος διά το θαυμάσιον τού γεγονότος. Έκτοτε δέν έλειψε ποτέ τό έλαιον διά τό κανδήλι τής Μεγαλόχαρης Παναγίας μας, το οποίον ευλαβείς πιστοί δωρηταί εξ Ύδρας, Θεσσαλονίκης και Καναδά φροντίζουν κατ’ έτος νά προμηθεύσουν.
9.Νεαρά μοναχή επιστρέφουσα εξ Αθηνών δεν ηθέλησε νά διανυκτερεύση εις τήν Χώραν, αλλά μέ τόν πόθον νά ευρεθή όσον το δυνατόν ενωρίτερον εις την Ι. Μονήν της, όπου τήν επομένην θά ετελείτο Θεία Λειτουργία και νά μεταλάβη τών Αχράντων Μυστηρίων, εξεκίνησεν από Ύδραν το απόγευμα μέ ένα φαναράκι (ελαίου) και ολίγα κεριά διά τόν δρόμον, εφ’ όσον παρήρχετο η εσπέρα. Η μοναχή άναψε το φανάρι κι εβάδιζε γοργά πεζοπορούσα προς τήν Ι. Μονήν (η οποία απέχει 3 ώρας δρόμον). Εις απόστασιν όμως 500 μέτρων περίπου (20΄ τής ώρας βάδην ακόμα), έσβησε το φανάρι, τελείωσαν τά κεράκια κι ευρέθη εις βαθύτατον ψηλαφητόν σκότος και μάλιστα εις σημείον δύσβατον. Αν εσυνέχιζε τον δρόμον της σκοτεινά, υπήρχε μέγας κίνδυνος νά κρημνισθή από το στενό κατηφορικό μονοπάτι προς τήν πλαγιά. Νά παραμείνη εκεί όπου ευρέθη έως ότου ξημερώση και αυτό πολύ επικίνδυνον. Εις τήν δυσκολωτάτην αυτήν στιγμήν είπε μετά πίστεως: «Παναγία μου, βοήθησέ με νά πάω στο Μοναστήρι» κι ευθύς ευρέθη εμπρός εις τήν είσοδον τής Ι. Μονής, χωρίς νά καταλάβη πώς, και χωρίς νά ενθυμήται αν εβάδισεν έστω και ολίγα βήματα. Μέ βαθυτάτην συγκίνησιν εισήλθεν εις τόν Ι. Ναόν, την στιγμήν κατά την οποίαν ανεγίγνωσκον τήν Ακολουθίαν τής Θείας Μεταλήψεως, τήν οποίαν έλαβν η ιδία ν’ αποτελειώση μέ άπειρον ευγνωμοσύνην προς τήν Κυρίαν Θεοτόκον.
10.Η ιδία αυτή μοναχή, είχε μεταξύ τών διακονημάτων της την φροντίδα τών υποζυγίων, τά οποία η Μονή άφηνεν ελεύθερα διά βοσκήν εις τα πέριξ βουνά, διότι η οικονομική στενότης δέν επέτρεπε τήν προμήθειαν επαρκώς ζωοτροφών. Οσάκις εχρειάζοντο λοιπόν διά μεταφοράς, έπρεπεν η μοναχή νά τρέξη, νά τά εύρη και νά τά φέρη εις τήν Μονήν. Μίαν φοράν όπως πάντα, αφού είχεν αρκετά ταλαιπωρηθεί αναζητούσα τά ζώα, όταν τά εύρεν ήτο αδύνατον νά τά πιάση. Ανήσυχα αυτά έτρεχαν κι απεμακρύνοντο εις το βουνόν, οπότε η μοναχή κατάκοπος μέν, ενθυμουμένη όμως τά όσα είχε μελετήσει εις τά Πατερικά κείμενα δια τήν δύναμιν τής ευχής τών προεστώτων, ανεφώνησεν: «Παναγία μου, μέ τίς ευχές τού Γέροντα και τής Γερόντισσας, βοήθησέ με!». Κι αμέσως τά ζώα εστάθησαν ακίνητα εις την θέσιν των, οπότε τα έδεσεν και τά ωδήγησεν εις την Μονήν.
11.Τα πολλά αφιερώματα εις την Ι. Εικόνα τού Γενεσίου τής Θεοτόκου τού Τέμπλου, μαρτυρούν τά διάφορα θαύματα τής Θεομήτορος και τών Αγίων Θεοπατόρων, θαύματα ιδίως ιάσεων και τεκνογονίας, όπως τά εξής: Προ 15ετίας περίπου (σχολιο efthumhs: Εννοεί μέσα στη δεκαετία του 80) ήλθον ως προσκυνηταί ένα πονεμένον ανδρόγυνον, φέροντες τά δύο τέκνα των ημιπαράλυτα, επειδή είχον ακούσει ότι η Παναγία η Ζουρβιώτισσα είναι θαυματουργός. Μέ πολύν κόπον φορτωμένοι τά τέκνατων ανέβησαν από τήν θάλασσαν κι άφησαν τά παιδάκια εις το δάπεδον τού Ι. Ναού -τραγικόν θέαμα- να σύρωνται εις το έδαφος μή δυνάμενα να περπατήσουν. Οι αξιολύπητοι γονείς έμειναν επ’ αρκετόν διάστημα διά ν’ αναπαυθουν και αφού μετά δακρύων είπαν τον πόνον των πρώτον εις τήν Υπεραγίαν Θεοτόκον και κατόπιν εις την αδεφλότητα, έλαβον τά τέκνα των και ανεχώρησαν μέ βεβαίαν τήν ελπίδα διά τήν ίασίν των. Όντως μετ’ ολίγον επληροφορήθημεν ότι και τά δύο παιδάκια εθεραπεύθησαν χάρις εις τήν ταχείαν βοήθειαν τής Υπεραγίας Θεοτόκου.
12.Γνωστή κυρία τής Ι. Μονής, έχουσα μεγάλην ευλάβειαν εις την Παναγίαν και τήν Αγίαν Άνναν, έπαθεν εις το πόδι θρόμβωσιν, επρίσθη και σιγά - σιγά το πρίξιμον ανέβαινεν έως ότου ένοιωσε νά τής παραλύη το χέρι. Μόλις το αντελήφθη παρεκάλεσε μέ δάκρυα τήν Αγίαν Άνναν ικετεύουσα: «Αγία μου Άννα, άφησέ μου γερό το χέρι γιά νά μπορώ νά κάνω το σταυρό μου». Κι αμέσως αισθάνθηκε εντελώς καλά το χέρι της.
13.Ευλαβές ανδρόγυνον εξ Ύδρας, επί πολλά έτη εστερούντο τέκνου, ήτο δέ επιβεβαιωμένον ιατρικώς ότι η μητέρα διά λόγους οργανικούς ήτο αδύνατον νά τεκνοποιήση. Εν τούτοις δέν έχασαν την ελπίδα των, μετά θερμής πίστεως προσέτρεξαν εις τήν Μεγαλόχαρην Παναγίαν και την Θαυματουργόν Άνναν, κι εζήτουν επιμόνως τήν θείαν επέμβασιν. Μετά δακρύων επί σειράν ετών η μητέρα παρεκάλει διά τήν άνωθεν βοήθειαν κι εζήτησεν επί πλέον τάς προσευχάς τής αδελφότητος. Πράγματι εισηκούσθη η δέησίς της και η Κεχαριτωμένη Θεοτόκος τούς εχάρισεν χαριτωμένον θήλυ τέκνον, το οποίον ευγνωμόνως ωνόμασαν Μαριάννα, προς τιμήν τής Παναγίας και τής Αγ. Άννης, συχνάκις δέ έρχονται εις ευλαβή προσκύνησιν.
14.Και άλλον ανδρόγυνον εκ Πόρου, λυπούμενον πολύ διά τήν στέρησιν τέκνου, μετά θέρμης παρεκάλεσαν τήν Υπερύμνητον Δέσποιναν και απέκτησαν χαριτωμένην κόρην, μετά τής οποίας έρχονται κατ’ έτος εις τήν πανήγυριν, εκδηλώνοντες την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην των.
15.Νεαρά μητέρα εξ Ύδρας, απέβαλεν δίς μετά τόν γάμον της και εις τήν τρίτην εγκυμοσύνην της έταξεν εις τήν Παναγίαν και εις τήν Αγίαν Θεοπρομήτορα Άνναν το τέκνον της, το οποίον έφερεν υγιέστατον εις τον κόσμον κι εβάπτισεν αυτό εις τήν Ι. Μονήν μέ το όνομα Μαριάννα.
16.Εις τήν κήρυξιν τού Ελληνοϊταλικού πολέμου, το 1940, μιάς ευλαβεστάτης γυναικός εκ τών γύρω ποιμένων, επεστρατεύθηκαν τα 4 παλληκάρι της. Αποχαιρετώντας τα και δίνοντας την ευχήν της μέ σπαραγμόν καρδίας εφώναξε: «Παναγία μου τής Ζούρβας, φέρε μου πίσω τα παιδιά μου γερά και θά σού αφιερώσω τόν διπλό χρυσό σταυρό μου». Και πράγματι εγύρισαν τα 4 παιδιά γερά κι αφιέρωσε τόν σταυρό της που κρέμενται εις τήν εικόνα τού Τέμπλου.
18.Ένα θαύμα τού πολιούχου τής νήσου και προστάτου Αγίου Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου, διηγείται ο κ. Δημ. Β. Βισβίκης, συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος, κάτοικος Πειραιώς: Τον Ιανουάριον τού 1997 (ενώ ανεγείρετο το Τρισυπόστατον Ναϊδριον) ο ίδιος ο κύριος Βισβίκης εις το χωρίον του ευρισκόμενος, έπεσεν από ένα δένδρον, έσπασεν έξι πλευράς και μέ σοβαρόν κατάστασιν πνευμοθώρακος μετεφέρθη εις κλινικήν, όπου επί 25 ημέρας δέν παρουσίασεν ουδεμίαν βελτίωσιν. Αλλά τήν νύκτα τής 12ης Φεβρουαρίου, παρουσιάσθη εις τόν ύπνον του άγνωστος μοναχός, ο οποίος τόν έπιασε από τον πώγωνα και τον εκίνησε τρεις φοράς. Αμέσως εξύπνησεν έντρομος κι ενόμισεν ότι θά απέθνησκεν. Αντιθέτως όμως ήρχισε νά βελτιούται η υγεία του. Τάς ημέρας αυτάς η θυγάτηρ του έλαβεν εκ τής Ι. Μονής ως ευλογίαν διά προσφοράν της, μικράν φωτογραφίαν τής Εικόνος τών Τριών Αγίων, έφερε δέ αυτήν εις τήν κλινικήν νά «σταυρώση» τον πατέρα της, χωρίς νά γνωρίζη τι περί τού ονείρου. Μόλις ο ασθενής αντίκρυσεν τά τρία εικονιζόμενα πρόσωπα, ανεφώνησεν: «Αυτός ήταν!» αναγνωρίζων εις το μέσον τον εμφανισθέντα Άγ. Κωνσταντίνον, οπότε απεκάλυψεν εις τους ιδικούς του το όνειρον. Αφού επληροφορήθη περί τού μέχρι τότε αγνώστου Αγίου, έκαμε τάξιμον νά επισκεφθή τήν Ι. Μονήν προς προσκήνυσίν Του. Και ενώ οι ιατροί είχον αποφασίσει χειρουργικήν επέμβασιν, απεναντίας χωρίς νά τήν κάμη, ιάθη, εξήλθεν εκ τής κλινικής και τον Ιούλιον τού αυτού έτους, εντελώς υγιής, κατώρθωσε τήν ανάβασιν εις τον δύσκολον ανηφορικόν δρόμον, και ήλθεν εις εκπλήρωσιν τού τάματος και προσκύνυσιν, ευχαριστών θερμώς τον Θαυματουργόν Άγιον Κωνσταντίνον τον Υδραίον, ομού και τον Άγιον Νεκτάριον, τον οικογενειακόν του Προστάτην.
19.Προ ετών οικοδόμος εξ Ύδρας, εξυπηρετών πάντοτε προθυμότατα τήν Ι. Μονήν εις σχετικάς εργασίας, ενώ ειργάζετο εις επισκευήν εξωτερικού χώρου, κατέπεσεν από ύψους 5 μέτρων εις το πλακόστρωτον τής αυλής. Κι ενώ αδελφαί έσπευσαν έντρομοι νά βοηθήσουν, ο ίδιος εσηκώθη μόνος χωρίς τήν παραμικράν βλάβην κι εσυνέχισεν τήν εργασίαν του. Το γεγονός επεδόθη εις θαυματουργικήν επέμβασιν τής Υπεραγίας Θεοτόκου, προς χάριν τής Οποίας προσέφερεν τον κόπον του ο ευλαβέστατος τεχνίτης.
20.Αναφέρομεν τέλος και το πλέον πρόσφατον θαύμα τής Παναγίας μας και τών Αγίων Θεοπατόρων, κατά τό θέρος τού 1984. Εις ώραν μεταμεσημβρινήν, μικρά φωτιά εξ απροσεξίας, εξηπλώθη συντομώτατα εις τ’ ανατολικά τής Μονής κι έλαβεν αρκετήν έκτασιν, λόγω τών πολλών θάμνων τής περιοχής. Ο ανατολικός άνεμος ο οποίος έπνεεν, έφερεν ταχέως όλον το μέτωπον τής φωτιάς προς τήν Ιεράν Μονήν. Αμέσως ειδοποιήθησαν η Αστυνομία και το Δασαρχείον, το οποίον κι εκάλεσε τά πυροσβεστικά αεροπλάνα. Δυστυχώς κι αυτά ήσαν απησχολημένα εις τήν κατάσβεσιν άλλης πυρκαϊάς, οπότε η μόνη ελπίς έμεινεν η προστασία και βοήθεια τής Υπεραγίας Θεοτόκου και τών Αγίων Θεοπατόρων. Και πράγματι, επενέβη πάραυτα, διότι ενώ η φωτιά είχε πλησιάσει περί τά 200 μέτρα εις την Μονήν, αποτόμως ο άνεμος εγύρισε νότιος και η φωτιά έλαβεν κατεύθυνσιν βορείαν. Μετά παρέλευσιν πολλής ώρας, ενώ κατεκάη όλη η έκτασις εις τ’ ανατολικά και βόρεια και η φωτιά επλησίαζε και πάλιν προσεγγίζουσα έως 50 μ. βορείως, όπου αι κυψέλαι τών μελισσών, κατέφθασαν τ’ αεροπλάνα κι έσβεσαν ύστερα από ικανήν προσπάθειαν τά πάντα.
Εις το κεφάλαιον αυτό τών θαυμάτων, δέν θα ήτο παρατυπία ν’ αναφερθούν και -ολίγα εκ τών πολλών- πειρασμοί, ταραχαί και ομολογίαι τών πονηρών πνευμάτων προς ψυχικήν ωφέλειαν τού αναγνώστου:
21.Εις το κοινόβιον έζησαν δύο μοναχαί και μία κοσμική (ελθούσα, μέ τήν πρόθεσιν νά μονάση), ενοχλούμεναι υπό τού δαίμονος. Η ζωή τής μιάς μοναχής εξ αυτών (η οποία ως ανωτέρω εγράφη, ήλθε συνοδευομένη από τήν Αγ. Άνναν), ήτο πράγματι ζωή αυταπαρνήσεως και ακριβούς τηρήσεως τών μοναχικών της καθηκόντων. Έλαβε το Άγιον Σχήμα, ονομασθείσα Άννα και είχε τέλη όντως μοναχικά. Συχνότατα όμως τό ακάθαρτον πνεύμα τήν ετάρασσεν και υπέφερε πολύ. Υπέμενεν εν τούτοις έως τέλους μέ καρτερίαν. Όταν μετελάμβανεν τών Αχράντων Μυστηρίων, ο Άγιος Μαργαρίτης εστέκετο εις τον λαιμόν της, αυτή δε αγωνιζομένη πολύ, εφώναζεν εις τάς αδελφάς: «Σφίξετέ μου το στόμα, μή μού πετάξη τόν Μαργαρίτη έξω». Επειδή ενήστευεν μέ αυστηρότητα, έλεγεν ο δαίμων διά τού στόματός της: «Θα τήν πεθάνω φθισικιά και μετά θά φύγω. Νά τήν πάτε στην Αθήνα νά τρώη κρέας και θά φύγω. Δέν θέλω τό σώμα της, τήν ψυχή της θέλω».
22.Η ετέρα πάλιν είπε: «Τι φταίει αυτή; Ο πατέρας της φταίει, που τήν άφησε νήπιο κάτω από τήν συκιά χωρίς νά φορά σταυρό επάνω της και βρήκα ευκαιρία και μπήκα μέσα της». Άλλην δέ φοράν ωμολόγησε προς τάς παρευρισκομένας «Εσείς θά πάρετε ένα στεφάνι, αλλ’ αυτή θά πάρη δύο γιατί τή βασανίζω».
23.Όταν ο Γέρων Δανιήλ εις τήν Αγ. Προσκομιδήν εμνημόνευε τά ονόματα ζώντων και τεθνεώτων, η δαιμονισμένη εφώναζεν: «Πάψε πιά, βρε κακούργε καμπουράκι, γιατί μάς παίρνεις απ’ τά χέρια τούς ανθρώπους». Τόση είναι η Χάρις και το Έλεος τού Πανάγαθου Θεού προς τούς ανθρώπους τών οποίων μνημονεύονται τά ονόματα.
24.Καθώς τήν ήκουεν κατά τήν ώραν τής Ακολουθίας νά λέγη διάφορα, νά ταράσσεται και νά ταράσση, κάποια αδελφή σιγοψιθύρισεν: «Χριστέ μου, άραγε αν μετανοιώση, θά τον δεχθής κι αυτόν;» και αμέσως έλαβεν την απάντησιν εκ τού στόματος τής πασχούσης: «Τί λές μωρέ, μετανοιώνει ποτέ ο σατανάς;»,
25.Μίαν φοράν ευρίσκοντο αρκεταί αδελφαί εις εξωτερικήν διακονίαν και ήλθεν η μακαριστή Γερόντισσα Καλινίκη νά παρηγορήση τόν κόπον των κρατούσα εις τήν ποδιάν της ολίγας καραμέλλας. Καθώς εμοίραζεν εις τάς μοναχάς, έπεσε κάτω μια καραμέλλα και αφού τήν έπιασε μία εκ τών αδελφών, ηρώτησεν: «Γερόντισσα, είναι ευλογημένον νά τήν πάρω;». Προτού απαντήση η Γερόντισσα, εφώναξεν το ακάθαρτον πνεύμα διά τού στόματος τής πασχούσης μοναχής: «Όλο ευλογίες, ευλογίες, βρωμοβλογίες». Κι εκατάλαβαν όλαι πόσον εχθρεύεται ο πειρασμός τήν μοναχικήν υπακοήν και και την αίτησιν ευλογίας διά τήν παραμικρήν ενέργειαν.
26.Εις τήν Αγ. Τεσσαρακοστήν τών Χριστουγέννων, ετελούντο συχνά αγρυπνίαι. Μίαν ήσυχην νύκτα, μέ πολλήν κατάνυξιν ο αείμνηστος Γέρων και όλη η αδελφότης ετέλουν τήν αγρυπνίαν εις τον Ναόν και συμμετείχον ολοψύχως εις τήν ολονύκτιον Ακολουθίαν. Οπότε απροσδοκήτως έφθασαν τά πρόβατα και αι αίγες τών ποιμένων κι εμβήκαν εις τα κηπάρια και περιβολάκια τής Μονής διά βοσκήν. Δια νά μήν προκαλέσουν μεγάλην ζημίαν, ο Γέρων Δανιήλ προέτρεψεν 2-3 μοναχάς νά τά διώξουν πέρα προς το βουνόν, πράγμα το οποίον έγινεν. Και πάλιν όμως εντός ολίγου τά ζώα επανήλθον, και πάλιν τά εδίωξαν εξερχόμεναι από τήν αγρυπνίαν. Το επόμενον πρωϊ η δαιμονιζομένη τρέχουσα επάνω κάτω εις τήν αυλήν μετά χαράς έλεγεν: «Εγώ ο Κατσίκης τά έστειλα τά κατσίκια, νά σάς χαλάσουν τον κήπο και νά σάς βγάλουν από τήν Εκκλησίαν».
Το πόσον και διατί εχθρεύεται ο δαίμων το μοναχικόν Σχήμα και τήν παραμονήν εις τόν τόπον όπου εδόθησαν αι φοβεραί μοναχικαί υποσχέσεις, φαίνεται από τά εξής δύο γεγονότα:
27.Εγένετο εις την Μονήν κουρά μοναχής εις Μεγαλόσχημον και ο ιερεύς απηύθυνεν εις τήν προσερχομένην νά λάβη το Άγιον Σχήμα, τάς καθιερωμένας ερωτήσεις: «Τι προσήλθες αδεφλή, προσπίπτουσα τω Αγίω Θυσιαστηρίω...» κ.λ.π. Όταν έφθασεν εις τήν ερώτησιν «Παραμένεις τω Μοναστηρίω και τη ασκήσει, έως εσχάτης σου αναπνοής;» η πάσχουσα εκ τού πονηρού πνεύματος αδελφή, η οποία έως τήν ώρα αυτήν παρηκολούθη ησύχως τήν ιεράν τελετήν, εκτύπησε δυνατά τον πόδα εις το έδαφος κι εφώναξεν: «Ουχί!».
28.Εις τήν εξόδιον ακολουθίαν ηλικιωμένης αδελφής και κατά τήν ώραν τού ενταφιασμού τού λειψάνου της, η πάσχουσα εκτύπα τούς πόδας εις το έδαφος και το ακάθαρτον πνεύμα διά τού στόματός της εφώναζεν: «Θάφτε την την κακούργα, θάφτε την, γιατί σήμερα παίρνει τή θέση μου!». Ως γνωστόν το εκπεσόν τάγμα τού Εωσφόρου θ’ αντικατασταθή εις τούς Ουρανούς εκ τών αξίων κληρικών και μοναχών, διά τούτο οι δαίμονες παντοιοτρόπως πολεμούν τούς μοναχούς και χρησιμοποιούν πολλούς πειρασμούς και πονηρίας διά νά τούς εξαναγκάσουν ν’ αθετήσουν το Σχήμα και τας υποσχέσεις των.
29.Είναι γεγονός ότι όλη η αδελφότης εδοκιμάσθη από τον πόλεμον αυτόν τών δαιμονιζομένων αδελφών. Συγχρόνως όμως έλαβε πολύτιμα διδάγματα κι εμπειρίας διά τό μίσος τού διαβόλου, εκραταιώθη δέ η πίστις εις τήν Παντοδυναμίαν τού Μεγάλου Θού, εις τήν Προστασίαν τής Υπεραγίας Θεοτόκου, και εις τήν Θείαν αντίληψιν τών Αγίων Θεοπατόρων. Διότι παρ’ όλας τάς απειλάς, ουδέποτε έβλαψεν ο δαίμων τήν Ι. Μονήν και τήν αδελφότητα εις το παραμικρόν.
Πηγή (και ιστορικό της Μονής): http://www.ecclesia.gr/greek/monshrines/theotokos_zourva.html
Πολλά θα ημπορούσαν νά γραφθουν εις το κεφάλαιον αυτό προς δόξαν τής Πανυπερευλογημένης Θεοτόκου και τών Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, δια τήν θαυματουρόν επέμβασίν Των εις πλείστας περιπτώσεις, αρκούμεθα όμως εις τα πλέον γνωστά. Και μόνη άλλωστε η ίδρυσις και η διατήρησις τής Ι. Μονής εις ένα ερημικόν τόπον, ως η Ζούρβα, πρέπει νά θεωρηθή συνεχές θαύμα.
Η μακαριστή Γερόντισσα Καλλινίκη, εβεβαίωνεν ότι είχε λάβει από τήν Ιδίαν τήν Αγίαν Άνναν τήν υπόσχεσιν: «Κρατήσατε σείς τήν μοναχικήν τάξιν και διά τά υπόλοιπα μήν ανησυχείτε. Θα φροντίζω εγώ».
1.Τα πρώτα έτη τών πολλών στερήσεων μέ τά μεγάλα έξοδα διά την ανακαίνισιν τών κτιρίων, καθώς και κατά τήν Γερμανικήν κατοχήν, όντως η άνωθεν βοήθεια ήταν θαυμαστή! Ό,τι έλειπεν διά τήν διατροφήν τών αδελφών, ή διά τήν Θ. Λειτουργίαν, το πρωϊ, μέ τό άνοιγμα τής εξωθύρας, ευρίσκετο έξω κρεμασμένον από γνωστούς ή αγνώστους περαστικούς.
2.Κάποτε, αδελφή ήρχετο από το ανδρικόν κοινόβιον τού Προφ. Ηλιού, μέ ένα ασκόν έλαιον, ο οποίος όμως καθ’ οδόν έπεσεν εκ τού ζώου και εκύλισεν εις την πλαγιάν. Αυτή, καταστενοχωρημένη διά τό ατύχημα, χωρίς νά το αναζητήση, ήλθεν εις την Μονήν και ανέφερεν αμέσως το γεγονός εις τον Γέροντα Δανιήλ. Ο Γέρων τήν ιδίαν στιγμήν έλαβεν το ζώον κι εκίνησεν προς αναζήτησιν. Οπότε το ζώον, ενώ εβάδιζεν κανονικώτατα, αίφνης εις το σημείον όπου έπεσεν ο ασκός εστάθη ακίνητον. Εννοήσας, κατέβη ο Γέρων, έψαξεν κι εύρεν γεμάτον, τελείως άθικτον τον ασκόν.
3.Κάποτε δύο άτομα, επωφελούμενα τήν μετάβασιν τού τότε Γέροντος εις την Χώραν δι’ εργασίαν, ήλθον νύκτα μέ σκοπόν νά κλέψουν τάς κανδήλας τού Ιερού Ναού. Μόλις όμως τάς εκατέβασαν και τάς εκράτουν, έχασαν ευθύς τήν όρασίν των και ήτο αδύνατον νά εξέλθουν από τήν Εκκλησίαν. Επιστρέφων ο Γέρων εξ Ύδρας, εύρεν αυτούς ακόμη εντός τού Ι. Ναού κρατώντας τάς κανδήλας και κλαίοντας διά τήν συμφοράν των. Εις τήν ερώτησίν του «τί επάθατε παιδιά;» ωμολόγησαν τήν πράξίν των. Τότε κρατών αυτούς από τάς χείρας, τούς ωδήγησεν ενώπιον τής Θαυματουργού Εικόνος τού Γενεσίου τής Θεοτόκου, όπου κι εδιάβασε τήν Παράκλησίν Της. Αμέσως επανήλθεν το φως των και μέ τάς συμβουλάς τού Γέροντος, επέστρεψαν μετανοημένοι.
4.Προ ετών τό καϊκι τού Υδραίυ κ. Δ. Βλαχάκη, το οποίον εκτελεί μεταφοράς από Πειραιά, είχεν όπως πάντα φορτώσει και ήρχετο προς Ύδραν. Λόγω όμως σφοδράς θαλασσοταραχής εκινδύνευσεν εις τά ανοικτά. Η σύζυγος τού κ. Βλαχάκη εις τήν Ύδραν, ήρχισε ν’ ανησυχή καθώς έβλεπε την κακοκαιρίαν, νά προσεύχεται και νά κλαίη, σκεπτομένη πώς θά ημπορέση νά φθάση το καϊκι χωρίς κίνδυνον. Καταπονημένη από την μεγάλην αγωνίαν, τήν επήρεν ελαφρύς ύπνος και τότε ήκουσε νά τής κτυπούν τήν εξώθυρα. Τής εφάνη ότι εβγήκεν εις τον εξώστην νά ιδή ποιός κτυπά και βλέπει μίαν γυναίκα μαυροφόρα έξω από την πόρτα της, η οποία τής είπεν: «Μήν ανησυχής. Είμαι η Άννα από την Ζούρβα και ήλθα νά σού πω ότι το καϊκι δέν θά πάθη τίποτε, διότι έχω μέσα κι εγώ δικό μου φορτίο». Πράγματι, αδελφή τής Μονής είχε φορτώσει από Πειραιά δύο βαρέλια μέ έλαιον και διάφορα άλλα πράγματα συγκεντρωθέντα εκ δωρεών. Το καϊκι όντως έφθασεν χωρίς βλάβην εις Ύδραν, μόνον η μικρά λέμβος του εχάθη από τον αέρα, αλλά κι αυτήν τήν έφερεν το κύμα γερήν εις το λιμανάκι Λέδιζα κάτωθεν τής Μονής.
5.Και άλλος καπετάνιος εις δυνατήν θαλασσοταραχήν, επικαλούμενος τήν βοήθειαν τής Κυρίας Θεοτόκου, διά τήν σωτηρίαν τού μικρού πλοιαρίου του, εσώθη κι έφερεν κατά τό τάμα του ως φόρον ευγνωμοσύνης αργυρούν αφιέρωμα -καϊκάκι-, το οποίον κρέμεται εις τήν Ι. Εικόνα τής Θεομήτορος.
Η προστασία τής Υπεραγίας Θεοτόκου και τής Αγ. Άννης κατ’ εξοχήν εσκέπαζε κι εφύλαττε τά μέλη τής αδελφότητος εις πάσαν ανάγκην, όπως διαβεβαίωσαν ακόμη και πονηρά ακάθαρτα πνεύματα, ως θά ίδομεν εις τήν συνέχειαν.
6.Κάποια κοπέλλα, προ πολλών ετών, μέ τήν επιθυμίαν τής μοναχικής ζωής, εξεκίνησεν από τήν Αθήνα διά τόν λιμένα τού Πειραιώς, απ’ όπου μέ τό πλοίον τής γραμμής θά ήρχετο εις Ύδραν διά την Μονήν τής Ζούρβας. Αλλά μέ τά μέσα τής εποχής αυτής καθυστέρησε κι έχασε το πλοίον, εστενοχωρείτο δέ πολύ, διότι και νά επιστρέψη μέ όλας τάς αποσκευάς της ήτο δυσκολώτατον και τι άλλο νά πράξη δέν ήξευρεν. Καθώς εσκέπετο τι νά κάμη, τήν επλησίασεν κάποιον κύριος από τούς ανθρώπους τού πλοίου και τής επρότεινε νά περιμένη εκεί τήν επιστροφήν τού δρομολογίου και νά περάση τήν νύκτα της μέσα εις το πλοίον, εφ’ όσον τήν επομένην πρωϊαν πάλιν θα ξεκινούσε δι’ Ύδραν. Η κοπέλλα έμενε λυπημένη και αναποφάσιστη διά τό πώς θά διανυκτερεύση μέσα εις το πλοίον μαζί μέ τό πλήρωμά του, οπότε την πλησιάζει μία ηλικιωμένη γυναίκα και τήν ερωτά τί έχει. Η νέα τής εξήγησεν ότι έχασε το δρομολόγιον τού πλοίου και η γριούλα απήντησεν: ¨Μή στενοχωρήσαι, κι εγώ πηγαίνω γιά Σπέτσες, έλα μαζί μου στο καράβι νά κοιμηθής κι εγώ θά είμαι κοντά σου ώστε νά μή σέ πειράξη κανείς». Πράγματι η κοπέλλα μαζί μέ τήν ηλικιωμένην συνοδόν της επέρασε την νύκτα της χωρίς κίνδυνον εις το πλοίον και την επομένην εταξίδευσεν κι έφθασεν εις την Ι. Μονήν τής Ζούρβας. Εις την μοναχήν αυτήν μετά πάροδον καιρού εξεδηλώθη ακάθαρτον πνεύμα μέσα της, το οποίον, μεταξύ τών όσων έλεγεν, ωμολόγησε και τά εξής: «Πολλά θέλω νά κάνω εδώ μέσα, αλλά δέν ημπορώ, γιατί υπάρχει αγάπη και καθημερινή Ακολουθία. Έπειτα είναι κι αυτή η κακούργα η Γριά που δέν μέ αφήνει. Θάκανα εγώ πολλά αυτήν τήν νύκτα στο καράβι, θα έβαζα τους ναύτες και τί δέν θάκαναν..., αλλά ήρθε η Γριά και δέν μέ άφησε¨.
7.Κάποτε, την εποχή τής ωριμάνσεως τών σύκων, η μακαριστή Ηγουμένη Καλλινίκη είχεν ανέβει εις μία υψηλή συκιά νά κόψη σύκα. Ενώ ευρίσκετο εις τό υψηλότερον σημείον, βλέπει τον ίδιον τον δαίμονα μέ ένα τεράστιο χωνί νά τήν φυσά διά νά τήν ρίξη κάτω. Έχασε τήν ισορροπίαν της και καθώς προσεπάθει κάπου να κρατηθή, πρόφθασε νά ιδή μέσα εις φωτεινήν νεφέλην ερχομένην από τήν Ανατολήν, μίαν ηλικιωμένην μελαχροινήν γυναίκα. Έπεσε μέν, αλλά δέν εκτύπησε καθόλου. Ύστερα από χρονικόν διάστημα έφεραν εις τήν Ι. Μονήν μίαν δαιμονιζομένην κοπέλλα και το πονηρό πνεύμα ανέφερεν το συμβάν αυτό ως εξής: «Ήθελα νά την σκοτώσω από την συκιά, αλλά δέν μπόρεσα, γιατί αυτή η Βλαχάρα (ούτω συνήθως απεκάλει τήν Αγίαν Άνναν), δέν μέ άφησε. Όχι μόνο τίς μοναχές δέν μ’ αφήνει νά πειράξ, αλλά ούτε και το γατάκι τής Μονής της».
Και εις άλλας ομοίας περιπτώσεις οι δαίμονες είχαν ομολογήσει ότι «ο Γέρος και η Γριά» (οι Άγιοι Θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα) τούς εμποδίζουν να βλάψουν και νά κάμουν κακόν εις την αδελφότητα.
8.Ανεφέρθη ανωτέρω η βοήθεια τής Υπεραγίας Θεοτόκου κατά τήν Γερμανικήν κατοχήν. Κατ’ εξοχήν επιβεβαιώνεται αύτη εκ τού κατωτέρω θαύματος: Εις το εν Ύδρα μετόχιον, όπου και ο Ι. Ναός τής Αναλήψεως, παρέμενεν συνήθως μία αδελφή προς εξυπηρέτησιν τής Ι. Μονής. Όπως όλη η Ελλάς υπέφερεν τά πάνδεινα από την κατακτητήν, ιδίως το μαρτύριον τής πείνης, εστερείτο και το Μοναστήριον αρκετά. Εκεί λοιπόν εις το μετόχιον τής Αναλήψεως υπήρχεν μικρό πιθάρι (κιουπάκι), όπου η μοναχή συνεκέντρωνε μέ πολύν κόπον το ολίγον έλαιον εκ τού υστερήματος τών πιστών, διά τό ακοίμητον κανδήλι τής Παναγίας. Κατά καιρούς μετέβαινεν εις τήν Χώραν εκ τής Μονής μία αδελφή διά τά απαραίτητα ψώνια, οπότε έπαιρνε και ολίγον έλαιον νά φέρη επάνω διά το κανδήλι. Η μοναχή Σαλώμη ευρισκομένη τότε εις την Ανάληψιν, όπως όλαι αι μοναχαί, είχεν τήν καλήν συνήθειαν, νά σταυρώνη προτού το ανοίξη το στόμιον τού πιθαρίου και νά λέγη το Απολυτίκιον τού Γενεσίου: «Η Γέννησίς Σου, Θεοτόκε, χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη# εκ σού γάρ ανέτειλεν ο Ήλιος τής Δικαιοσύνης Χριστός ο Θεός ημών και λύσας τήν κατάραν έδωκεν τήν ευλογίαν και καταργήσας τον θάνατον εδωρήσατο ημίν ζωήν τήν αιώνιον». Εν συνεχεία ήνοιγε κι έπαιρνε το έλαιον. Κάποτε όμως το λάδι ετελείωσε και η αδελφή Σαλώμη κατεθλίβετο εις τήν σκέψιν ότι θα έμενε πλέον σβηστόν το ακοίμητον κανδήλι τής Θεοτόκου. Όταν η εκ τής Μονής αδελφή έφθασεν εις Χώραν διά τά ψώνια, παρεκάλεσε τήν μοναχήν Σαλώμη νά μαζέψη όσο λάδι είχε κατασταλάξει, έστω και το ελάχιστον. Εις την επιμονήν της δέ η αδελφή Σαλώμη, όπως πάντα εσταύρωσε το πιθάρι, είπε το Απολυτίκιον τού Γενεσίου τής Θεοτόκου και το ήνοιξεν. Και -ω τών εξαισίων Σου θαυμάτων, Πανύμνητε Θεοτόκε!- ευρέθη το πιθάρι πλήρες ελαίου έως τα χείλη. Απερίγραπτος η χαρά και η συγκίνησις τών δύο αδελφών, καθώς και ολοκλήρου τής αδελφότητος διά το θαυμάσιον τού γεγονότος. Έκτοτε δέν έλειψε ποτέ τό έλαιον διά τό κανδήλι τής Μεγαλόχαρης Παναγίας μας, το οποίον ευλαβείς πιστοί δωρηταί εξ Ύδρας, Θεσσαλονίκης και Καναδά φροντίζουν κατ’ έτος νά προμηθεύσουν.
9.Νεαρά μοναχή επιστρέφουσα εξ Αθηνών δεν ηθέλησε νά διανυκτερεύση εις τήν Χώραν, αλλά μέ τόν πόθον νά ευρεθή όσον το δυνατόν ενωρίτερον εις την Ι. Μονήν της, όπου τήν επομένην θά ετελείτο Θεία Λειτουργία και νά μεταλάβη τών Αχράντων Μυστηρίων, εξεκίνησεν από Ύδραν το απόγευμα μέ ένα φαναράκι (ελαίου) και ολίγα κεριά διά τόν δρόμον, εφ’ όσον παρήρχετο η εσπέρα. Η μοναχή άναψε το φανάρι κι εβάδιζε γοργά πεζοπορούσα προς τήν Ι. Μονήν (η οποία απέχει 3 ώρας δρόμον). Εις απόστασιν όμως 500 μέτρων περίπου (20΄ τής ώρας βάδην ακόμα), έσβησε το φανάρι, τελείωσαν τά κεράκια κι ευρέθη εις βαθύτατον ψηλαφητόν σκότος και μάλιστα εις σημείον δύσβατον. Αν εσυνέχιζε τον δρόμον της σκοτεινά, υπήρχε μέγας κίνδυνος νά κρημνισθή από το στενό κατηφορικό μονοπάτι προς τήν πλαγιά. Νά παραμείνη εκεί όπου ευρέθη έως ότου ξημερώση και αυτό πολύ επικίνδυνον. Εις τήν δυσκολωτάτην αυτήν στιγμήν είπε μετά πίστεως: «Παναγία μου, βοήθησέ με νά πάω στο Μοναστήρι» κι ευθύς ευρέθη εμπρός εις τήν είσοδον τής Ι. Μονής, χωρίς νά καταλάβη πώς, και χωρίς νά ενθυμήται αν εβάδισεν έστω και ολίγα βήματα. Μέ βαθυτάτην συγκίνησιν εισήλθεν εις τόν Ι. Ναόν, την στιγμήν κατά την οποίαν ανεγίγνωσκον τήν Ακολουθίαν τής Θείας Μεταλήψεως, τήν οποίαν έλαβν η ιδία ν’ αποτελειώση μέ άπειρον ευγνωμοσύνην προς τήν Κυρίαν Θεοτόκον.
10.Η ιδία αυτή μοναχή, είχε μεταξύ τών διακονημάτων της την φροντίδα τών υποζυγίων, τά οποία η Μονή άφηνεν ελεύθερα διά βοσκήν εις τα πέριξ βουνά, διότι η οικονομική στενότης δέν επέτρεπε τήν προμήθειαν επαρκώς ζωοτροφών. Οσάκις εχρειάζοντο λοιπόν διά μεταφοράς, έπρεπεν η μοναχή νά τρέξη, νά τά εύρη και νά τά φέρη εις τήν Μονήν. Μίαν φοράν όπως πάντα, αφού είχεν αρκετά ταλαιπωρηθεί αναζητούσα τά ζώα, όταν τά εύρεν ήτο αδύνατον νά τά πιάση. Ανήσυχα αυτά έτρεχαν κι απεμακρύνοντο εις το βουνόν, οπότε η μοναχή κατάκοπος μέν, ενθυμουμένη όμως τά όσα είχε μελετήσει εις τά Πατερικά κείμενα δια τήν δύναμιν τής ευχής τών προεστώτων, ανεφώνησεν: «Παναγία μου, μέ τίς ευχές τού Γέροντα και τής Γερόντισσας, βοήθησέ με!». Κι αμέσως τά ζώα εστάθησαν ακίνητα εις την θέσιν των, οπότε τα έδεσεν και τά ωδήγησεν εις την Μονήν.
11.Τα πολλά αφιερώματα εις την Ι. Εικόνα τού Γενεσίου τής Θεοτόκου τού Τέμπλου, μαρτυρούν τά διάφορα θαύματα τής Θεομήτορος και τών Αγίων Θεοπατόρων, θαύματα ιδίως ιάσεων και τεκνογονίας, όπως τά εξής: Προ 15ετίας περίπου (σχολιο efthumhs: Εννοεί μέσα στη δεκαετία του 80) ήλθον ως προσκυνηταί ένα πονεμένον ανδρόγυνον, φέροντες τά δύο τέκνα των ημιπαράλυτα, επειδή είχον ακούσει ότι η Παναγία η Ζουρβιώτισσα είναι θαυματουργός. Μέ πολύν κόπον φορτωμένοι τά τέκνατων ανέβησαν από τήν θάλασσαν κι άφησαν τά παιδάκια εις το δάπεδον τού Ι. Ναού -τραγικόν θέαμα- να σύρωνται εις το έδαφος μή δυνάμενα να περπατήσουν. Οι αξιολύπητοι γονείς έμειναν επ’ αρκετόν διάστημα διά ν’ αναπαυθουν και αφού μετά δακρύων είπαν τον πόνον των πρώτον εις τήν Υπεραγίαν Θεοτόκον και κατόπιν εις την αδεφλότητα, έλαβον τά τέκνα των και ανεχώρησαν μέ βεβαίαν τήν ελπίδα διά τήν ίασίν των. Όντως μετ’ ολίγον επληροφορήθημεν ότι και τά δύο παιδάκια εθεραπεύθησαν χάρις εις τήν ταχείαν βοήθειαν τής Υπεραγίας Θεοτόκου.
12.Γνωστή κυρία τής Ι. Μονής, έχουσα μεγάλην ευλάβειαν εις την Παναγίαν και τήν Αγίαν Άνναν, έπαθεν εις το πόδι θρόμβωσιν, επρίσθη και σιγά - σιγά το πρίξιμον ανέβαινεν έως ότου ένοιωσε νά τής παραλύη το χέρι. Μόλις το αντελήφθη παρεκάλεσε μέ δάκρυα τήν Αγίαν Άνναν ικετεύουσα: «Αγία μου Άννα, άφησέ μου γερό το χέρι γιά νά μπορώ νά κάνω το σταυρό μου». Κι αμέσως αισθάνθηκε εντελώς καλά το χέρι της.
13.Ευλαβές ανδρόγυνον εξ Ύδρας, επί πολλά έτη εστερούντο τέκνου, ήτο δέ επιβεβαιωμένον ιατρικώς ότι η μητέρα διά λόγους οργανικούς ήτο αδύνατον νά τεκνοποιήση. Εν τούτοις δέν έχασαν την ελπίδα των, μετά θερμής πίστεως προσέτρεξαν εις τήν Μεγαλόχαρην Παναγίαν και την Θαυματουργόν Άνναν, κι εζήτουν επιμόνως τήν θείαν επέμβασιν. Μετά δακρύων επί σειράν ετών η μητέρα παρεκάλει διά τήν άνωθεν βοήθειαν κι εζήτησεν επί πλέον τάς προσευχάς τής αδελφότητος. Πράγματι εισηκούσθη η δέησίς της και η Κεχαριτωμένη Θεοτόκος τούς εχάρισεν χαριτωμένον θήλυ τέκνον, το οποίον ευγνωμόνως ωνόμασαν Μαριάννα, προς τιμήν τής Παναγίας και τής Αγ. Άννης, συχνάκις δέ έρχονται εις ευλαβή προσκύνησιν.
14.Και άλλον ανδρόγυνον εκ Πόρου, λυπούμενον πολύ διά τήν στέρησιν τέκνου, μετά θέρμης παρεκάλεσαν τήν Υπερύμνητον Δέσποιναν και απέκτησαν χαριτωμένην κόρην, μετά τής οποίας έρχονται κατ’ έτος εις τήν πανήγυριν, εκδηλώνοντες την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην των.
15.Νεαρά μητέρα εξ Ύδρας, απέβαλεν δίς μετά τόν γάμον της και εις τήν τρίτην εγκυμοσύνην της έταξεν εις τήν Παναγίαν και εις τήν Αγίαν Θεοπρομήτορα Άνναν το τέκνον της, το οποίον έφερεν υγιέστατον εις τον κόσμον κι εβάπτισεν αυτό εις τήν Ι. Μονήν μέ το όνομα Μαριάννα.
16.Εις τήν κήρυξιν τού Ελληνοϊταλικού πολέμου, το 1940, μιάς ευλαβεστάτης γυναικός εκ τών γύρω ποιμένων, επεστρατεύθηκαν τα 4 παλληκάρι της. Αποχαιρετώντας τα και δίνοντας την ευχήν της μέ σπαραγμόν καρδίας εφώναξε: «Παναγία μου τής Ζούρβας, φέρε μου πίσω τα παιδιά μου γερά και θά σού αφιερώσω τόν διπλό χρυσό σταυρό μου». Και πράγματι εγύρισαν τα 4 παιδιά γερά κι αφιέρωσε τόν σταυρό της που κρέμενται εις τήν εικόνα τού Τέμπλου.
18.Ένα θαύμα τού πολιούχου τής νήσου και προστάτου Αγίου Νεομάρτυρος Κωνσταντίνου, διηγείται ο κ. Δημ. Β. Βισβίκης, συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος, κάτοικος Πειραιώς: Τον Ιανουάριον τού 1997 (ενώ ανεγείρετο το Τρισυπόστατον Ναϊδριον) ο ίδιος ο κύριος Βισβίκης εις το χωρίον του ευρισκόμενος, έπεσεν από ένα δένδρον, έσπασεν έξι πλευράς και μέ σοβαρόν κατάστασιν πνευμοθώρακος μετεφέρθη εις κλινικήν, όπου επί 25 ημέρας δέν παρουσίασεν ουδεμίαν βελτίωσιν. Αλλά τήν νύκτα τής 12ης Φεβρουαρίου, παρουσιάσθη εις τόν ύπνον του άγνωστος μοναχός, ο οποίος τόν έπιασε από τον πώγωνα και τον εκίνησε τρεις φοράς. Αμέσως εξύπνησεν έντρομος κι ενόμισεν ότι θά απέθνησκεν. Αντιθέτως όμως ήρχισε νά βελτιούται η υγεία του. Τάς ημέρας αυτάς η θυγάτηρ του έλαβεν εκ τής Ι. Μονής ως ευλογίαν διά προσφοράν της, μικράν φωτογραφίαν τής Εικόνος τών Τριών Αγίων, έφερε δέ αυτήν εις τήν κλινικήν νά «σταυρώση» τον πατέρα της, χωρίς νά γνωρίζη τι περί τού ονείρου. Μόλις ο ασθενής αντίκρυσεν τά τρία εικονιζόμενα πρόσωπα, ανεφώνησεν: «Αυτός ήταν!» αναγνωρίζων εις το μέσον τον εμφανισθέντα Άγ. Κωνσταντίνον, οπότε απεκάλυψεν εις τους ιδικούς του το όνειρον. Αφού επληροφορήθη περί τού μέχρι τότε αγνώστου Αγίου, έκαμε τάξιμον νά επισκεφθή τήν Ι. Μονήν προς προσκήνυσίν Του. Και ενώ οι ιατροί είχον αποφασίσει χειρουργικήν επέμβασιν, απεναντίας χωρίς νά τήν κάμη, ιάθη, εξήλθεν εκ τής κλινικής και τον Ιούλιον τού αυτού έτους, εντελώς υγιής, κατώρθωσε τήν ανάβασιν εις τον δύσκολον ανηφορικόν δρόμον, και ήλθεν εις εκπλήρωσιν τού τάματος και προσκύνυσιν, ευχαριστών θερμώς τον Θαυματουργόν Άγιον Κωνσταντίνον τον Υδραίον, ομού και τον Άγιον Νεκτάριον, τον οικογενειακόν του Προστάτην.
19.Προ ετών οικοδόμος εξ Ύδρας, εξυπηρετών πάντοτε προθυμότατα τήν Ι. Μονήν εις σχετικάς εργασίας, ενώ ειργάζετο εις επισκευήν εξωτερικού χώρου, κατέπεσεν από ύψους 5 μέτρων εις το πλακόστρωτον τής αυλής. Κι ενώ αδελφαί έσπευσαν έντρομοι νά βοηθήσουν, ο ίδιος εσηκώθη μόνος χωρίς τήν παραμικράν βλάβην κι εσυνέχισεν τήν εργασίαν του. Το γεγονός επεδόθη εις θαυματουργικήν επέμβασιν τής Υπεραγίας Θεοτόκου, προς χάριν τής Οποίας προσέφερεν τον κόπον του ο ευλαβέστατος τεχνίτης.
20.Αναφέρομεν τέλος και το πλέον πρόσφατον θαύμα τής Παναγίας μας και τών Αγίων Θεοπατόρων, κατά τό θέρος τού 1984. Εις ώραν μεταμεσημβρινήν, μικρά φωτιά εξ απροσεξίας, εξηπλώθη συντομώτατα εις τ’ ανατολικά τής Μονής κι έλαβεν αρκετήν έκτασιν, λόγω τών πολλών θάμνων τής περιοχής. Ο ανατολικός άνεμος ο οποίος έπνεεν, έφερεν ταχέως όλον το μέτωπον τής φωτιάς προς τήν Ιεράν Μονήν. Αμέσως ειδοποιήθησαν η Αστυνομία και το Δασαρχείον, το οποίον κι εκάλεσε τά πυροσβεστικά αεροπλάνα. Δυστυχώς κι αυτά ήσαν απησχολημένα εις τήν κατάσβεσιν άλλης πυρκαϊάς, οπότε η μόνη ελπίς έμεινεν η προστασία και βοήθεια τής Υπεραγίας Θεοτόκου και τών Αγίων Θεοπατόρων. Και πράγματι, επενέβη πάραυτα, διότι ενώ η φωτιά είχε πλησιάσει περί τά 200 μέτρα εις την Μονήν, αποτόμως ο άνεμος εγύρισε νότιος και η φωτιά έλαβεν κατεύθυνσιν βορείαν. Μετά παρέλευσιν πολλής ώρας, ενώ κατεκάη όλη η έκτασις εις τ’ ανατολικά και βόρεια και η φωτιά επλησίαζε και πάλιν προσεγγίζουσα έως 50 μ. βορείως, όπου αι κυψέλαι τών μελισσών, κατέφθασαν τ’ αεροπλάνα κι έσβεσαν ύστερα από ικανήν προσπάθειαν τά πάντα.
Εις το κεφάλαιον αυτό τών θαυμάτων, δέν θα ήτο παρατυπία ν’ αναφερθούν και -ολίγα εκ τών πολλών- πειρασμοί, ταραχαί και ομολογίαι τών πονηρών πνευμάτων προς ψυχικήν ωφέλειαν τού αναγνώστου:
21.Εις το κοινόβιον έζησαν δύο μοναχαί και μία κοσμική (ελθούσα, μέ τήν πρόθεσιν νά μονάση), ενοχλούμεναι υπό τού δαίμονος. Η ζωή τής μιάς μοναχής εξ αυτών (η οποία ως ανωτέρω εγράφη, ήλθε συνοδευομένη από τήν Αγ. Άνναν), ήτο πράγματι ζωή αυταπαρνήσεως και ακριβούς τηρήσεως τών μοναχικών της καθηκόντων. Έλαβε το Άγιον Σχήμα, ονομασθείσα Άννα και είχε τέλη όντως μοναχικά. Συχνότατα όμως τό ακάθαρτον πνεύμα τήν ετάρασσεν και υπέφερε πολύ. Υπέμενεν εν τούτοις έως τέλους μέ καρτερίαν. Όταν μετελάμβανεν τών Αχράντων Μυστηρίων, ο Άγιος Μαργαρίτης εστέκετο εις τον λαιμόν της, αυτή δε αγωνιζομένη πολύ, εφώναζεν εις τάς αδελφάς: «Σφίξετέ μου το στόμα, μή μού πετάξη τόν Μαργαρίτη έξω». Επειδή ενήστευεν μέ αυστηρότητα, έλεγεν ο δαίμων διά τού στόματός της: «Θα τήν πεθάνω φθισικιά και μετά θά φύγω. Νά τήν πάτε στην Αθήνα νά τρώη κρέας και θά φύγω. Δέν θέλω τό σώμα της, τήν ψυχή της θέλω».
22.Η ετέρα πάλιν είπε: «Τι φταίει αυτή; Ο πατέρας της φταίει, που τήν άφησε νήπιο κάτω από τήν συκιά χωρίς νά φορά σταυρό επάνω της και βρήκα ευκαιρία και μπήκα μέσα της». Άλλην δέ φοράν ωμολόγησε προς τάς παρευρισκομένας «Εσείς θά πάρετε ένα στεφάνι, αλλ’ αυτή θά πάρη δύο γιατί τή βασανίζω».
23.Όταν ο Γέρων Δανιήλ εις τήν Αγ. Προσκομιδήν εμνημόνευε τά ονόματα ζώντων και τεθνεώτων, η δαιμονισμένη εφώναζεν: «Πάψε πιά, βρε κακούργε καμπουράκι, γιατί μάς παίρνεις απ’ τά χέρια τούς ανθρώπους». Τόση είναι η Χάρις και το Έλεος τού Πανάγαθου Θεού προς τούς ανθρώπους τών οποίων μνημονεύονται τά ονόματα.
24.Καθώς τήν ήκουεν κατά τήν ώραν τής Ακολουθίας νά λέγη διάφορα, νά ταράσσεται και νά ταράσση, κάποια αδελφή σιγοψιθύρισεν: «Χριστέ μου, άραγε αν μετανοιώση, θά τον δεχθής κι αυτόν;» και αμέσως έλαβεν την απάντησιν εκ τού στόματος τής πασχούσης: «Τί λές μωρέ, μετανοιώνει ποτέ ο σατανάς;»,
25.Μίαν φοράν ευρίσκοντο αρκεταί αδελφαί εις εξωτερικήν διακονίαν και ήλθεν η μακαριστή Γερόντισσα Καλινίκη νά παρηγορήση τόν κόπον των κρατούσα εις τήν ποδιάν της ολίγας καραμέλλας. Καθώς εμοίραζεν εις τάς μοναχάς, έπεσε κάτω μια καραμέλλα και αφού τήν έπιασε μία εκ τών αδελφών, ηρώτησεν: «Γερόντισσα, είναι ευλογημένον νά τήν πάρω;». Προτού απαντήση η Γερόντισσα, εφώναξεν το ακάθαρτον πνεύμα διά τού στόματος τής πασχούσης μοναχής: «Όλο ευλογίες, ευλογίες, βρωμοβλογίες». Κι εκατάλαβαν όλαι πόσον εχθρεύεται ο πειρασμός τήν μοναχικήν υπακοήν και και την αίτησιν ευλογίας διά τήν παραμικρήν ενέργειαν.
26.Εις τήν Αγ. Τεσσαρακοστήν τών Χριστουγέννων, ετελούντο συχνά αγρυπνίαι. Μίαν ήσυχην νύκτα, μέ πολλήν κατάνυξιν ο αείμνηστος Γέρων και όλη η αδελφότης ετέλουν τήν αγρυπνίαν εις τον Ναόν και συμμετείχον ολοψύχως εις τήν ολονύκτιον Ακολουθίαν. Οπότε απροσδοκήτως έφθασαν τά πρόβατα και αι αίγες τών ποιμένων κι εμβήκαν εις τα κηπάρια και περιβολάκια τής Μονής διά βοσκήν. Δια νά μήν προκαλέσουν μεγάλην ζημίαν, ο Γέρων Δανιήλ προέτρεψεν 2-3 μοναχάς νά τά διώξουν πέρα προς το βουνόν, πράγμα το οποίον έγινεν. Και πάλιν όμως εντός ολίγου τά ζώα επανήλθον, και πάλιν τά εδίωξαν εξερχόμεναι από τήν αγρυπνίαν. Το επόμενον πρωϊ η δαιμονιζομένη τρέχουσα επάνω κάτω εις τήν αυλήν μετά χαράς έλεγεν: «Εγώ ο Κατσίκης τά έστειλα τά κατσίκια, νά σάς χαλάσουν τον κήπο και νά σάς βγάλουν από τήν Εκκλησίαν».
Το πόσον και διατί εχθρεύεται ο δαίμων το μοναχικόν Σχήμα και τήν παραμονήν εις τόν τόπον όπου εδόθησαν αι φοβεραί μοναχικαί υποσχέσεις, φαίνεται από τά εξής δύο γεγονότα:
27.Εγένετο εις την Μονήν κουρά μοναχής εις Μεγαλόσχημον και ο ιερεύς απηύθυνεν εις τήν προσερχομένην νά λάβη το Άγιον Σχήμα, τάς καθιερωμένας ερωτήσεις: «Τι προσήλθες αδεφλή, προσπίπτουσα τω Αγίω Θυσιαστηρίω...» κ.λ.π. Όταν έφθασεν εις τήν ερώτησιν «Παραμένεις τω Μοναστηρίω και τη ασκήσει, έως εσχάτης σου αναπνοής;» η πάσχουσα εκ τού πονηρού πνεύματος αδελφή, η οποία έως τήν ώρα αυτήν παρηκολούθη ησύχως τήν ιεράν τελετήν, εκτύπησε δυνατά τον πόδα εις το έδαφος κι εφώναξεν: «Ουχί!».
28.Εις τήν εξόδιον ακολουθίαν ηλικιωμένης αδελφής και κατά τήν ώραν τού ενταφιασμού τού λειψάνου της, η πάσχουσα εκτύπα τούς πόδας εις το έδαφος και το ακάθαρτον πνεύμα διά τού στόματός της εφώναζεν: «Θάφτε την την κακούργα, θάφτε την, γιατί σήμερα παίρνει τή θέση μου!». Ως γνωστόν το εκπεσόν τάγμα τού Εωσφόρου θ’ αντικατασταθή εις τούς Ουρανούς εκ τών αξίων κληρικών και μοναχών, διά τούτο οι δαίμονες παντοιοτρόπως πολεμούν τούς μοναχούς και χρησιμοποιούν πολλούς πειρασμούς και πονηρίας διά νά τούς εξαναγκάσουν ν’ αθετήσουν το Σχήμα και τας υποσχέσεις των.
29.Είναι γεγονός ότι όλη η αδελφότης εδοκιμάσθη από τον πόλεμον αυτόν τών δαιμονιζομένων αδελφών. Συγχρόνως όμως έλαβε πολύτιμα διδάγματα κι εμπειρίας διά τό μίσος τού διαβόλου, εκραταιώθη δέ η πίστις εις τήν Παντοδυναμίαν τού Μεγάλου Θού, εις τήν Προστασίαν τής Υπεραγίας Θεοτόκου, και εις τήν Θείαν αντίληψιν τών Αγίων Θεοπατόρων. Διότι παρ’ όλας τάς απειλάς, ουδέποτε έβλαψεν ο δαίμων τήν Ι. Μονήν και τήν αδελφότητα εις το παραμικρόν.
Πηγή (και ιστορικό της Μονής): http://www.ecclesia.gr/greek/monshrines/theotokos_zourva.html
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου